Τετάρτη, 23-Οκτ-2024 07:00
ΚΕΦΙΜ: Στα ύψη οι φόροι κατανάλωσης - Φορολογικά ανταγωνιστική η Ελλάδα στις επιχειρήσεις

Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Την 27η θέση ανάμεσα στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ καταλαμβάνει η Ελλάδα στον φετινό Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας που δημοσιεύει το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) στη χώρα μας σε συνεργασία με το Tax Foundation. Η κατάταξη της Ελλάδας παραμένει αμετάβλητη ως προς το 2023 ωστόσο καταγράφονται διαχρονικές παθογένειες τόσο σε ότι αφορά στους φόρους κατανάλωσης και συγκεκριμένα στον ΦΠΑ, όσο και στη φορολογία των επιχειρήσεων. Πάντως, από σχετική έρευνα του ΟΟΣΑ, προκύπτει ότι οι εταιρικοί φόροι είναι αυτοί που βλάπτουν περισσότερο την οικονομική ανάπτυξη, ενώ οι φόροι εισοδήματος φυσικών προσώπων και οι φόροι κατανάλωσης έχουν λιγότερο βλαπτικό αποτέλεσμα. Οι φόροι ακίνητης περιουσίας έχουν τη μικρότερη επίπτωση στην ανάπτυξη.
Για το 2023 η Ελλάδα συγκεντρώνει συνολική βαθμολογία 60,9 στον Δείκτη. Ως προς τις επιμέρους κατηγορίες του Δείκτη, η Ελλάδα κατατάσσεται:
- στη 17η θέση στην εταιρική φορολόγηση,
- στην 9η θέση στη φορολόγηση φυσικών προσώπων,
- στην 34η θέση στη φορολόγηση της κατανάλωσης,
- στην 27η θέση στους φόρους επί της ιδιοκτησίας,
- και στην 21η θέση ως προς τη φορολόγηση των κερδών στο εξωτερικό.
Σύμφωνα με την έκθεση οι επιχειρήσεις μπορούν να επενδύσουν σε όποιες χώρες του κόσμου επιλέξουν αναζητώντας τη μεγαλύτερη απόδοση. Έτσι, αναζητούν χώρες με μικρότερους φορολογικούς συντελεστές επί των επενδύσεων για να μεγιστοποιήσουν τα μετά των φόρων κέρδη τους. Αν μία χώρα έχει υπερβολικά υψηλό φορολογικό συντελεστή, τότε οι επενδύσεις θα οδηγηθούν αλλού, με αποτέλεσμα μικρότερη οικονομική ανάπτυξη για τη χώρα αυτή. Επιπλέον, οι υψηλοί οριακοί φορολογικοί συντελεστές μπορεί να εμποδίσουν εγχώριες επενδύσεις καθώς και να οδηγήσουν σε φοροαποφυγή. Στη χώρα μας ο φορολογικός συντελεστής δεν είναι ιδιαίτερα υψηλός και συγκεκριμένα ανέρχεται στο 22% έναντι 23,9% που είναι ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ.
Ωστόσο, και όπως προκύπτει από την έκθεση, οι εταιρείες στην Ελλάδα αντιμετωπίζουν αυστηρούς περιορισμούς ως προς τα ποσά των καθαρών ζημιών χρήσης με τα οποία μπορούν να αντισταθμίσουν μελλοντικά κέρδη. Επίσης, δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ζημιές για να μειώσουν προηγούμενο φορολογητέο εισόδημα. Αντίθετα η Ελλάδα έχει από τους χαμηλότερους συντελεστές φορολόγησης των μερισμάτων που ανέρχεται στο 5%.
Η Ελλάδα έχει έναν από τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στον ΟΟΣΑ (24%) με μία από τις πιο περιορισμένες φορολογικές βάσεις, καθώς καλύπτει μόλις το 37% της τελικής κατανάλωσης. Δηλαδή, ο βασικός συντελεστής ΦΠΑ 24% επιβάλλεται μόνο στο 37% της τελικής κατανάλωσης. Όπως αναφέρουν οι μελετητές, ένας τρόπος μέτρησης της φορολογικής βάσης του ΦΠΑ μιας χώρας είναι ο λόγος εσόδων από τον ΦΠΑ. Αυτός ο λόγος εκφράζει τη διαφορά ανάμεσα στα όντως εισπραχθέντα έσοδα από ΦΠΑ και τα έσοδα από ΦΠΑ που θα μπορούσαν να εισπραχθούν αν ο γενικός συντελεστής εφαρμοζόταν σε όλη την τελική κατανάλωση. Η διαφορά ανάμεσα στα πραγματικά και τα δυνητικά έσοδα από τον ΦΠΑ οφείλεται:
1) σε επιλογές πολιτικής για την απαλλαγή συγκεκριμένων αγαθών και υπηρεσιών από τον ΦΠΑ ή για τη φορολόγησή τους με μειωμένους συντελεστές και
2) σε έλλειμμα συμμόρφωσης προς τον ΦΠΑ.
Για παράδειγμα, αν η τελική κατανάλωση μίας χώρας είναι 100 ευρώ και η χώρα επιβάλλει ΦΠΑ 10% σε όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες, τότε η καθαρή βάση θα απέφερε έσοδα 10 ευρώ . Είσπραξη κάτω από 10 ευρώ αντανακλά είτε έναν μεγάλο αριθμό εξαιρέσεων και την ύπαρξη μειωμένων συντελεστών, είτε χαμηλά επίπεδα συμμόρφωσης (ή και τα δύο). Σύμφωνα με την έκθεση η Νέα Ζηλανδία έχει την ευρύτερη φορολογική βάση, καλύπτοντας περίπου το 100% της συνολικής κατανάλωσης. Το Λουξεμβούργο και η Κορέα ακολουθούν με λόγους 0,91 και 0,79 αντιστοίχως. Το Μεξικό (0,33), οι Ηνωμένες Πολιτείες (0,35), και η Ελλάδα (0,37) έχουν τις χειρότερες επιδόσεις. Ο μέσος λόγος φορολογικής βάσης στον ΟΟΣΑ είναι 0,58.
Την 27η θέση καταλαμβάνει η χώρας στους φόρους στην ιδιοκτησία μεταξύ των 38 χωρών του ΟΟΣΑ. Οι μελετητές σημειώνουν ότι πολλά είδη φόρων ιδιοκτησίας είναι έντονα στρεβλωτικά και προσθέτουν σημαντική πολυπλοκότητα για τους φορολογούμενους.
Οι φόροι περιουσίας θανόντος και κληρονομιάς δημιουργούν αντικίνητρα εναντίον της επιπλέον εργασίας και της αποταμίευσης, ζημιώνοντας έτσι την παραγωγικότητα. Οι φόροι επί των χρηματοοικονομικών συναλλαγών αυξάνουν το κόστος του κεφαλαίου, περιορίζοντας τη ροή του επενδυτικού κεφαλαίου προς τις πιο αποδοτικές χρήσεις του.
Η φορολόγηση του πλούτου περιορίζει το διαθέσιμο κεφάλαιο στην οικονομία, ζημιώνοντας έτσι τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη και την καινοτομία. Μια υγιής φορολογική πολιτική ελαχιστοποιεί τις οικονομικές στρεβλώσεις. Με την εξαίρεση των φόρων επί της γης, οι περισσότεροι φόροι ιδιοκτησίας (για παράδειγμα των κτιρ\ίων) αυξάνουν τις οικονομικές στρεβλώσεις και επιφέρουν μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στην εκάστοτε οικονομία και την παραγωγικότητά της.
Σημειώνεται ότι για ενδέκατη συνεχόμενη χρονιά, η Εσθονία αναδείχθηκε ως η χώρα με τον πλέον ανταγωνιστικό φορολογικό κώδικα, ενώ την τελευταία θέση (38η) κατέλαβε η Κολομβία. Η Ελλάδα κατατάσσεται φέτος μεταξύ του Βελγίου (26η) και της Δανίας (28η θέση).
Ο Εκτελεστικός Διευθυντής του ΚΕΦΙΜ, Νίκος Ρώμπαπας δήλωσε σχετικά: "Η σταθερά κακή θέση της Ελλάδας στον Δείκτη Διεθνούς Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά ακόμη και χωρίς την αναγκαία οριζόντια ελάφρυνση της φορολογικής επιβάρυνσης που υφίστανται σήμερα οι πολίτες και οι επιχειρήσεις στη χώρα μας. Όπως καταδεικνύει και η φετινή μελέτη του Δείκτη, παρεμβάσεις όπως η αλλαγή του καθεστώτος των αποσβέσεων και η μετακίνηση προς τα πάνω του ορίου από το οποίο ξεκινά το ανώτατο κλιμάκιο φορολόγησης του ατομικού εισοδήματος πρέπει να αποτελέσουν άμεσες προτεραιότητές της κυβερνητικής πολιτικής".
Από την πλευρά του ο Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του Tax Foundation, Daniel Bunn επεσήμανε: "Καθώς σε πολλές χώρες θα διεξαχθούν εκλογές φέτος, θα σημειωθούν σημαντικές αλλαγές στη φορολογική πολιτική σε παγκόσμιο επίπεδο. Το φορολογικό τοπίο συνεχίζει να εξελίσσεται και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στην βελτίωση της κατάταξης των χωρών τους, εάν επιθυμούν να προσελκύσουν επενδύσεις και να μεγιστοποιήσουν τις ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη".
Δείτε ολόκληρη την έκθεση στη δεξιά στήλη "Σχετικά Αρχεία"