23:09 05/09
Πτώση στη Wall μετά τα στοιχεία για την απασχόληση
Στην εβδομάδα, ο S&P 500 κέρδισε 0,33%, ο Nasdaq σημείωσε άνοδο 1,14% και ο Dow υποχώρησε 0,32%.
Η στρατιωτική επίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών κατά των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν δεν αποτέλεσε αιφνιδιαστικό ξέσπασμα ούτε απρόβλεπτη αντίδραση. Αντιθέτως, εντάσσεται στη σκληρή γεωπολιτική λογική μιας προειδοποιημένης ενέργειας: είχε προηγηθεί δημόσια δήλωση του Αμερικανού προέδρου, σύμφωνα με την οποία, σε περίπτωση άρνησης της Τεχεράνης να εισέλθει άνευ όρων σε διαπραγμάτευση για την οριστική διακοπή του εμπλουτισμού ουρανίου, θα ακολουθούσε στρατιωτική απάντηση. Η επιχείρηση, λοιπόν, δεν συνιστά παρέκκλιση από τον κανόνα· αντιθέτως, αποτυπώνει μια ξεκάθαρη στρατηγική επιλογή: την ανάκτηση της αξιοπιστίας της αμερικανικής αποτροπής μέσω στοχευμένης δράσης. Το κρίσιμο ερώτημα, πλέον, δεν είναι γιατί συνέβη η επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράν, αλλά πώς θα διαχειριστούν οι διεθνείς δρώντες τις γεωπολιτικές επιπτώσεις της χωρίς να οδηγηθούμε σε σύγκρουση χωρίς διέξοδο.
Η τριπλή στοχοποίηση των κρισιμότερων πυρηνικών εργοστασίων του Ιράν, αν εξεταστεί τεχνικά, παραπέμπει σε επίδειξη αμερικανικής στρατιωτικής ακρίβειας και αποφασιστικότητας. Δεν πρόκειται για ενέργεια εντυπωσιασμού, αλλά για υλοποίηση προειλημμένης απόφασης με καθορισμένο επιχειρησιακό στόχο: την καταστροφή κρίσιμων υποδομών σχετικών με τον πυρηνικό εμπλουτισμό. Η επιτυχία της στρατιωτικής επίθεσης των ΗΠΑ τεκμηριώνεται όχι μόνο από τις επίσημες δηλώσεις, αλλά και από δορυφορικές εικόνες και αεροφωτογραφίες που καταγράφουν εκτεταμένες ζημιές στις πυρηνικές εγκαταστάσεις. Πέρα από τον άμεσο στρατιωτικό στόχο, η επίθεση μεταφέρει σαφές πολιτικό μήνυμα προς την ηγεσία της Τεχεράνης: η ισχύς που μπορεί να κινητοποιηθεί σε περίπτωση αδιεξόδου είναι συντριπτική — και το κόστος μιας παρατεταμένης άρνησης διαλόγου ίσως αποδειχθεί μεγαλύτερο από όσο είχε υπολογιστεί.
Το ιρανικό καθεστώς, από την πλευρά του, δεν δείχνει καμία διάθεση για αυτοσυγκράτηση. Οι πρώτες κινήσεις της Τεχεράνης δείχνουν ότι η απάντηση στην αμερικανική επίθεση θα είναι πολυεπίπεδη: όχι κατ’ ανάγκην συμμετρική, αλλά διαρκής, ρευστή και απρόβλεπτη. Σε μια περίοδο όπου η έννοια της αποτροπής έχει χάσει το στοιχείο του φόβου και έχει μετατραπεί σε πεδίο αμοιβαίας πρόκλησης, το ενδεχόμενο μιας κλιμακούμενης, μη γραμμικής σύγκρουσης μεταξύ ΗΠΑ και Ιράν δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αντιθέτως, μοιάζει ήδη εγγεγραμμένο στη λογική των κινήσεων —ιδίως από την πλευρά των μουλάδων— οι οποίοι, με τις στρατιωτικές τους δυνατότητες αποδεκατισμένες, συνεχίζουν έναν ρητορικό τσαμπουκά χωρίς αντίκρισμα. Η στρατηγική αυτή, που στερείται λογικής και ρεαλισμού, κινδυνεύει να υπονομεύσει το μέλλον της χώρας για ολόκληρες δεκαετίες, μετατρέποντας μια κρίση σε μακροχρόνια γεωπολιτική παγίδα.
Την ίδια στιγμή, μια σειρά από δηλώσεις και θεσμικές αποφάσεις επιβεβαιώνουν ότι η κρίση ΗΠΑ–Ιράν δεν μπορεί να περιοριστεί στο πεδίο της στρατιωτικής ανταπόδοσης. Η δήλωση Μεντβέντεφ, ότι "δεν αποκλείεται κάποιες χώρες να προσφέρουν πυρηνικά όπλα στο Ιράν για λόγους ισορροπίας", μετατρέπει την απειλή της κλιμάκωσης σε υπαρκτή διευκόλυνση και εν δυνάμει νομιμοποίησή της. Μπορεί να μην τεκμηριώνεται ακόμη πρόθεση ή ικανότητα, όμως το ότι τίθεται δημόσια ένα τέτοιο ενδεχόμενο από πυρηνική δύναμη αρκεί για να υπονομεύσει το ήδη εύθραυστο σύστημα μη διάδοσης και ελέγχου εξοπλισμών. Και σχεδόν ταυτόχρονα, το ιρανικό Κοινοβούλιο εγκρίνει ρητά τη δυνατότητα για κλείσιμο του Στενού του Ορμούζ, αναβαθμίζοντας έναν διαχρονικό διπλωματικό υπαινιγμό σε πολιτικά νομιμοποιημένη επιλογή στρατηγικής ασύμμετρης πίεσης. Όταν μια τέτοια απόφαση φέρει κοινοβουλευτική κάλυψη και δεν εμφανίζεται ως απλός κυβερνητικός ελιγμός, η Τεχεράνη παύει να παίζει το χαρτί της αμφισημίας. Δηλώνει ανοικτά ότι διαθέτει εργαλεία κλιμάκωσης και ότι δεν διστάζει να τα χρησιμοποιήσει — ακόμη κι αν αυτό στρέψει εναντίον της το σύνολο της διεθνούς κοινότητας.
Μέσα σε αυτό το θολό τοπίο της γεωπολιτικής έντασης στη Μέση Ανατολή, διαμορφώνονται τέσσερα σενάρια με ρεαλιστική πιθανότητα πραγματοποίησης. Το πρώτο και περισσότερο επιθυμητό — αν και όχι το πιο πιθανό — είναι η ελεγχόμενη αποκλιμάκωση ΗΠΑ–Ιράν, με αμοιβαίες παραχωρήσεις που θα παρουσιαστούν ως πολιτικές νίκες για εσωτερική κατανάλωση. Η Ουάσιγκτον θα δηλώσει ότι απέτρεψε την πυρηνική απειλή από το Ιράν, η Τεχεράνη θα προβάλει την αντίσταση στους Σιωνιστές και οι αγορές θα… πανηγυρίσουν τη σταθερότητα στον Περσικό Κόλπο. Η πιθανότητα υλοποίησης αυτού του σεναρίου εκτιμάται περίπου στο 30%, ακριβώς επειδή απαιτεί πολιτική βούληση και από τις δύο πλευρές να κινηθούν σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που έχουν επιλέξει να επιδείξουν δημοσίως.
Το δεύτερο σενάριο, που συγκεντρώνει πιθανότητα υλοποίησης περί το 50%, είναι η συνέχιση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή μέσω σποραδικών αλλά άμεσων στρατιωτικών χτυπημάτων ανάμεσα σε Ιράν και Ισραήλ, σε ένα μοτίβο φθοράς χωρίς μεσολαβήσεις, χωρίς ορατή κλιμάκωση αλλά και χωρίς προοπτική αποκλιμάκωσης. Η κατάσταση επιστρέφει ουσιαστικά στο προηγούμενο καθεστώς περιφερειακών συγκρούσεων: στοχευμένα πλήγματα, ανακοινώσεις ισχύος, ρευστές "κόκκινες γραμμές" και περιοδικές κορυφώσεις έντασης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας υλοποιήσει τη δηλωμένη τους προειδοποίηση, διατηρούν αποστασιοποιημένη στάση, ενώ η Ευρώπη αρκείται σε εκκλήσεις αυτοσυγκράτησης και διπλωματία παρασκηνίου. Το Ιράν, περιορισμένο στις διαθέσιμες επιλογές πίεσης, συνεχίζει να επικαλείται το ενδεχόμενο κλεισίματος του Στενού του Ορμούζ — όχι ως ρεαλιστική απειλή, αλλά ως εργαλείο αποτροπής. Μια τέτοια ενέργεια, ακόμη κι αν επιχειρηθεί, δεν πρόκειται να καταστεί επιχειρησιακά βιώσιμη και δεν θα γίνει ανεκτή από τις γειτονικές χώρες και τη διεθνή ναυτική παρουσία στον Περσικό Κόλπο. Ωστόσο, η επίκλησή της αρκεί για να διατηρεί τον οικονομικό κίνδυνο υψηλό. Υπό αυτές τις συνθήκες, η Τεχεράνη ενδέχεται να επιδιώξει εξωτερική στήριξη — πολιτική, τεχνολογική ή επιχειρησιακή — από χώρες όπως το Πακιστάν, η Κίνα ή η Ρωσία, προκειμένου να περιορίσει τις συνέπειες της φθοράς και της διπλωματικής απομόνωσης. Κι αυτό αποτελεί σημαντικό ρίσκο επέκτασης της σύρραξης.
Το τρίτο και πιο επικίνδυνο σενάριο είναι η ανοιχτή στρατιωτική σύγκρουση με άμεση εμπλοκή Ηνωμένων Πολιτειών και Ιράν, είτε ως αποτέλεσμα απώλειας ελέγχου είτε μέσω προσχεδιασμένης κλιμάκωσης από την πλευρά της Τεχεράνης. Μια τέτοια εξέλιξη δεν θα θυμίζει τις προηγούμενες στοχευμένες επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή, αλλά μια αναμέτρηση πλήρους φάσματος, με βέβαιη καταστροφική έκβαση για το Ιράν. Δεν πρόκειται για ισοδύναμη αναμέτρηση· πρόκειται για ανατροπή όρων επιβίωσης, με επιπτώσεις που θα ξεπερνούν κατά πολύ την ικανότητα του ιρανικού καθεστώτος να ανταποκριθεί. Η πιθανότητα υλοποίησης παραμένει χαμηλή — κάτω του 20% — ακριβώς επειδή όλοι γνωρίζουν το κόστος μιας μετωπικής σύγκρουσης ΗΠΑ–Ιράν. Ωστόσο, η επιμονή της Τεχεράνης σε ρητορική αδιαλλαξίας και η απροθυμία της να προσέλθει σε διαπραγμάτευση χωρίς όρους κρατούν το ενδεχόμενο ανοιχτό, ως ύστατο μέσο επιβολής μιας πραγματικότητας που δεν κατέστη δυνατό να διαμορφωθεί πολιτικά.
Το τέταρτο σενάριο, που έως χτες θα απορριπτόταν σαν υπερβολή ακόμη και ως θεωρία, τίθεται πλέον υπαρκτή πιθανότητα. Η παροχή εξωτερικής πυρηνικής ενίσχυσης του Ιράν από τρίτες δυνάμεις, όχι μέσω μεταφοράς τεχνογνωσίας, αλλά μέσω απευθείας παροχής πυρηνικών όπλων, είναι απτή γεωπολιτική πραγματικότητα. Η απλή δημόσια αναφορά στο ενδεχόμενο αυτό, ακόμη και αν προβάλλεται ως ρητορικός ελιγμός, παραβιάζει ένα ταμπού δεκαετιών και προσβάλλει ευθέως το παγκόσμιο σύστημα μη διάδοσης πυρηνικών: όχι με υποψίες παράκαμψης, αλλά με εκπεφρασμένη πρόθεση. Η πιθανότητα υλοποίησης μιας τέτοιας εξέλιξης παραμένει εξαιρετικά χαμηλή — κάτω του 5% — ωστόσο το βάρος της δεν μετριέται στατιστικά. Αν τεθεί καν ως διαπραγματευτικός υπαινιγμός ή μέσο στρατηγικού εκβιασμού, αρκεί για να αποσταθεροποιήσει το διεθνές σύστημα ασφάλειας και να μετατρέψει το καθεστώς μη διάδοσης πυρηνικών όπλων σε νομικό κέλυφος χωρίς ουσιαστική ισχύ.
Η δυναμική που έχει ήδη εκδηλωθεί δεν δείχνει να οδηγεί σε άμεση γενίκευση της σύγκρουσης, αλλά ούτε και σε βιώσιμη γεωπολιτική αποκλιμάκωση. Αν δεν υπάρξει θεσμική παρέμβαση με σαφή στόχο την οριοθέτηση, το ρίσκο δεν είναι μια μετωπική έκρηξη, αλλά η εμπέδωση μιας νέας κατάστασης μόνιμης έντασης στη Μέση Ανατολή. Και σε αυτήν την εκδοχή, η πολιτική διαχείριση αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολη και κρίσιμη από την απλή στρατιωτική ισχύ. Η ισορροπία τρόμου δεν έχει καταρρεύσει· μετασχηματίζεται σε ένα ρευστό σύστημα ανοχής της κρίσης, με κανόνες που δεν έχουν ακόμη καθοριστεί. Αν οι διεθνείς θεσμικοί παίκτες δεν ανακόψουν εγκαίρως την αυξανόμενη αστάθεια, το κενό στρατηγικής θα καλυφθεί από σπασμωδικές πρωτοβουλίες επίδειξης ισχύος. Και τότε, η παγκόσμια σταθερότητα δεν θα απειληθεί μόνο από μία γενικευμένη πολεμική έκρηξη, αλλά και από ασύμμετρες, περιοδικές μετατοπίσεις των γεωπολιτικών ισορροπιών.
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr