Συνεχης ενημερωση

    Κυριακή, 27-Φεβ-2022 08:16

    Τι σημαίνει για τις αγορές ο πόλεμος στην Ουκρανία

    Χρηματιστήριο - αγορές 18.02.2022
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Της Ελευθερίας Κούρταλη

    Οι αρχικές σεισμικές δονήσεις που βίωσαν οι διεθνείς αγορές στον απόηχο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, με τις μετοχές να δέχονται ισχυρές πιέσεις, τα ομόλογα να κερδίζουν έδαφος, το πετρέλαιο να εκτινάσσεται και τις τιμές της ενέργειας γενικότερα να καταγράφουν ράλι, ήταν ένα παροδικό φαινόμενο σύμφωνα με τους αναλυτές. Αυτή η "knee-jerk" αντίδραση ήταν αναμενόμενη, όπως είχαν προβλέψει σε περίπτωση κορύφωσης των εντάσεων και ξεσπάσματος πολέμου, ωστόσο, όπως δείχνει και η ιστορία, αλλά και η συνέχεια που είδαμε στα χρηματιστηριακά ταμπλό, ο "πόνος" στις μετοχές θα είναι βραχυπρόθεσμος, οπότε δημιουργεί επενδυτική ευκαιρία. 

    Η μεταβλητότητα σίγουρα θα είναι παρούσα, καθώς οι επενδυτές θα προσπαθούν να αξιολογήσουν τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο των κυρώσεων της Δύσης, όμως οι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι, με μπαράζ αναλύσεων, εκφράζουν την πεποίθησή τους ότι οι μετοχές θα ανακάμψουν και συστήνουν αγορά στη διόρθωση, καθώς όπως έχουν δείξει και οι γεωπολιτικές κρίσεις του παρελθόντος, οι αγορές ξεπερνούν γρήγορα το αρχικό σοκ. Όπως επισημαίνουν, εάν η τρέχουσα κατάσταση στην Ουκρανία θα έχει αντίκτυπο διαρκείας σε οικονομία και αγορές, θα είναι μέσω των τιμών της ενέργειας. 

    ‘Όπως σημείωσαν την τελευταία εβδομάδα τόσο η Goldman Sachs όσο και η Deutsche Bank, μετά τους αρχικούς κλυδωνισμούς, γρήγορα θα επέλθει η ανάκαμψη. Στο χειρότερο σενάριο, και σύμφωνα με την ιστορία, η Goldman πρόβλεψε πως η πτώση για τις ευρωπαϊκές και ιαπωνικές μετοχές θα κινηθεί στο 9%, στον τεχνολογικό Nasdaq στο 10% και στον S&P 500 στο 6,2%, ενώ και το ευρώ θα υποχωρήσει κατά 2% έναντι του δολαρίου. Οι προβλέψεις της Goldman είναι κοντά σε αυτές της Deutsche Bank, η οποία σημείωσε πως τα τυπικά γεωπολιτικά sell-offs στον δείκτη S&P 500 είναι περίπου 6% έως 8% κατά μέσο όρο, ενώ χρειάζονται περίπου τρεις εβδομάδες για να φτάσουν οι μετοχές σε αυτά τα επίπεδα και άλλες τρεις για να ανακάμψουν στα προ γεωπολιτικής κρίσης επίπεδα.

    Citi: Αγοράστε τη βουτιά

    Τα τελευταία γεγονότα στην Ανατολική Ευρώπη έχουν ασκήσει περαιτέρω πίεση στις παγκόσμιες αγορές μετοχών, ωστόσο, το μοντέλο αξιολόγησης της Citi, η Bear Market Checklist, υποδηλώνει ότι αυτή δεν είναι η αρχή της επόμενης μεγάλης παγκόσμιας bear market και πως διατηρείται η σύσταση για αγορές στη βουτιά των μετοχών (buy the dip).

    Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει προκαλέσει risk-off κινήσεις στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, ωστόσο η ιστορία δείχνει ότι οι αγορές μετοχών θα ανακάμψουν, όπως επισημαίνει η Citigroup. Οι παγκόσμιες αγορές μετοχών ήταν γενικά αδύναμες πριν από προηγούμενες συγκρούσεις (Κόλπος 1990, Ιράκ 2003, Κριμαία 2014), αλλά ανέκαμψαν στη συνέχεια. Ενώ το ευρύτερο οικονομικό και χρηματοοικονομικό πλαίσιο είναι πάντα διαφορετικό, γενικά η στρατηγική της αγοράς στη βουτιά ήταν απόλυτα κερδοφόρα στο παρελθόν. Η ιστορία μοιάζει παρόμοια για τις ευρωπαϊκές μετοχές αλλά είναι αντίθετη για τις τιμές του πετρελαίου. Ιστορικά οι τιμές του πετρελαίου τείνουν να αυξάνονται πριν και σταθεροποιούνται με πτωτική τάση στη συνέχεια, κατά τις προηγούμενες γεωπολιτικές κρίσεις. Έτσι, σύμφωνα με αυτό, οι αναλυτές εμπορευμάτων της Citi πιστεύουν ότι οι τιμές του πετρελαίου θα μειωθούν αργότερα φέτος.

    Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνει η αμερικάνικη τράπεζα, οι μετοχές που έχουν έκθεση στη Ρωσία παραμένουν ευάλωτες. Πάντως, πολλές εταιρείες στις ανεπτυγμένες αγορές έχουν μειώσει την έκθεσή τους στη Ρωσία τα τελευταία χρόνια. 

    Οι τιμές της ενέργειας, σύμφωνα με τη Citi, θα είναι βασικοί μηχανισμοί μετάδοσης της σύγκρουσης στις αγορές και οι σχετικές κυρώσεις θα επηρεάσουν ευρύτερες οικονομίες και χρηματοπιστωτικές αγορές. Οι ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί περισσότερο από 90% από τις αρχές του έτους, ενώ η τιμή του πετρελαίου έχει αυξηθεί γύρω στο 30%. Αυτό θα διατηρήσει την ανοδική πίεση στον πληθωρισμό. 

    Σύμφωνα με την αμερικάνικη τράπεζα, ένας κλάδος που θα βγει νικητής από τη βουτιά είναι οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Η έκθεση των τραπεζών στην Ανατολική Ευρώπη έχει μειωθεί, οι αποτιμήσεις παραμένουν φθηνές και τα υψηλότερα επιτόκια θα συμβάλλουν τελικά στη βελτίωση της κερδοφορίας. "Πιστεύουμε ότι ο κλάδος είναι πιθανό να οδηγήσει την ανάκαμψη στις ευρωπαϊκές μετοχές αργότερα μέσα στο έτος", όπως επισημαίνει.

    Capital Economics: Σημαντικό ρόλο θα παίξει η "απάντηση" των κεντρικών τραπεζών

    Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία οδήγησε τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές σε αδιέξοδο, όπως σημειώνει η Capital Economics. Ενώ ο πόλεμος βρίσκεται ακόμα στα αρχικά του στάδια, υπάρχουν μερικές παρατηρήσεις που αξίζει να γίνουν σχετικά με τον αντίκτυπο στις αγορές μέχρι στιγμής και τι μπορεί να περιμένουμε τις επόμενες εβδομάδες, όπως αναφέρει.

    Πρώτον, το μοτίβο στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, μετά το ξέσπασμα του πολέμου, ήταν σε γενικές γραμμές παρόμοιο με άλλα σημαντικά sell-offs των τελευταίων ετών. Αν και ορισμένες από αυτές τις κινήσεις ηρέμησαν με το αρχικό σοκ, οι βασικοί δείκτες υποχώρησαν απότομα, οι αποδόσεις των ασφαλών κρατικών ομολόγων μειώθηκαν και τα νομίσματα ασφαλούς καταφυγίου όπως το δολάριο, το γιεν και το φράγκο, ενισχύθηκαν. Αυτές οι κινήσεις, ελλείψει οποιασδήποτε βελτίωσης της κατάστασης, μπορεί να χρειαστεί να συνεχιστούν περαιτέρω.

    Δεύτερον, υπάρχουν λίγοι προφανείς ιστορικοί παραλληλισμοί με αυτήν την κατάσταση, γεγονός που καθιστά δύσκολο να κρίνουμε πόσο μακριά μπορεί να φτάσουν αυτές οι κινήσεις, επισημαίνει η Capital Economics. Η καλύτερη σύγκριση μπορεί να είναι ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου. Τότε, οι μεγάλοι χρηματιστηριακοί δείκτες υποχώρησαν 20%-25% μετά την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990. Αλλά σταθεροποιήθηκαν καθώς η Fed μείωσε τα επιτόκια και ανέκαμψαν όταν η αμερικανική παρέμβαση τερμάτισε γρήγορα τον πόλεμο. Αν και αυτή είναι σαφώς μια πολύ ατελής σύγκριση, υποδηλώνει ότι μια περαιτέρω πτώση 10%-20% είναι αρκετά εύλογη.

    Τρίτον, σε αντίθεση με τα περισσότερα μεγάλα sell-offs τα τελευταία χρόνια, πολλές τιμές εμπορευμάτων έχουν αυξηθεί λόγω της πιθανότητας σοβαρής διακοπής της προσφοράς. Ως αποτέλεσμα, τα περιουσιακά στοιχεία και τα νομίσματα που συνδέονται με την παραγωγή και τις εξαγωγές εμπορευμάτων έχουν "κρατηθεί" καλύτερα σε σχέση με άλλα risk assets από ό,τι θα αναμενόταν γενικά σε ένα περιβάλλον risk-off, όπως παρατηρεί η Capital Economics. Μια άλλη επίδραση της αύξησης των τιμών των εμπορευμάτων είναι ότι η αντιστάθμιση του πληθωρισμού έχει αυξηθεί, ειδικά στο βραχυπρόθεσμο διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι ενώ οι αποδόσεις των προστατευόμενων από τον πληθωρισμό κρατικών ομολόγων έχουν μειωθεί απότομα, οι αποδόσεις των ονομαστικών ομολόγων έχουν μειωθεί ελάχιστα. Με άλλα λόγια, τα ονομαστικά ομόλογα είναι λιγότερο αποτελεσματικά στην αντιστάθμιση πτώσεων στα risk assets.

    Τέλος, εκτός από το πόσο μεγάλες θα είναι οι οικονομικές επιπτώσεις από τον πόλεμο και τις κυρώσεις της Δύσης στη Ρωσία, ένας βασικός παράγοντας για το πώς θα κινηθούν τα risk assets τις επόμενες εβδομάδες θα είναι το πόσο σημαντική θα είναι η απάντηση των κεντρικών τραπεζών. Η ικανότητά τους να μετριάσουν το πλήγμα στις οικονομίες και τις αγορές μπορεί να είναι περιορισμένη επειδή ο πληθωρισμός είναι ήδη πολύ πάνω από τον στόχο (και θα αυξηθεί περαιτέρω εάν οι τιμές των εμπορευμάτων συνεχίσουν να αυξάνονται). Όμως, δεδομένου του σοκ των νέων γεγονότων, η πιθανότητα να σταματήσουν ή τουλάχιστον να επιβραδύνουν την αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής, έχει πιθανώς αυξηθεί.

    UBS: Χρειάζεται ψυχραιμία – Η "ασφαλής" επενδυτική στρατηγική

    Η αυξημένη αστάθεια, που παρατηρήθηκε κατά την κλιμάκωση της σύγκρουσης Ρωσίας-Ουκρανίας, δείχνει ότι οι αγορές δεν είχαν αποτιμήσει πλήρως την πιθανότητα βαθύτερης σύγκρουσης, σημειώνει η UBS και τονίζει πως αναμένει συνεχή αστάθεια στο εγγύς μέλλον καθώς οι ηγέτες αξιολογούν και ανακοινώνουν την απάντησή τους σε αυτή την κλιμάκωση. Οι τιμές της ενέργειας θα μπορούσαν να ανέβουν υψηλότερα και οι οικονομίες που εξαρτώνται από το πετρέλαιο θα μπορούσαν να δουν την οικονομική δραστηριότητα να δέχεται πλήγμα σε τομείς εκτός ενέργειας. Αν και είναι αδύνατο να κριθεί το ακριβές μέγεθος των γεωπολιτικών επιπτώσεων στις αγορές, τέτοια γεγονότα γενικά δεν εμπόδισαν τις μετοχές να κινηθούν υψηλότερα σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και οι διορθώσεις που οφείλονται σε γεωπολιτικά γεγονότα είναι συνήθως βραχύβιες για καλά διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια, επισημαίνει η ελβετική τράπεζα. Ιστορικά, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τους επενδυτές από γεωπολιτικές κρίσεις προέρχεται από την υπερβολική αντίδραση. "Πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό για τους επενδυτές να διατηρήσουν μια ήρεμη στάση και μια ευρεία προοπτική και να δημιουργήσουν ένα χαρτοφυλάκιο αρκετά ισχυρό για να αντιμετωπίσουν την κρίση της Ουκρανίας και τα αυξανόμενα επιτόκια των ΗΠΑ".

    Κατά την ελβετική τράπεζα, είναι σημαντικό οι επενδυτές να διατηρήσουν διαφοροποιημένο το χαρτοφυλάκιό τους. Με τη διαφοροποίηση μεταξύ περιοχών, κλάδων και κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων, οι επενδυτές μπορούν να μειώσουν την έκθεσή τους σε κινδύνους που σχετίζονται με την κρίση στην Ουκρανία ή σε άλλους πιθανούς αναδυόμενους πολιτικούς κινδύνους σε όλο τον κόσμο. Η διαφοροποίηση προσφέρει προστασία σε μία bear market: στις bear markets από το 1945, ο S&P 500 υποχώρησε κατά μέσο όρο 34,5% ενώ ένα καλά διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο έχασε κατά μέσο όρο 20% και κατέγραψε νέο ιστορικό υψηλό, κατά μέσο όρο, μέσα σε 30 μήνες.

    Επίσης, τα εμπορεύματα αποτελούν ένα καλό εργαλείο αντιστάθμισης έναντι των γεωπολιτικών κινδύνων. Η Ρωσία αντιπροσωπεύει περίπου το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το 30% των εισαγωγών πετρελαίου της, και είναι επίσης ο μεγαλύτερος προμηθευτής σιταριού στον κόσμο. Η Ουκρανία είναι εξαγωγέας καλαμποκιού, σιταριού και ελαιούχων σπόρων. Εν μέσω του κινδύνου διακοπής της προσφοράς, τα εμπορεύματα μπορούν να αποτελέσουν αποτελεσματικό "γεωπολιτικό hedge" για τα χαρτοφυλάκια, καθώς και να προσφέρουν μια ελκυστική πηγή αποδόσεων σε ένα περιβάλλον επιταχυνόμενης ανάπτυξης, επίμονου πληθωρισμού και υψηλότερων επιτοκίων. 

    Σε ένα πλαίσιο αυξημένων κινδύνων στο γεωπολιτικό μέτωπο, τον πληθωρισμό και τα επιτόκια, είναι σημαντικό οι επενδυτές να λάβουν υπόψη τους ότι η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη επιταχύνεται καθώς αίρονται οι περιορισμοί που σχετίζονται με την πανδημία. Η UBS εκτιμά ότι αυτό θα συνεχίσει να ευνοεί τις μετοχές αξίας και τους κυκλικούς κλάδους, συμπεριλαμβανομένων της ενέργειας, των χρηματοοικονομικών, καθώς και την αγορά Ευρωζώνης. Παράλληλα, σοφό θα ήταν, καθώς η αβεβαιότητα αναμένεται να παραμείνει αυξημένη, οι επενδυτές που θέλουν να μειώσουν τη μεταβλητότητα στα χαρτοφυλάκια, να εξετάσουν το ενδεχόμενο να εξισορροπήσουν ορισμένη από την έκθεσή τους σε κυκλικές μετοχές ή αγορές με αμυντικούς κλάδους και στρατηγικές. Ο παγκόσμιος κλάδος υγειονομικής περίθαλψης εξακολουθεί να είναι ο προτιμώμενος αμυντικός κλάδος για την UBS, ενώ και το κυνήγι των μερισμάτων, μεταξύ άλλων, αποτελεί ελκυστικό μέσο για τη βελτίωση των προφίλ κινδύνου-απόδοσης των χαρτοφυλακίων.

    J.P. Morgan

    Η γεωπολιτική κλιμάκωση τις τελευταίες ημέρες αύξησε ουσιαστικά τον κίνδυνο περαιτέρω επιδείνωσης της ενεργειακής κρίσης που εξελίχθηκε τα τελευταία δύο χρόνια, όπως σημειώνει η J.P. Morgan. Παρά το ισχυρό sell-off της προηγουμένης εβδομάδας, εκτιμά πως οι αγορές θα ξεπεράσουν τις πιέσεις και σύντομα θα επιστρέψουν στην οδό της ανόδου για αυτό και δεν αλλάζει τη θετική της στάση. Πάντως, όπως αναφέρει, οι πιθανές διαταραχές του εμπορίου πετρελαίου, φυσικού αερίου, σιτηρών και μετάλλων αποτελούν πλέον σημαντικό κίνδυνο για τις επενδύσεις και την πραγματική οικονομία. Οι διαχειριστές χαρτοφυλακίου θα πρέπει να αντισταθμίσουν αυτόν τον κίνδυνο αυξάνοντας τις κατανομές σε εμπορεύματα, ενέργεια και υλικά. Αυτές οι κατανομές θα χρησίμευαν ως αντιστάθμιση του πληθωρισμού, των γεωπολιτικών κινδύνων και του re-opening της οικονομίας σε αυτό που η J.P. Morgan βλέπει ως έναν συνεχή κύκλο οικονομικής επέκτασης. 

    Αν και τα αποθέματα εμπορευμάτων έχουν συρρικνωθεί απότομα, το μερίδιο της Κίνας είναι άφθονο. Τα χαμηλά επίπεδα εμπορεύσιμων αποθεμάτων έχουν αφήσει την οικονομία με λίγα "μαξιλάρια", τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μη γραμμικές αυξήσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων, ιδίως υπό το φως της περαιτέρω αύξησης των γεωπολιτικών εντάσεων. 

    Ενώ οι μετοχές έχουν δεχθεί ισχυρές πιέσεις λόγω των αυξανόμενων επιτοκίων, ιστορικά η αρχική αστάθεια γύρω από την άνοδο των επιτοκίων δεν διήρκεσε και οι μετοχές σημείωσαν νέα υψηλά όλων των εποχών 2-4 τρίμηνα μετά. Η έναρξη της αυστηροποίησης των πολιτικών είναι συνήθως μια επιβεβαίωση ότι ο κύκλος έχει συνέχεια, παρά δίνει το σήμα για το τέλος του. Καθώς η J.P. Morgan δεν βλέπει την καμπύλη αποδόσεων να αντιστρέφεται ή τις πραγματικές αποδόσεις να φτάνουν σε προβληματικά επίπεδα φέτος, είναι πρόωρο να μιλήσει κανείς για ανησυχίες για το τέλος του κύκλου. 

    Όπως καταλήγει η J.P. Morgan, οι επενδυτές συνεπώς θα πρέπει σαφέστατα να διατηρήσουν το hedging έναντι του γεωπολιτικού σοκ αλλά να παραμείνουν στρατηγικά τοποθετημένοι στις μετοχές, καθώς έρχονται υψηλότερες αποδόσεις και ανάκαμψη στα risk assets. Η ίδια δηλώνει πως παραμένει overweight στις μετοχές και underweight στα ομόλογα, καθώς δεν θεωρεί ότι ο γεωπολιτικός κίνδυνος θα απειλήσει τις προοπτικές ανάπτυξης του 2022, ενώ αναμένει περαιτέρω αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων καθώς οι τιμές των επιτοκίων σταδιακά κινούνται υψηλότερα.

    Goldman Sachs: Οι ευρωπαϊκές μετοχές θα επηρεαστούν το περισσότερο, αλλά αντέχουν

    Εξετάζοντας τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία για τις αγορές, η Goldman Sachs επισημαίνει πως η Ευρώπη αναμένεται να επηρεαστεί περισσότερο, ωστόσο η αγορά είναι ήδη σε σημαντικό discount σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο και συνεχίζει να βλέπει σημαντική αξία στις μετοχές της περιοχής. Όπως συμβαίνει και με τις διεθνείς αγορές, οι κύριες επιπτώσεις της εισβολής στην Ουκρανία για την Ευρώπη είναι μέσω της αύξησης του risk premium των μετοχών, μέσω του αντίκτυπου των υψηλότερων τιμών του φυσικού αερίου και της ενέργειας – δεδομένου ότι το 35% της προμήθειας αερίου της Ευρώπης καλύπτεται από τη Ρωσία, και μέσω των άμεσων εκθέσεων των εταιρειών αλλά και των οικονομιών στη Ρωσία και την Ουκρανία.

    Πιο αναλυτικά, σύμφωνα με την Goldman Sachs, οι εκτιμήσεις της ευρωπαϊκής αγοράς είναι συντηρητικές. Η σχετική απόδοση των κυκλικών μετοχών έναντι των αμυντικών μετοχών έχει ήδη περιοριστεί σημαντικά και πιστεύει ότι η αγορά αποτιμά την οικονομική ανάπτυξη σχετικά συντηρητικά. Οι πρόσφατοι δείκτες PMI έχουν αυξηθεί και ενώ αυτή η κρίση θα μπορούσε να τους οδηγήσει τους PMI ξανά προς τα κάτω, η πορεία των τιμών των κυκλικών μετοχών ήδη αποτιμά ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο PMI.

    Επιπλέον, τόσο οι αποτιμήσεις των μετοχών όσο και οι τοποθετήσεις των επενδυτών είναι πολύ μακριά από το να χαρακτηριστούν "τεντωμένες". 

    Οι αποτιμήσεις των ευρωπαϊκών μετοχών παραμένουν σε λογικά επίπεδα, όπως αναφέρει, και με το sell-off που προκάλεσε η ρωσική εισβολή ο δείκτης p/e υποχώρησε προς τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Το p/e του πανευρωπαϊκού δείκτη Euro Stoxx έχει υποχωρήσει το τελευταίο έτος από 18x σε κάτω του 14x. Αυτό οφείλεται στις αναβαθμίσεις της κερδοφορίας. Τα ευρωπαϊκά κέρδη ανά μετοχή (EPS) στα τέλη του 2022 είναι πιθανό να διαμορφωθούν 16% υψηλότερα από το επίπεδο προ πανδημίας. 

    Αναφορικά με τις τοποθετήσεις, οι επενδυτές αγοράζουν Ευρώπη τους τελευταίους μήνες, με ισχυρές θετικές εισροές, όπως συνέβη και για τις παγκόσμιες μετοχές. Αλλά οι θέσεις στην Ευρώπη απέχουν πολύ από το να είναι "τεντωμένες" καθώς, εξετάζοντας τις σωρευτικές ροές τα προηγούμενα πέντε έως έξι χρόνια, οι ροές προς την Ευρώπη ήταν μόνο ελαφρώς θετικές και είναι πολύ πίσω από τις σωρευτικές ροές σε άλλες αγορές.

    Ο αντίκτυπος των υψηλότερων τιμών της ενέργειας για τις αγορές, χρηματιστηριακά αντικατοπτρίζεται στον κλάδο της Ενέργειας, όπως αναφέρει η Goldman Sachs. Σε αυτό το πλαίσιο παραμένει overweight στις μετοχές της Ενέργειας στην Ευρώπη καθώς η σχετική αποτίμησή τους παραμένει σε μεγάλο discount έναντι του συνόλου της αγοράς παρά το πρόσφατο ράλι, και ο κλάδος προσφέρει από τις υψηλότερες αποδόσεις ελεύθερων ταμειακών ροών. Πάντως, όπως προσθέτει, οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας θα ωθήσουν σαφώς υψηλότερα τον πληθωρισμό και οποιαδήποτε διακοπή του εφοδιασμού ενέργειας, ιδίως φυσικού αερίου, θα έχει επίσης επιπτώσεις στην παραγωγή και το ΑΕΠ της Ευρώπης. 

    Τέλος, σε ό,τι αφορά τους δεσμούς της Δυτικής Ευρώπης με τη Ρωσία και την Ουκρανία, και τη σχετική έκθεση, αυτή είναι σχετικά μικρή, τονίζει η Goldman Sachs. H Ευρωζώνη εξάγει περίπου το 1% του ΑΕΠ στη Ρωσία και την Ουκρανία, πολύ λιγότερο από τις γειτονικές χώρες, με τη Γερμανία, ωστόσο, να είναι ελαφρώς πιο εκτεθειμένη από την Ιταλία ή τη Γαλλία. Η διασυνοριακή τραπεζική έκθεση στη Ρωσία είναι επίσης μικρή. Την μεγαλύτερη έκθεση την έχει η Αυστρία, με περίπου 1,4% του ΑΕΠ και ακολουθεί το Ηνωμένο Βασίλειο με περίπου 0,6%.

     

     

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ