Συνεχης ενημερωση

    Παρασκευή, 07-Μαρ-2025 23:06

    DBRS: Αναβάθμισε σε BBB την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, με σταθερό το outlook - "Αγκάθι" το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών

    DBRS: Αναβάθμισε σε BBB την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, με σταθερό το outlook - "Αγκάθι" το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 8/3/2025 00.13

    Στη βαθμίδα ΒΒΒ αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας ο καναδικός οίκος DBRS Morningstar, ένα "σκαλοπάτι" ψηλότερα εντός της επενδυτικής βαθμίδας, με τις προοπτικές της οικονομίας "σταθερές"

    Η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει την άποψη της Morningstar DBRS ότι οι κληροδοτημένοι κίνδυνοι στο τραπεζικό σύστημα έχουν υποχωρήσει μαζί με τη συνέχιση της υπεραπόδοσης στους δημοσιονομικούς στόχους. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει τα θεμελιώδη μεγέθη τους, είναι πιο ανθεκτικές και είναι σε καλή θέση να παρέχουν πιστώσεις στην οικονομία, ακόμη και μετά το τέλος της ΕΕ Επόμενης Γενιάς (NGEU).

    Αυτό αντανακλά χαμηλότερους κληροδοτημένους κινδύνους, με σημαντική πτώση του δείκτη ακαθάριστων μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs), πλέον κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι οι αναβαλλόμενες εκπτώσεις φόρου (DTC) θα μειωθούν ταχύτερα απ’ ό,τι αρχικά αναμενόταν. Επιπλέον, με την υποστήριξη της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και του ισχυρού επενδυτικού ενδιαφέροντος, το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) μείωσε τα μερίδιά του σε συστημικές τράπεζες, χαλαρώνοντας τη σχέση μεταξύ του κράτους και του τραπεζικού τομέα. 

    Η Morningstar DBRS σημειώνει επίσης ότι ο λόγος δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ έχει πιθανότατα μειωθεί κατά σχεδόν 10 ποσοστιαίες μονάδες από το 2023 σε περίπου 154% στο τέλος του 2024. Τα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να υπεραποδίδουν σε σχέση με τους δημοσιονομικούς στόχους με αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία αναμένεται να παραμείνουν αυξημένα στο μέλλον.

    Αυτό πιθανότατα θα διευκολύνει μια περαιτέρω σημαντική μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, ο οποίος προβλέπεται από την κυβέρνηση να πέσει κάτω από το 140% έως το 2027. Η δράση αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας υποστηρίζεται από βελτιώσεις στα δομικά στοιχεία "Νομισματική Πολιτική και Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα" και "Δημοσιονομική Διαχείριση και Πολιτική".

    Η σταθερή τάση αντανακλά την άποψη της Morningstar DBRS ότι οι κίνδυνοι για τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας είναι ισορροπημένοι. Οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας φαίνεται να ενισχύονται σημαντικά από τη διακυβέρνηση, τις επενδύσεις, τις εξαγωγές και τις μεταρρυθμίσεις. Η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένει σε καλό δρόμο ώστε να συνεχίσει τα επόμενα δύο χρόνια.

    Το ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 2,2% το 2024 ενώ θα αυξηθεί κατά 2,3% το 2025, σύμφωνα με το ελληνικό υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή πολιτική δέσμευση για διατήρηση μιας συνετής δημοσιονομικής στρατηγικής, που αντανακλάται στη ταχεία βελτίωση του πρωτογενούς πλεονάσματος παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς που αντιμετώπισε η οικονομία από το 2020. Ωστόσο, οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας περιορίζονται από τον ακόμη υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους, το μικρό μέγεθος της οικονομίας και το επίμονο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

    Η DBRS θα μπορούσε να αναβαθμίσει περαιτέρω τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εάν υπάρξει:

    (1) περαιτέρω σημαντική μείωση του δείκτη δημόσιου χρέους που υποστηρίζεται από διατηρούμενα πρωτογενή πλεονάσματα·

    (2) συνέχιση της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις και επομένως τη βελτίωση των μακροπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης.

    Η DBRS θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας εάν υπάρξει:

    (1) παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας ή υλοποίηση ενδεχόμενων υποχρεώσεων που θέτει τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε διαρκή ανοδική τάση

    (2) ανατροπή στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις

    (3) σημαντική επιδείνωση στο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.

    Τράπεζες

    Ο καναδικός οίκος αναφέρει ότι έχουν καταβληθεί σημαντικές προσπάθειες για την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα της Ελλάδας, ο οποίος, χάρη στη βελτίωση της πιστωτικής ποιότητας και των κεφαλαίων, είναι πλέον πιο ανθεκτικόςσε σχέση με το παρελθόν. Οι πρόσφατοι κλυδωνισμοί, συμπεριλαμβανομένης της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού κόστους των επιτοκίων, δεν εμπόδισαν τον συνολικό ακαθάριστο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων να συνεχίσει να μειώνεται. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), διαμορφώθηκε στο 3,3% το γ΄ τρίμηνο του 2024, παρουσιάζοντας μείωση μεγαλύτερη από 40 ποσοστιαίες μονάδες από το υψηλό του στο γ΄ τρίμηνο 2016. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στις πωλήσεις και τιτλοποιήσεις δανείων στο πλαίσιο του προγράμματος "Ηρακλής". Η συγχώνευση της Attica Bank και της Παγκρήτιας Τράπεζας αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, που κυμαίνεται γύρω στο 2,0%. Επιπλέον, οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, έχουν μεγαλύτερη ρευστότητα και έχουν αυξήσει την κερδοφορία τους. Στο μέλλον, η Morningstar DBRS αναμένει ότι η διαφοροποίηση των εσόδων των ελληνικών τραπεζών θα βελτιωθεί.

    Παράλληλα, η μικρότερη σύνδεση μεταξύ κράτους και τραπεζών σε συνδυασμό με την ταχύτερη μείωση των DTC και τους περιορισμένους κινδύνους χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, βελτιώνουν το τραπεζικό σύστημα.

    Το μεγάλο ενδιαφέρον από ξένους ιδιώτες επενδυτές, χάρη στη βελτίωση της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, επέτρεψε στο ΤΧΣ να εκχωρήσει σχεδόν όλο το χαρτοφυλάκιό του από συστημικές τράπεζες.

    Επιπλέον, οι DTC θα μειωθούν στο μηδέν έως το 2034 αντί του αρχικά προγραμματισμένου 2041. 

    Οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί ουσιαστικά τα τελευταία χρόνια, αντιστρέφοντας την πτωτική τάση της δεκαετίας, αλλά το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης και τα επιτόκια έχουν επιδεινώσει την προστιτότητα στις τιμές στέγασης.

    Δεν υπάρχουν ενδείξεις υπερβολικού δανεισμού ή μόχλευσης και η Morningstar DBRS θεωρεί τους κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα ως διαχειρίσιμους αυτή τη στιγμή.

    Τα νέα μέτρα, συμπεριλαμβανομένου ενός ανώτατου ορίου στην αναλογία δανείου προς αξία, με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025, θα συμβάλουν στη διατήρηση υγιών προτύπων δανεισμού".

    Η DBRS επισημαίνει ότι η αποτελεσματική διαχείριση και κατανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας από τις τράπεζες μαζί με τη σημαντική μείωση των NPLs, τοποθετούν σε καλή θέση τις τράπεζες για να παρέχουν περαιτέρω πιστώσεις σε ελληνικές επιχειρήσεις, υποστηρίζοντας έτσι την οικονομική ανάπτυξη.

    Από το Ταμείο Ανάκαμψης, η Ελλάδα θα λάβει δάνεια ύψους 17,7 δισ. ευρώ. Μέχρι στιγμής έχουν εισπραχθεί 9,6 δισ. ευρώ από την ΕΕ, αλλά μόνο 3,2 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευθεί σε επιχειρήσεις.

    Οι εκταμιεύσεις των δανείων της ΕΕ επιταχύνονται, αλλά θα μπορούσαν να δοθούν ακόμη και μετά τη λήξη του ΕΣΠΑ το 2026. Η επίλυση των ιδιωτικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) που μεταφέρθηκαν από τους ισολογισμούς των τραπεζών στην πραγματική οικονομία και τώρα διαχειρίζονται από τις εταιρείες εξυπηρέτησης πιστώσεων (ΕΠΕΥ) παραμένει ένα τρωτό σημείο. Ωστόσο, η DBRS αναμένει σταδιακή μείωση αυτών των NPEs με την πάροδο του χρόνου.

    Παραμένει η δέσμευση για δημοσιονομική σύνεση

    Μετά την πανδημία του COVD-19 και την ενεργειακή κρίση, οι δημοσιονομικοί λογαριασμοί της Ελλάδας έχουν βελτιωθεί σημαντικά, σημειώνει ο καναδικός οίκος. Μετά την κορύφωση στο 9,8% του ΑΕΠ το 2020, το έλλειμμα μειώθηκε στο 1,6% το 2023. Οι πιο πρόσφατες προβλέψεις από την κυβέρνηση αναφέρουν πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα με πλεόνασμα 2,4% του ΑΕΠ, ελαφρώς υψηλότερο από 2,1% το 2023, κυρίως λόγω των υψηλότερων και χαμηλότερων από τους πρωτογενείς φόρους εσόδων. Ωστόσο, θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο από το αναμενόμενο, με αποτέλεσμα ένα δημοσιονομικό ισοζύγιο με μικρό πλεόνασμα το 2024. Λόγω της υγιούς οικονομικής ανάπτυξης και των ισχυρότερων δημοσιονομικών εσόδων, αναφέρει η DBRS, τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι πιθανό να παραμείνουν υψηλά. Η κυβέρνηση δεσμεύεται στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Σχέδιο (ΜΔΠ) για μια πορεία καθαρής αύξησης των δαπανών σύμφωνα με τις συστάσεις της ΕΕ για διατήρηση του δημοσιονομικού ισοζυγίου κάτω από το όριο του 3% του ΑΕΠ, αντικατοπτρίζοντας την ισχυρή δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης σε μια συντηρητική δημοσιονομική στρατηγική.

    Στον κρατικό προϋπολογισμό της για το 2025, η Ελλάδα προβλέπει σημαντικές αυξήσεις στις αμυντικές της δαπάνες κυρίως λόγω των παραδόσεων στρατιωτικού εξοπλισμού, με τις τρέχουσες αμυντικές δαπάνες να υπολογίζονται σε περίπου 3% του ΑΕΠ. Η Morningstar DBRS αναμένει από την κυβέρνηση να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ ή περισσότερο για παρατεταμένη χρονική περίοδο πρόκληση, ωστόσο οι ελληνικές αρχές έχουν ισχυρό ιστορικό στην ταχεία αποκατάσταση των δημοσιονομικών, παρά τις πολλαπλές κρίσεις τα τελευταία χρόνια.

    Το 2025, η κυβέρνηση προβλέπει υγιές πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα 2,5%, με την αναμενόμενη μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης να αναμένεται να αντισταθμιστεί από τα έσοδα από τα μέτρα ενίσχυσης της φορολογικής συμμόρφωσης και μείωσης της φοροδιαφυγής. Τα πρόσφατα μέτρα για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, συμπεριλαμβανομένης της εισαγωγής του συστήματος ηλεκτρονικών βιβλίων myData και της υποχρεωτικής ψηφιακής τιμολόγησης, και η χρήση εργαλείων με τεχνητή νοημοσύνη από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) έχουν βελτιώσει τη φορολογική διαφάνεια και τον εντοπισμό μη συμμόρφωσης και πιθανότατα θα συνεχίσουν να οδηγούν σε περαιτέρω αύξηση των φορολογικών εσόδων.

    Τα τελευταία στοιχεία για τα φορολογικά έσοδα είναι ενθαρρυντικά, υποδεικνύοντας αύξηση της τάξης του 12% για το 2024 σε σύγκριση με το 2023. Στο πλαίσιο αυτό, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να παραμείνει κατά μέσο όρο περίπου στο 2,4% του ΑΕΠ για την περίοδο 2025-2028. Η επίμονη υπεραπόδοση των δημοσιονομικών εσόδων βελτίωσε τη θετική προσαρμογή των δημοσιονομικών στόχων. 

    Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να ξεπερνά τον μέσο όρο ανάπτυξης της Ευρωζώνης

    Μετά την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 2,3% το 2023, η ελληνική οικονομία αναμένεται να έχει ανάπτυξη άνω του 2% το 2024, χάρη στην ισχυρή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, των εξαγωγών και των επενδύσεων. Αν και υπάρχει  κάποιος βαθμός αβεβαιότητας, η ελληνική οικονομία πιθανόν να συνεχίσει να υπεραποδίδει έναντι του μέσου όρου της Ευρωζώνης το 2025, καθώς η ανάκαμψη υποστηρίζεται από τις εισροές κονδυλίων της ΕΕ και τη χαλάρωση των συνθηκών χρηματοδότησης, μαζί με την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση και τον ενισχυμένο τραπεζικό τομέα. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται στο 2,3% το 2025 και 2% το 2026, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Η αγορά εργασίας έχει επιδείξει ανθεκτικότητα, με το ποσοστό ανεργίας να διαμορφώνεται στο 9,4% τον Δεκέμβριο του 2024, υποχωρώντας άνω των 19 μονάδων από το υψηλότερο του επίπεδο τον Ιούλιο του 2023. Ωστόσο, παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ.

    Η Ελλάδα συνεχίζει τις προσπάθειές της για τη μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, υποστηριζόμενη από τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις που περιλαμβάνονται στο σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0). Πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια έχουν βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, με τις συνολικές εξαγωγές να αυξάνονται στο 44% του ΑΕΠ το 2023 από 22% το 2010. Τα επίπεδα των επενδύσεων έχουν επίσης αρχίσει να ενισχύονται τα τελευταία χρόνια. Οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν στο 15,2% το 2023 από 12,3% το 2020 και αναμένεται να αυξηθούν περαιτέρω, υποστηριζόμενες από την αξιοποίηση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ. Η χώρα έχει πετύχει από τις κορυφαίες στην ΕΕ επιδόσεις όσον αφορά το μερίδιο των εκταμιευθέντων κονδυλίων. Έχει ολοκληρώσει το 28% των ορόσημων και των στόχων της και έχει λάβει επιχορηγήσεις ύψους 8,59 δισ. ευρώ  και δάνεια ύψους 9,62 δισ. ευρώ, πάνω από το 50% των συνολικών κονδυλίων ύψους 36 δισ. ευρώ (16% του ΑΕΠ).

    Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας βρίσκονται σε συνάρτηση με τους γεωπολιτικούς κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων εμπορικού προστατευτισμού που ενδέχεται να επιβαρύνουν την ανάπτυξη στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Όπως και άλλες μικρές οικονομίες, η Ελλάδα είναι εκτεθειμένη σε γεωπολιτικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τις βιομηχανίες της που είναι προσανατολισμένες στις εξαγωγές ή να οδηγήσουν σε άνοδο των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και να ασκήσουν πιέσεις προς τα πάνω στις τιμές. Η επιβολή αμερικανικών δασμών θα έχει κυρίως έμμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα, δεδομένου του μικρού μεριδίου των εξαγωγών της προς τις ΗΠΑ. Η χώρα παραμένει επίσης ευάλωτη σε ακραία καιρικά φαινόμενα. Σε ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας, η ενίσχυση των επενδύσεων και της παραγωγικότητας μέσω επιταχυνόμενων μεταρρυθμίσεων, μαζί με την αξιοποίηση των εξωτερικών κεφαλαίων, θα στηρίξει περαιτέρω τις προσπάθειες της Ελλάδας να αντιμετωπίσει προβλήματα που κληροδότησε η κρίσης, διαρθρωτικές προκλήσεις, αλλά και να στηρίξει περαιτέρω την ανάπτυξη μετά την ολοκλήρωση του ΕΣΠΑ.

    Αξιολόγηση δομικών στοιχείων δημοσιονομικής διαχείρισης και πολιτικής

    Οι κίνδυνοι για τις δημοσιονομικές προοπτικές παραμένουν και σχετίζονται με επιβράδυνση της ανάπτυξης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ασθενέστερα δημοσιονομικά έσοδα, πίεση στις τιμές ενέργειας και τροφίμων που θα απαιτούσαν πρόσθετα μέτρα στήριξης, ακραία γεγονότα που σχετίζονται με το κλίμα και επιπτώσεις στις ενδεχόμενες υποχρεώσεις. Από την άλλη πλευρά, η επίμονη βελτίωση των δημοσιονομικών εσόδων χάρη στα κυβερνητικά μέτρα για την αύξηση της φορολογικής συμμόρφωσης μπορεί να αποφέρει καλύτερα από τα αναμενόμενα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το μερίδιο της παραοικονομίας μειώθηκε σημαντικά στο 16% το 2021 από περίπου 30% το 2013, λόγω της προόδου στην ψηφιοποίηση με πιθανές περαιτέρω μειώσεις. Περαιτέρω βελτιώσεις είναι δυνατές και αυτό θα ήταν καλό για τη μελλοντική δημοσιονομική ικανότητα.

    Η ευνοϊκή δομή και η προληπτική διαχείριση του χρέους μετριάζουν τους κινδύνους

    Ο δείκτης του ελληνικού δημόσιου χρέους αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται, επωφελούμενος από τα αυξημένα πρωτογενή πλεονάσματα, τους συγκρατημένους τόκους και την υγιή, αν και επιβραδυνόμενη, ονομαστική ανάπτυξη. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ της Ελλάδας κορυφώθηκε στο 209,4% το 2020 πριν υποχωρήσει στο 154,0% το 2024, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. περαιτέρω μειώσεις είναι πιθανό να σημειωθούν μεσοπρόθεσμα. Η αναταξινόμηση 12 δισ. ευρώ (5,5% του ΑΕΠ) του χρέους σε σχέση με τους αναβαλλόμενους τόκους των δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) δεν άλλαξε την απότομη τροχιά του λόγου του δημόσιου χρέους, αλλά επηρέασε μέτρια στο έμμεσο κόστος τόκων της κεντρικής κυβέρνησης που αυξήθηκε σε 1,7% από 1,3% στο τέλος του 2024. Η κυβέρνηση προβλέπει ότι ο λόγος του δημόσιου χρέους θα συνεχίσει να μειώνεται στο 149,1% του ΑΕΠ φέτος, υποδηλώνοντας μείωση κατά μία μόνο μονάδα περίπου σε 60 χρόνια. φορές.

    Κατά την άποψη της Morningstar DBRS, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μετριάζονται από διάφορους παράγοντες. Πρώτον, η δομή του χρέους της Ελλάδας είναι πολύ ευνοϊκή με το 100% του χρέους σε σταθερά επιτόκια μετά τις ανταλλαγές. Δεύτερον, η μέση σταθμισμένη διάρκεια είναι πολύ υψηλή, περίπου στα 19 έτη με στοιχεία τέλους ι2024, ενώ περίπου το 74% του χρέους κατέχεται από τον επίσημο τομέα, γεγονός που καθιστά το χρέος λιγότερο επιρρεπές στην αστάθεια της αγοράς. Τέλος, ο ελληνικός Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) κατάφερε να υπερκαλύψει προσωρινά το χαρτοφυλάκιό του χρέους, μετριάζοντας τις επιπτώσεις της αύξησης του κόστους τόκων. Αυτό θα μεταφραστεί σε περιορισμένο κόστος τόκων μεσοπρόθεσμα. Αυτοί οι παράγοντες αποτελούν καλό οιωνό για την εμπιστοσύνη των επενδυτών και οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων συνεχίζουν να επωφελούνται από την ευνοϊκή ζήτηση, με τo spread απόδοσης του 10ετούς έναντι των γερμανικών ομολόγων να κυμαίνεται κατά μέσο όρο περίπου στις 90 μονάδες βάσης τους τελευταίους έξι μήνες.

    Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας επωφελείται επίσης από μια προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους με πρόωρες αποπληρωμές που μείωσαν το βραχυπρόθεσμο χρέος και εξομάλυνσαν το προφίλ εξόφλησης. Από το 2022 και εξής έχουν προπληρωθεί πλήρως τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) ύψους 2,3 δισ. ευρώ μαζί με μέρος της Ελληνικής Δανειακής Διευκόλυνσης (δάνεια GLF) συνολικού ύψους 13,3 δισ. ευρώ. Περαιτέρω δάνεια GLF ύψους 5,3 δισ. ευρώ είναι πιθανό να προπληρωθούν φέτος. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση των αναγκών χρηματοδότησης και θα περιορίσει το κόστος χρηματοδότησης, με τη χώρα να εκμεταλλεύεται τη θετική θέση στην αγορά των παραγώγων.

    Τα ισχυρότερα δημοσιονομικά έσοδα συνεχίζουν να τροφοδοτούν σημαντικά αποθέματα μετρητών παρά τις πρόωρες αποπληρωμές, αλλά στο μέλλον το ποσό τους αναμένεται να μειωθεί αντανακλώντας περαιτέρω πρόωρες αποπληρωμές. Στα 36,3 δισεκατομμύρια ευρώ (16% του ΑΕΠ ή περίπου τρία χρόνια ακαθάριστων αναγκών χρηματοδότησης) στο τέλος του 2024, αυτά τα αποθεματικά συνεχίζουν να χρησιμεύουν ως απόθεμα ρευστότητας και να ενισχύουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των συμμετεχόντων στην αγορά, μειώνοντας τον κίνδυνο αναχρηματοδότησης και επιτοκίου. Το μεγάλο απόθεμα μετρητών, σε συνδυασμό με την προληπτική στρατηγική διαχείρισης του χρέους για τη μείωση των κινδύνων τόκων και αποπληρωμής, στηρίζουν τη θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου του χρέους και της ρευστότητας. Ωστόσο, παρά το ευνοϊκό προφίλ χρέους, η Morningstar DBRS σημειώνει ότι η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας βασίζεται κυρίως στην ικανότητά της να διατηρεί πρωτογενή πλεονάσματα και σταθερούς ρυθμούς αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, καθώς το χρέος του επίσημου τομέα θα αντικατασταθεί με χρέος χρηματοδοτούμενο από τις αγορές, εκθέτοντας την Ελλάδα στην αυξημένη αστάθεια που έχουν οι τελευταίες.

    Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα μειωθεί αργά

    Το παρατεταμένο έλλειμμα του ισοζυγίου αγαθών της Ελλάδας και η αυξημένη αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (NIIP) επιβαρύνουν την εξωτερική θέση της χώρας και τις αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας. Μελλοντικά, αυτές οι ευπάθειες είναι πιθανό να υποχωρήσουν, αν και οριακά, με το εμπορικό έλλειμμα να μειώνεται σταδιακά, αλλά να παραμένει αυξημένο, ενώ το εξωτερικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί ως αποτέλεσμα των καθαρών αποπληρωμών του  δημόσιου χρέους και της ισχυρότερης ονομαστικής ανάπτυξης.

    Ωστόσο, η DBRS θεωρεί την εξωτερική θέση της Ελλάδας πιο ανθεκτική από ό,τι στο παρελθόν. Η χώρα έχει βελτιώσει την εξωτερική της ανταγωνιστικότητα, έχει γίνει μια πιο ανοικτή οικονομία και οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε όρους ΑΕΠ έχουν διπλασιαστεί από το 2010. Επιπλέον, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αφού διευρύνθηκε προσωρινά το 2022 πάνω από το 10,2% του ΑΕΠ, μειώθηκε σε περίπου 6,2% το 2023 και εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε παρόμοιο επίπεδο το 2024. Το έλλειμμα επωφελήθηκε από την ομαλοποίηση των τιμών της ενέργειας και την ανάκαμψη των τουριστικών εισπράξεων, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 19% το 2024 σε σχέση με το 2019. Μεσοπρόθεσμα, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε να συνεχίσει να μειώνεται, με το ΔΝΤ να προβλέπει ότι το έλλειμμα θα μειωθεί λίγο πάνω από το 5% του ΑΕΠ το 2025. Σύμφωνα με την εκτίμηση της DBRS, οι μελλοντικές βελτιώσεις στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών θα εξαρτηθούν από τη διαρθρωτική ενίσχυση της εξαγωγικής ικανότητας, καθώς και από την αντικατάσταση των ενεργειακών εισαγωγών με την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Οι υποστηρικτικές εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες έφτασαν σε υψηλό δύο δεκαετιών το 2022, και τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και Σταθερότητας θα μετριάσουν τους κινδύνους χρηματοδότησης που απορρέουν από τα αυξημένα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

    Η αρνητική Καθαρή Διεθνής Επενδυτική Θέση (NIIP) της Ελλάδας περίπου στο 131,8% στο ΑΕΠ το γ' τρίμηνο του 2024, παρά την πτώση πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες από την κορύφωσή του το β' τρίμηνο του 2021, παραμένει πολύ υψηλό. Ωστόσο, η DBRS θεωρεί πως αυτό αποτελεί λιγότερο ανησυχητικό στοιχείο, δεδομένου ότι το δημόσιο χρέος προς τους επίσημους πιστωτές αντιπροσωπεύει μεγάλο μέρος της αρνητικής θέσης εξωτερικού παθητικού. Η Ελλάδα επωφελείται από μια ευνοϊκή διάρθρωση του χρέους, με ένα μεγάλο μερίδιο των υποχρεώσεων της να βρίσκεται στα χέρια των Ευρωπαίων εταίρων, με μεγάλη διάρκεια, κυρίως σε ευρώ και με σταθερά επιτόκια.

    Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις βρίσκονται ψηλά στην ατζέντα πολιτικής - Εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για την εκτέλεσή τους

    Οι πρόσφατες εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένου του αποτελέσματος των ευρωεκλογών του περασμένου έτους, υποδεικνύουν μια χαμηλότερη υποστήριξη για το κυβερνών κόμμα. Ωστόσο, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, υποστηρίζεται από ισχυρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο που παρέχει πολιτική σταθερότητα και συνέχεια. Αυτό βοηθά την Ελλάδα να εκπληρώσει τους στόχους της και να τονώσει την ανθεκτικότητά της και τις οικονομικές της προοπτικές.

    Η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων που περιλαμβάνονται στο Greece 2.0, παραμένει βασική προτεραιότητα για την ελληνική κυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της αντιμετώπισης αδυναμιών στο σύστημα δικαιοσύνης, της δημόσιας διοίκησης και της ενίσχυσης του συστήματος δημόσιας υγείας. Επιπλέον, η κυβέρνηση σχεδιάζει επίσης να βελτιώσει το εκπαιδευτικό σύστημα, πράγμα το οποίο θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει μακροπρόθεσμα οφέλη. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνεχίζει να δίνει προτεραιότητα στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις διατηρώντας τις ψηλά στην πολιτική ατζέντα, ωστόσο όσο πλησιάζουν οι επόμενες εκλογές υπάρχει ο κίνδυνος η πρόοδος να χάσει τη δυναμική της. Η βελτίωση του πολιτικού περιβάλλοντος και η δέσμευση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις μακροχρόνιες προκλήσεις της Ελλάδας δικαιολογεί μια θετική ποιοτική προσαρμογή στην αξιολόγηση του δομικού στοιχείου του Πολιτικού Περιβάλλοντος.

    Οι επόμενες αξιολογήσεις 

    Επόμενη αξιολόγηση θα είναι αυτή της Moody’s στις 14 Μαρτίου. Ο μεγαλύτερος οίκος αξιολόγησης δεν έχει δώσει ακόμη την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα. Ωστόσο, αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από "σταθερές" σε "θετικές" στα μέσα του περασμένου Σεπτεμβρίου. Η δεύτερη αξιολόγηση της Moody's είναι προγραμματισμένη για τις 12 Σεπτεμβρίου.

    Η Standard & Poors θα αξιολογήσει την ελληνική οικονομία στις 18 Απριλίου και στις 19 Σεπτεμβρίου.

    Η Scope, η οποία έκανε την τελευταία αναβάθμιση της οικονομίας στη βαθμίδα ΒΒΒ, έχει προγραμματίσει για φέτος δύο αξιολογήσεις για την ελληνική οικονομία, την πρώτη για τις 30 Μαΐου και τη δεύτερη για τις 7 Νοεμβρίου. 

    Τέλος, ο οίκος Fitch ο οποίος αναβάθμισε τελευταίος την Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα στα τέλη του 2023 έχει προγραμματίσει δύο αξιολογήσεις για τις 16 Μαΐου και τις 14 Νοεμβρίου.

    Μ. Παπαντωνόπουλος - Γ.Δ. Παυλόπουλος

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ