Συνεχης ενημερωση

    Παρασκευή, 06-Δεκ-2024 23:10

    Scope για Ελλάδα: Η πρώτη ανάβαθμιση (σε ΒΒΒ) εντός επενδυτικής βαθμίδας - "Αγκάθι" κόκκινα δάνεια και επενδύσεις

    Scope για Ελλάδα: Η πρώτη ανάβαθμιση (σε ΒΒΒ) εντός επενδυτικής βαθμίδας - "Αγκάθι" κόκκινα δάνεια και επενδύσεις
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 7/12 00.30

    Ο οίκος Scope Ratings αναβάθμισε την αξιολόγηση της Ελλάδας στη βαθμίδα πιστοληπτικής αξιολόγησης BBB (από ΒΒΒ- στην προηγούμενη αξιολόγηση του Ιουλίου), ανεβάζοντας τη χώρα μας πιο ψηλά στο investment grade και διατήρησε το outlook σταθερό. Ο γερμανικός οίκος αξιολόγησης είναι ο πρώτος που ανοίγει τον δρόμο σε υψηλότερες αξιολογήσεις για την Ελλάδα, ενώ ήταν και ο πρώτος που έδωσε την επενδυτική βαθμίδα, ως προπομπός για τις κινήσεις των μεγαλύτερων οίκων.

    Σύμφωνα με τον γερμανικό οίκο, η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας αντικατοπτρίζει την προσδοκία για συνεχή μείωση του δείκτη χρέους (χρέος/ΑΕΠ) τα επόμενα χρόνια, η οποία οφείλεται στην ευνοϊκή δυναμική του χρέους, παράλληλα με τα ισχυρότερα από τα αναμενόμενα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα.

    Η ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος ενισχύεται από την πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs), τις ιδιωτικοποιήσεις συστημικών τραπεζών και τη σταδιακή απόσβεση των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (DTC) στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Επιπλέον, η υιοθέτηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, η μείωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και η διαρκής υποστήριξη από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, ενισχύουν τη μακροοικονομική βιωσιμότητα και την ανάπτυξη.

    Βασικοί παράγοντες αξιολόγησης

    Συνεχής μείωση του δημόσιου χρέους και οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις: Σύμφωνα με την Scope, ο πρώτος παράγοντας της αναβάθμισης αντανακλά τη "συνεχή μείωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας". Αυτό, σύμφωνα με τον οίκο, οφείλεται κυρίως στην ευνοϊκή δυναμική του δημόσιου χρέους που υποστηρίζεται από τις ενισχυμένες μεσοπρόθεσμες προοπτικές ονομαστικής ανάπτυξης και το χαμηλό μέσο κόστος επιτοκίου του ανεξόφλητου χρέους, παράλληλα με τη δέσμευση της κυβέρνησης για δημοσιονομική σύνεση.

    Ειδικότερα, ο οίκος σημειώνει ότι ο δείκτης χρέους της γενικής κυβέρνησης έχει μειωθεί σημαντικά από το υψηλό κατά την κρίση της πανδημίας (212,6% του ΑΕΠ από το 2020), φθάνοντας κατ' εκτίμηση στο 155,3% έως το τέλος του 2024, κάτι που αντιστοιχεί σε σημαντική μείωση κατά 57 ποσοστιαίες μονάδες και κάτω από τα  προ του κορονοϊού επίπεδα 185,5% στα τέλη του 2019.  Παράλληλα, η ισχυρή οικονομική ανάκαμψη από το β΄ τρίμηνο του 2020, σε συνδυασμό με τον αυξημένο πρόσφατο πληθωρισμό, οδήγησαν στη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους και φαίνεται αρκετά βιώσιμο ώστε να διατηρηθεί η συνεχής μείωση του χρέους, έστω και με σταδιακά μετριασμένο ρυθμό.

    Ο λόγος του χρέους προβλέπεται να μειωθεί στο 145,0% του ΑΕΠ έως το τέλος του 2025, πριν μειωθεί περαιτέρω στο 132,0% έως το τέλος του 2029, εκτιμά η Scope. Το τελευταίο αυτό σενάριο, εάν υλοποιηθεί, θα μπορούσε να αποτελέσει το χαμηλότερο ποσοστό χρέους της Ελλάδας από την έναρξη της κρίσης το α' τρίμηνο του 2010, επισημαίνεται.

    Οι προβλέψεις του οίκου για το χρέος της Ελλάδας έχουν ενισχυθεί λόγω της συνεχιζόμενης δημοσιονομικής υπεραπόδοσης, καθώς η κυβέρνηση αναμένεται να υπερβεί την εκτίμηση για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2,4% του ΑΕΠ το 2024. Η Scope επικαιροποίησε τις μεσοπρόθεσμες εκτιμήσεις για το πρωτογενές ισοζύγιο και αναμένει τώρα ότι η κυβέρνηση θα πετύχει κατά μέσο όρο πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2,75% του ΑΕΠ κατά το διάστημα 2024-27 για το υπόλοιπο της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, σε μια αύξηση από προηγούμενη εκτίμηση (Ιούλιος 2024) για πλεόνασμα 2,4-2,5% κατά τα ίδια έτη.

    Όπως τονίζει ο οίκος, η συνεχιζόμενη εστίαση στη δημοσιονομική σύνεση παρέχει αυξημένη εμπιστοσύνη στην ικανότητα της κυβέρνησης να επιτύχει και να διατηρήσει τους υψηλούς στόχους πρωτογενούς πλεονάσματος ενόψει των επόμενων γενικών εκλογών, εκτός απροόπτου. Αυτό ισχύει παρά τη μειωμένη αιρεσιμότητα και την αυξημένη ανεξαρτησία στη χάραξη πολιτικής μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και την ενισχυμένη εποπτεία μετά τη διάσωση. Τα πρωτογενή πλεονάσματα ευθυγραμμίζονται με πιο μετριοπαθή δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία προβλέπεται να διαμορφωθούν κατά μέσο όρο στο 0,7% του ΑΕΠ την περίοδο 2024-29.

    Εξ άλλου, ο οίκος προβλέπει ανάπτυξη κατά 2,2% φέτος, 2,2% για το επόμενο έτος και 1,6% κατά μέσο όρο από το 2026 έως το 2029. Η μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη είναι ωστόσο συγκριτικά αισιόδοξη, καθώς επί του παρόντος δεν προβλέπει ύφεση έως το 2029, σημειώνει. Επιπλέον, ο οίκος προβλέπει ότι κατά την περίοδο 2024-29 ο πληθωρισμός θα κυμανθεί στο 2,5%.

    Οι αρνητικοί κίνδυνοι για το βασικό οικονομικό σενάριο του οργανισμού περιλαμβάνουν: i) τυχόν απότομη οικονομική ύφεση, ii) απροσδόκητη επιστροφή σε χαμηλότερο πληθωρισμό, iii) απότομη αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και/ή iv) σημαντική αποδυνάμωση της δημοσιονομικής θέσης. Για παράδειγμα, υπό το δυσμενές οικονομικό σενάριο δύο συνεχόμενων ετών ύφεσης κατά τη διάρκεια του 2025-26, το ελληνικό χρέος μπορεί να φθάσει το 169% του ΑΕΠ το 2026.

    Οι τράπεζες

    Ο δεύτερος μοχλός της αναβάθμισης από τη Scope είναι η συνεχής ενίσχυση της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος και η μειούμενη σύνδεση του με το ελληνικό Δημόσιο.

    Οι ελληνικές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τις μειώσεις των NPLs. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε ενοποιημένη βάση μειώθηκαν σημαντικά από 49,2% τον Ιούνιο του 2017 – φτάνοντας στο 6,4% τον Ιούνιο του 2024. Αυτή η μείωση υποστηρίχθηκε από τιτλοποιήσεις NPLs στο πλαίσιο του προγράμματος "Ηρακλής". Η Scope αναμένει ότι ο δείκτης ΝPL θα συνεχίσει να μειώνεται καθώς οι τράπεζες παραμένουν δεσμευμένες στο περαιτέρω ξεκαθάρισμα του ισολογισμού τους. Ωστόσο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν σε αυτό το στάδιο πάνω από τους μέσους όρους της ΕΕ του 1,9% και επιπλέον παραμένουν στο σύστημα ακόμη και αν δεν αναφέρονται από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία.

    Η κερδοφορία των τραπεζών έχει βελτιωθεί από το τέλος του 2021 λόγω των αυξημένων εσόδων από τόκους, που επωφελούνται από τα υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, τη μείωση των προβλέψεων για πιστωτικές ζημίες και τα αυξημένα μη επαναλαμβανόμενα έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις. Τα κεφάλαια Tier I σε όλο το σύστημα ενισχύονται από τα αδιανέμητα κέρδη και τo de-risking στα στοιχεία ενεργητικού. Το Q2 του 2024 διαμορφώνονταν στο 16,2% των σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού, έναντι 13,0% στα χαμηλά του 2021.

    Παρά τις σημαντικές μειώσεις των NPL, οι πιέσεις στους ισολογισμούς του τραπεζικού συστήματος συνεχίζονται από τα αυξημένα μερίδια των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC) στο συνολικό κεφάλαιο του τραπεζικού συστήματος (που αντιπροσωπεύουν το 41% των συνολικών ιδίων κεφαλαίων τον Ιούνιο του 2024), ωστόσο μειώνονται από το 52% στα τέλη του 2022. Οι αποσβέσεις των DTC προβλέπονται από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι δυνητικά θα επιταχυνθούν για να αποσβεστούν πλήρως έως το 2032-34, εκτός έκτακτων περιστάσεων. Η ΕΚΤ ενέκρινε την πληρωμή μερισμάτων του τραπεζικού συστήματος για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια, γεγονός που αποτελεί ορόσημο.

    Το ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) ολοκλήρωσε πρόσφατα την πώληση ποσοστού 10% από τη συνολική συμμετοχή του στο 18,4% στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ). Το ΤΧΣ αναμένει να μεταβιβάσει ένα τελικό μερίδιο 8,4% στην Εθνική και το 72,5% της μικρότερης Attica Bank στο κρατικό επενδυτικό ταμείο πριν κλείσει μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους (εν όψει της προθεσμίας έως το τέλος του 2025). Το ΤΧΣ πούλησε το τελικό μερίδιο του 8,9781% της Alpha στην UniCredit τον Νοέμβριο του 2023 και πούλησε το τελευταίο μερίδιο 27% της Τράπεζας Πειραιώς την άνοιξη.

    Ενισχυμένη μακροοικονομική σταθερότητα και υψηλότερη μεσοπρόθεσμη τάση ανάπτυξης

    Τελευταίος "μοχλός" της αναβάθμισης είναι η ενισχυμένη μακροοικονομική σταθερότητα μετά τις κρίσεις των τελευταίων 15 ετών, παράλληλα με τις συνεχείς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις, οι οποίες έχουν στηρίξει τις οικονομικές προοπτικές.

    Όπως τονίζει η Scope, έχει διατηρηθεί η πρόοδος στις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας "Ελλάδα 2.0" και της πολιτικής συνοχής της ΕΕ. Στις 16 Οκτωβρίου, σημειώνει, η Κομισιόν εκταμίευσε την τέταρτη πληρωμή ύψους 998,6 εκατ. ευρώ σε επιχορηγήσεις από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ελλάδας ύψους 35,9 δισ. ευρώ, το οποίο αποτελείται από 18,2 δισ. ευρώ συνολικά σε επιχορηγήσεις και 17,7 δισ. ευρώ σε δάνεια. Μέχρι σήμερα έχει καταβληθεί συνολικά το 51% της χρηματοδότησης του ΣΑΑ.

    Ωστόσο, ο οίκος σημειώνει ότι οι επενδύσεις στην ελληνική οικονομία παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα - 14% του ΑΕΠ στο β' τρίμηνο του 2024 - κάτι που είναι ωστόσο ισχυρότερο από τα επίπεδα του 2019 που δε ξεπερνούν το 11%.

    Ο οίκος αξιολόγησης αύξησε ελαφρώς την εκτίμησή του για την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας που εκτιμάται στο 1,25% ετησίως από 1,0% (στην αξιολόγηση του Ιουλίου). Ισχυρότερη ονομαστική οικονομική ανάπτυξη αναμένεται τα επόμενα χρόνια - εν μέρει λόγω του εναρμονισμένου πληθωρισμού που ανέρχεται στο 3,0% για φέτος, στο 3,4% το 2025 και στο 2,5% για το 2026, από το 4,2% πέρυσι.

    Η ανεργία μειώθηκε στο 9,8% τον Οκτώβριο του τρέχοντος έτους από 20,4% τον Ιούνιο του 2020, αν και παραμένει πολύ υψηλότερα από τους μέσους όρους της ΕΕ (5,9% τον Οκτώβριο του 2024). Ο οίκος εκτιμά ότι η ελληνική ανεργία θα μειωθεί στο 10,1% κατά μέσο όρο φέτος, προτού υποχωρήσει στο 9,5% το 2025 και στο 9,0% έως το 2026, από 11,1% πέρυσι, υποστηριζόμενη από τη συνεχιζόμενη οικονομική ανάπτυξης.

    Οι κίνδυνοι

    Προκλήσεις της αξιολόγησης: αυξημένο δημόσιο χρέος και βαθμιαία αποδυνάμωση μιας ισχυρής δομής δημόσιου χρέους -  διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες.

    Οι αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας BBB της Ελλάδας περιορίζονται από:

    Πρώτον, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας παραμένει πολύ αυξημένο – το δεύτερο υψηλότερο μεταξύ των 40 κρατών που αξιολογούνται δημόσια από την Scope, μετά από αυτό της Ιαπωνίας (αξιολόγηση Α/ Σταθερό outlook).

    Καθώς η Ελλάδα εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τις κεφαλαιαγορές και επιταχύνει την πρώιμη αποπληρωμή των δανείων διάσωσης ενώ η ΕΚΤ εφαρμόζει ποσοτική σύσφιξη, η δομή του ελληνικού χρέους σταδιακά αποδυναμώνεται, σημειώνει η Scope. Οι πληρωμές τόκων αυξάνονται βαθμιαία — καθώς η Ελλάδα αναχρηματοδοτεί μέσω εκδόσεων με υψηλότερο κόστος επιτοκίου στην αγορά. Η πολύ μεγάλη σταθμισμένη μέση διάρκεια χρέους (18,9 έτη) — η μεγαλύτερη μεταξύ των κρατών που αξιολογεί ο οίκος — ομαλοποιείται σταδιακά προς τα κάτω. Τέλος, δεδομένου ότι οι αξιολογήσεις των κρατών αποδίδονται σε χρέος που πρόκειται να αποπληρωθεί στον ιδιωτικό τομέα, το αυξανόμενο μερίδιο του χρέους που διακρατείται στον ισολογισμό του ιδιωτικού τομέα αποτελεί μια μέτρια πιστωτική ανησυχία.

    Οι πολιτικοί κίνδυνοι και οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τις πολιτικές είναι μέτριοι για τα επόμενα χρόνια, αλλά ενδέχεται να αυξηθούν μακροπρόθεσμα, ιδίως μετά τις μελλοντικές εκλογές. Παράλληλα, οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες και οι δημογραφικές προκλήσεις, όπως η μετανάστευση, περιορίζουν μακροπρόθεσμα τη δυναμική ανάπτυξης και τα επίπεδα πλούτου. Η αυξημένη διαρθρωτική ανεργία και τα ακόμη μέτρια ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό αποτελούν περιορισμό, ακόμη και αν το ποσοστό ανεργίας μειώνεται.

    Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των 42.066 δολαρίων με βάση την αγοραστική δύναμη το 2024 παραμένει κάτω από τους μέσους όρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (62.660 δολάρια). Επιπλέον, το χαμηλό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών σε σύγκριση με την τελική κατανάλωση αποτελεί κοινωνικό περιορισμό, ακόμη και όταν η συγκριτική επικράτηση των θέσεων εργασίας χαμηλού εισοδήματος και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων επιβαρύνει την παραγωγικότητα και τη φορολογική βάση και ενισχύει τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό μεταξύ των ευάλωτων ομάδων. Επίσης, ο οίκος βλέπει σημαντικά διαρθρωτικά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που αντανακλούν επίμονες ευπάθειες. Τέλος, οι περιβαλλοντικές προκλήσεις ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις οικονομικές και δημοσιονομικές προοπτικές της Ελλάδας, εάν δεν αντιμετωπιστούν, δεδομένης της εξάρτησης της οικονομίας από τους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας.

    Μιχάλης Παπαντωνόπουλος - Λυδία Ρουμποπούλου

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ