Παρασκευή, 16-Φεβ-2024 16:25
Τι σημαίνει για την Ελλάδα η μεγάλη οικονομική επιβράδυνση στην ευρωζώνη

του Τάσου Δασόπουλου
Τη δυναμική της διατηρεί η Ελληνική οικονομία, παρά το υφεσιακό περιβάλλον που συνθέτουν τα υψηλά επιτόκια ο πληθωρισμός και η κρίση στη Μέση Ανατολή για την υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Παρά την οριακή αναθεώρηση της ανάπτυξης του 2023 από το 2,4% στο 2,2%, η Ευρωαπϊκή Επιτροπή επιβεβαίωσε χθες στις χειμερινές της προβλέψεις ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με ρυθμό 2,3% τόσο φέτος όσο και το 2025. Αντίθετα, για την Ευρωζώνη στις προβλέψεις της η Επιτροπή "κουρεύει" την ανάπτυξη για φέτος στο 0,8% από 1,2% και για το 2025 στο 1,6% από 1,8%, που έβλεπε το φθινόπωρο.
Η αναθεώρηση αυτή έρχεται ως αποτέλεσμα της αντίστοιχης αναθεώρησης προς τα κάτω για την ανάπτυξη των τεσσάρων μεγαλύτερων οικονομιών της Ευρωζώνης.
Για την Γερμανία η Κομισιόν προβλέπει πλέον οριακή ανάπτυξη κατά 0,3%, για την Γαλλία 0,9%, για την Ιταλία 0,7% και για την Ισπανία στο 1,7%. Οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης πάσχουν ακόμη από το υψηλό (σε σχέση με το 2019) κόστος της ενέργειας που πλήττει τη βιομηχανική τους παραγωγή τους και κατά συνέπεια και τις εξαγωγές τους. Επίσης, τα υψηλά επιτόκια δυσκολεύουν σημαντικά τη χρηματοδότηση ιδιωτών και επιχειρήσεων μειώνοντας και την ιδιωτική κατανάλωση.
Αντίθετα, η Ελλάδα μετά το πλήγμα που δέχθηκε το 2020 λόγω του τουρισμού βρίσκεται σε πορεία ανάκαμψης, ενώ από πέρυσι το ΑΕΠ της χώρας έχει φτάσει σε επίπεδα πάνω από εκείνα του 2019. Φέτος και του χρόνου η ανάπτυξη θα έχει ως βασικό άξονα την υλοποίηση των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), όπως επισημαίνει άλλωστε και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ως γνωστόν, τα έργα του ΤΑΑ χρηματοδοτούνται είτε από κοινοτικές επιχορηγήσεις, είτε με χαμηλότοκα ευρωπαϊκά δάνεια. Συνεπώς, οι επενδύσεις δεν επηρεάζονται τόσο από τα αυξημένα επιτόκια της ΕΚΤ. Η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα λόγω της πολυετούς κρίσης παραμένει ακόμη πολύ χαμηλή για να απειλήσει την οικονομία με ένα νέο κύμα κόκκινων δανείων.
Παράλληλα, ο δημόσιος δανεισμός δεν επηρεάζεται από τα υψηλά επιτόκια, αφού κατά τα 2/3 του χρέους βρίσκεται στα χέρια του λεγόμενου επίσημου τομέα, δηλαδή της Ευρωζώνης, του EFSF και του ESM. Έτσι, το σύνολο αυτό του χρέους των 240 δισ. ευρώ, βρίσκεται σε σταθερό χαμηλό επιτόκιο.
Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές, μεγάλο μέρος τους αφορά τις υπηρεσίες (κυρίως τουρισμό και μεταφορές) που δεν επηρεάζονται τόσο από τις διαδοχικές παγκόσμιες κρίσεις, όπως τα προϊόντα που εξάγουν οι βιομηχανικές χώρες. Για το λόγο αυτό, η Κομισιόν εκτιμά ότι φέτος οι εξαγωγές θα έχουν θετικό αποτύπωμα στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Ένα ακόμη πλεονέκτημα για την Ελλάδα στην παρούσα συγκυρία είναι ότι το μεγαλύτερο κομμάτι του ΑΕΠ της προέρχεται από την ιδιωτική κατανάλωση.
Με δεδομένο αυτό, και παρά τον υψηλό - ακόμη - πληθωρισμό, οι αυξήσεις που έχουν ανακοινωθεί για το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα για φέτος θα αποτελέσουν στήριγμα για την ιδιωτική κατανάλωση και κατά συνέπεια και για το ΑΕΠ.