Παρασκευή, 24-Μαϊ-2024 13:24
Τι κυοφορείται περί την κοινή ευρωπαϊκή αεράμυνα - Τι σημαίνει για την Ελλάδα

Του Κώστα Ράπτη
Η κοινή επιστολή την οποία απέστειλαν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Πολωνός ομόλογός του Ντόναλντ Τουσκ προς την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (η οποία και αντέδρασε θετικά με ανάρτησή της), προτείνοντας να συζητηθεί στην επόμενη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στα τέλη Ιουνίου η πρότασή τους για συγκρότηση κοινής ευρωπαϊκής αεράμυνας μπορεί να τοποθετηθεί σε πολλά διαφορετικά συμφραζόμενα.
Τα ευρύτερα συμφραζόμενα δίνει βέβαια η γεωπολιτική αστάθεια των καιρών και η αίσθηση ότι το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης κινδυνεύει να μείνει μετέωρο, αν δεν αποκτήσει την αμυντική διάσταση που υπαγορεύει η πρόκληση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
Τον προβληματισμό προς αυτή την κατεύθυνση ενισχύουν περαιτέρω αφενός οι εξελίξεις στο ουκρανικό μέτωπο που δεν φαντάζουν ενθαρρυντικές για το Κίεβο και αφετέρου η απορία για το σε ποιο βαθμό θα συνεχισθεί η αμερικανική δέσμευση στην ευρωπαϊκή ασφάλεια, ιδίως σε περίπτωση εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ.
Επιπλέον, σε ένα περιβάλλον επαπειλούμενης αποβιομηχάνισης της Ευρώπης, λόγω της εκτίναξης του ενεργειακού κόστους κ.ο.κ. η ανάληψη μεγάλων κοινών εξοπλιστικών πρωτοβουλιών μπορεί να αποτελέσει, όπως άλλωστε αναφέρουν και οι συντάκτες της επιστολής, μία ευπρόσδεκτη ένεση "πολεμικού κεϊνσιανισμού".
Η Πολωνία και η Ελλάδα μιλούν από τη θέση των δύο χωρών μελών της Ε.Ε. που δαπανούν το υψηλότερο ποσοστό του ΑΕΠ τους (μεταξύ 3% και 4%) στην άμυνα, χαμηλότερο μόνο από αυτό των ΗΠΑ στους κόλπους του ΝΑΤΟ. Και η μεν Πολωνία, τοποθετημένη στην πρώτη γραμμή ανάσχεσης της Ρωσίας, προχωρά, και με αμερικανικές ευλογίες, σε ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα επανεξοπλισμού, η δε Ελλάδα αντιμετωπίζει παγίως τις γνωστές ανάγκες θωράκισης του Αιγαίου.
Το στενότερα συμφραζόμενα έχουν να κάνουν πάντως με τις ευρωεκλογές: το γεγονός ότι οι Μητσοτάκης και Τουσκ αποτελούν τους δύο ισχυρότερους σε εθνικό επίπεδο πρωθυπουργούς που προέρχονται από το ΕΛΚ έχει τη σημασία του, όπως και το ότι "επικεφαλής υποψήφια" της ίδιας πολιτικής οικογένειας είναι ακριβώς η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν (στην οποία και απευθύνονται αρχικά αντί του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου). Το γεγονός ότι η ελληνοπολωνική πρόταση ζητείται να συζητηθεί στη σύνοδο του Ιουνίου, οπότε, μετά την ολοκλήρωση των ευρωεκλογών, θα ανοίξει όλη η διαπραγμάτευση για την κατανομή των κοινοτικών αξιωμάτων την επόμενη πενταετία, προσθέτει μια πρόσθετη παράμετρο στο αναμενόμενο "δούναι και λαβείν".
Η ανταπόκριση δεν είναι απαραίτητο να αποδειχθεί θετική – ιδίως από γερμανικής πλευράς. Η πρόταση Μητσοτάκη-Τουσκ ανοίγει ένα νέο πεδίο συμμερισμού δημοσιονομικών βαρών (όπως και η προηγηθείσα ιδέα που στήριξε ο Έλληνας πρωθυπουργός περί αμυντικού ευρωομολόγου), το οποίο είθισται να προκαλεί αλλεργία στο Βερολίνο. Όμως, από την άλλη, η γεωπολιτική πίεση δεν διευκολύνει την γερμανική "μάχη οπισθοφυλακής”. Πόσω μάλλον όταν την ίδια στιγμή ο συμμαχικός παράγοντας πιέζει για την αποστολή περισσότερων οπλικών συστημάτων, ιδίως αεράμυνας, προς την Ουκρανία από κράτη όπως η Ελλάδα, που χωρίς μια ευρωπαϊκή εκδοχή αναπλήρωσης των αμυντικών αναγκών κινδυνεύουν να μείνουν αφοπλισμένα απέναντι στην υπαρκτή εξ ανατολών απειλή.
Για τη χώρα μας θα ήταν πηγή μεγάλης ανακούφισης το να τεθεί η αεράμυνά της, τόσο από την επιχειρησιακή άποψη όσο και από αυτήν των δαπανών, υπό μία ευρύτερη ομπρέλα ευρωπαϊκού χαρακτήρα. Όμως τα ερωτήματα που απομένουν είναι πολλά.
Η άμυνα παραμένει πάντοτε αντικείμενο εθνικής πολιτικής σε τελευταία ανάλυση. Η δε ασφάλεια της Ευρώπης είναι κατεξοχήν αρμοδιότητα του ΝΑΤΟ. Στον βαθμό που οι Μητσοτάκης και Τουσκ δεν αναφέρονται απλώς σε ένα κοινό εξοπλιστικό πρόγραμμα αλλά σε μία αντιπυραλική-αντιαεροπορική ασπίδα επιχειρησιακά λειτουργική έχει σημασία να διευκρινιστεί αν την αντιλαμβάνονται ως ανεξάρτητη από το ΝΑΤΟ ή όχι. Στην δεύτερη και πιθανότερη περίπτωση παραμονεύει πάντα το βέτο της Τουρκίας το οποίο αυτομάτως σχετικοποιεί τα όποια οφέλη για τη χώρα μας. Επιπλέον, σημείο μεγάλων τριβών προορίζεται να αποτελέσει η προέλευση των συστημάτων που προβλέπεται να αναπτυχθούν: γίνονται αντιληπτά ως ευρωπαϊκές συμπαραγωγές (με ποιον άραγε ως πρωταγωνιστή), ως ευρω-αμερικανική σύμπραξη ή τι; Το παράδειγμα του ισραηλινού Iron Dome το οποίο έχει αναφέρει ο πρωθυπουργός πολλαπλασιάζει τα ερωτήματα – ακόμη και τα επιχειρησιακά.