08:00 18/10
Πώς συνδέεται η χαμηλή χοληστερίνη με τη μείωση του κινδύνου για άνοια
Τι έδειξε μελέτη του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.
Στην Ελλάδα εκτιμάται πως υπάρχουν περίπου 1.000.000 διαβητικοί. Πρόκειται περίπου για το 10% του πληθυσμού, άνθρωποι παραγωγικοί, δραστήριοι, με όρεξη και διάθεση για τη ζωή.
Δυστυχώς, πολλοί διαβητικοί έχουν αναπτύξει μια αρνητική εικόνα για τη χρήση ινσουλίνης, η οποία σε πολλές περιπτώσεις στηρίζεται σε μύθους ή σε δεδομένα που δεν ισχύουν για τις ινσουλίνες νέας γενιάς. Και επειδή η χορήγηση ινσουλίνης σημαίνει σταθερή και καλύτερη υγεία, χωρίς τις σοβαρές παρενέργειες του αρρύθμιστου διαβήτη και καλύτερη ποιότητα ζωής, είναι σημαντικό να ξεδιαλύνουμε μερικούς διαδεδομένους μύθους σχετικά με αυτή την ουσία.
Μύθος: Αν ξεκινήσω ινσουλίνη, θα γίνει δύσκολη η καθημερινότητά μου.
Ειδικά με τις νέες γενιές ινσουλίνες, αυτός ο μύθος έχει καταρριφθεί. Πολλοί ασθενείς χρειάζονται μόνο τη βασική ινσουλίνη, η οποία μπορεί να χορηγείται μια φορά την ημέρα, ενώ η ειδική πένα χορήγησης έχει απλουστεύσει εξαιρετικά τη διαδικασία.
Μύθος: Δεν θα μπορώ να κάνω τις ενέσεις στον εαυτό μου.
Οι σύγχρονες πένες έχουν πολύ μικρή βελόνα, η πιο μικρή που υπάρχει έχει μήκος μόλις 4 χιλιοστά, και η ρύθμιση της δόσης γίνεται πολύ πιο εύκολα. Η ίδια η ένεση γίνεται υποδόρια στην κοιλιά, στα μπράτσα ή στους μηρούς και είναι ουσιαστικά ανώδυνη.
Μύθος: Αν φτάσω να χρειάζομαι ινσουλίνη σημαίνει αποτυχία.
Πολλοί άνθρωποι με διαβήτη προσπαθούν να ελέγξουν τις τιμές του με διατροφικές αλλαγές, με δίαιτα, με άσκηση και με λήψη φαρμάκων από το στόμα. Σε αρκετές περιπτώσεις με τα μέσα αυτά επιτυγχάνεται πράγματι ο έλεγχος του διαβήτη για πάντα ή για κάποια χρόνια. Ο διαβήτης, ιδιαίτερα ο τύπου 2, ωστόσο είναι μια χρόνια νόσος, που σημαίνει ότι μπορεί να εξελίσσεται, με το πάγκρεας να εκκρίνει λιγότερη ινσουλίνη. Αυτό σημαίνει πως η χορήγηση ινσουλίνης είναι ένα ακόμη βήμα για τη θεραπεία, και δεν καθορίζει σε κανένα βαθμό την επιτυχία ή την αποτυχία του ασθενή στον έλεγχο της νόσου.
Αλήθεια: Η ινσουλίνη ενδέχεται να μειώσει πολύ τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα και να προκαλέσει υπογλυκαιμία.
Πράγματι, αυτό μπορεί να συμβεί αλλά δεν είναι συχνό. Οι περισσότεροι άνθρωποι με διαβήτη τύπου 2 αναγνωρίζουν εύκολα τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας, όπως ανησυχία, τρέμουλο στα χέρια, εφίδρωση και έντονη πείνα. Η κατανάλωση μιας ποσότητας υδατανθράκων, όπως ένα φακελάκι κρυσταλλική ζάχαρη, μισό ποτήρι χυμό φρούτων, ή δύο-τρεις ταμπλέτες γλυκόζης, επαναφέρουν γρήγορα στο φυσιολογικό τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα.
Αλήθεια: Η ινσουλίνη θα με βοηθήσει να νιώθω καλύτερα.
Εφόσον ο οργανισμός σας έχει έλλειψη ινσουλίνης, θα νιώσετε καλύτερα όταν ξεκινήσετε τη θεραπεία. Η χορήγηση ινσουλίνης, θα βοηθήσει τον οργανισμό σας να αξιοποιήσει τα θρεπτικά συστατικά και την γλυκόζη της τροφής μετατρέποντας την σε ενέργεια, ώστε να νιώθετε πιο δραστήριοι, υγιείς και να αντεπεξέρχεστε στις καθημερινές σας υποχρεώσεις.
Πηγή: Ελληνική Διαβητολογική Εταιρία
Τι έδειξε μελέτη του Πανεπιστημίου του Μπρίστολ.
Μόλις 6 στις 10 αξονικές τομογραφίες είναι πραγματικά αναγκαίες.
Κάθε πότε μπορεί να συνταγογραφείται κάθε είδος εξέτασης.
Ο ρόλος του εντερικού μικροβιώματος στη ρύθμιση της πέψης, του ανοσοποιητικού, του μεταβολισμού.
Η Δρ. Wynne Armand, γιατρός πρωτοβάθμιας φροντίδας στο Mass General Brigham του Harvard, προτείνει έναν διαφορετικό δρόμο,
Η διαλειμματική νηστεία έχει γίνει ένα από τα πιο γνωστά και δημοφιλή διατροφικά πρότυπα.
Η περίοδος της αύξησης των αναπνευστικών ιώσεων ξεκινά.
H σωστή διατροφή φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στην πρόληψη της γνωστικής φθοράς.
Τι έδειξε η μελέτη.
88% επιζητούν τη δυνατότητα να εργάζονται από απόσταση.
Η υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής κατά τη νεαρή ενήλικη ζωή έχει επίδραση στην καρδιαγγειακή υγεία ακόμα και πολλά χρόνια μετά,
Από 79 εκατομμύρια sms, απαντήθηκαν 14.885 ερωτηματολόγια, με τα αποτελέσματα να δείχνουν πολύ υψηλά ποσοστά ικανοποίησης.
Και όχι μόνο πόσο ποσοστό λίπους έχουμε συνολικά στο σώμα μας.
Ο ΙΣΑ στηρίζει τον αγώνα τους και καταθέτει προτάσεις.
Στα διαθέσιμα εμβόλια θα υπάρχει και το ρινικό.
Έχουμε πράγματι περισσότερα περιστατικά ή τα εντοπίζουμε πιο εύκολα αναρωτιούνται οι ειδικοί.