Τετάρτη, 26-Απρ-2023 12:38
Μετατρέπεται η Ουάσιγκτον σε γεροντοκρατία;

Του Κώστα Ράπτη
Με τη Βουλή των Αντιπροσώπων να ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικανούς, οι Δημοκρατικοί δεν έχουν πολλές δυνατότητες απρόσκοπτης παραγωγής νομοθετικού έργου, πέρα από την έγκριση ομοσπονδιακών λειτουργών από την (μόνη αρμόδια για αυτό) Γερουσία. Και αποτελεί για τους Δημοκρατικούς ταυτοτικό ζήτημα ιδίως ο διορισμός ομοσπονδιακών δικαστών, σε μία περίοδο όξυνσης των "πολέμων αξιών” για θέματα όπως λ.χ. το δικαίωμα στην άμβλωση.
Όμως το τελευταίο διάστημα, το κόμμα του προέδρου Μπάιντεν δεν μπορεί να κάνει ούτε αυτό, λόγω της παράλυσης της αρμόδιας Επιτροπής Δικαστικών Υποθέσεων της Γερουσίας.
Η γερουσιαστής η οποία χαρίζει στους Δημοκρατικούς την πλειοψηφία στην Επιτροπή δεν έχει συμμετάσχει σε ψηφοφορία από τον Φεβρουάριο. Η Νταϊάν Φάινστιν, η οποία τον Ιούλιο θα κλείσει τα 90, οικουρεί στο Σαν Φρανσίσκο, αναρρώνοντας από έρπητα που εμφάνισε μη προσδιοριζόμενες επιπλοκές. Ακόμη χειρότερα, πληροφορίες την θέλουν να εμφανίζει προβλήματα μνήμης και να μην είναι σε θέση να ασκήσει πλέον τα καθήκοντά της.
Όλα αυτά, σε μία συγκυρία κατά την οποία οι Δημοκρατικοί θα είχαν την ευκαιρία να σημειώσουν πολλούς "πόντους”, καλώντας σε ακρόαση στην επιτροπή τον αρχιδικαστή Τζον Ρόμπερτς, για να εγείρουν το πιθανό σκάνδαλο των δώρων που έχει δεχθεί από χρηματοδότη των Ρεπουμπλικανών ο Κλάρενς Τόμας, μόνος Αφροαμερικανός στον πανίσχυρο εννεαμελές Ανώτατο Δικαστήριο, όπου μετά τους διορισμούς της προεδρίας Τραμπ οι συντηρητικοί επικρατούν με "σκορ” έξι έναντι τριών.
Οι Δημοκρατικοί θέλησαν να προχωρήσουν στον ορισμό προσωρινού αντικαταστάτη της Φάινστιν στην Επιτροπή Δικαστικών Υποθέσεων, όμως οι Ρεπουμπλικανοί δεν συναινούν. Το αποτέλεσμα είναι να αρχίσουν να πληθαίνουν οι φωνές όσων ζητούν από την Φάινστιν (που η θητεία της λήγει τον Ιανουάριο 2025) να εξετάσει το ενδεχόμενο παραίτησης, ώστε να διευκολύνει το κόμμα της. Βέβαια οι φωνές αυτές προήλθαν από την Βουλή των Αντιπροσώπων και όχι από τη Γερουσία (όπου επικρατεί ενός είδους συναδελφική αλληλεγγύη) ή από τον Λευκό Οίκο, όπου ο 80χρονος Τζο Μπάιντεν μόλις ανακοίνωσε ότι θα είναι υποψήφιος για επανεκλογή.
Δεν είναι η πρώτη φορά που προκύπτει προβληματισμός για κάποιο υπέργηρο μέλος της Γερουσίας: ο Στρομ Θέρμοντ παραιτήθηκε σε ηλικία 100 ετών, ενώ ο Καρλ Μουντ παρέμεινε στην θέση του επί τρία έτη αφότου εγκεφαλικό επεισόδιο του στέρησε την δυνατότητα να μιλά και να γράφει.
Τον γόρδιο δεσμό θα πρέπει να λύσει κάπως ο κυβερνήτης της Καλιφόρνιας, Γκάβιν Νιούζομ, μόνος αρμόδιος για να ορίσει, σε περίπτωση παραίτηση της Φάινστιν, τον νέο γερουσιαστή της πολιτείας, μέχρι τις εκλογές του 2024, για τις οποίες ετοιμάζεται, σηματοδοτώντας την "ανανέωση”, η 76χρονη βουλευτίνα Μπάρμπαρα Λι. (Οι οικογένειες Νιούζομ, Πελόζι, Φάινστιν και Γκεττί συμπορεύονται με διάφορους τρόπους από τη δεκαετία του '60).
Από την άλλη, όμως, υπάρχουν και οι αντιρρήσεις ότι οι πιέσεις προς την Φάινστιν αποτελούν εκδήλωση σεξισμού ή ηλικιακού ρατσισμού (ageism), καθώς τίποτε αντίστοιχο δεν είχε συμβεί με νεότερους άνδρες συναδέλφους της, όπως λ.χ. ο Τζον Φέτερμαν της Πενσιλβάνιας, ο οποίος απουσίασε από τα καθήκοντά του για ένα διάστημα λόγω κατάθλιψης.
Εννοείται ότι σε αυτή την τόσο αμερικανική επιχειρηματολογία πρωτοστάτησε η πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων (και συντοπίτισσα της Φάινστιν) Νάνσι Πελόζι, ηλικίας 82 ετών.
Ως αντάξια του ονόματος, η αμερικανική Γερουσία έχει διάμεση ηλικία των μελών της τα 65,5 έτη, παρουσιάζει δηλαδή αισθητή (και πολύ μεγαλύτερη από αυτήν άλλων κοινοβουλευτικών σωμάτων του δυτικού κόσμου) απόκλιση από τη διάμεση ηλικία του γενικού πληθυσμού. Για δε τα εισοδηματικά δεδομένα δεν χρειάζεται να γίνει καν λόγος.
Όμως την αίσθηση ότι η Ουάσιγκτον μετατρέπεται σε γεροντοκρατία ενισχύει ασφαλώς η μάχη για τον Λευκό Οίκο, καθώς ο Μπάιντεν φιλοδοξεί να κυβερνήσει για άλλη μία τετραετία, δηλ. να αποχωρήσει σε ηλικία 86 ετών, ενώ πιθανότερος αντίπαλός του στην κάλπη αναμένεται να μην είναι άλλος από τον (κατά τρία έτη νεότερο) Ντόναλντ Τραμπ.
Η προφανής αδυναμία των κομματικών επιτελείων να προτείνουν νέες λύσεις έρχεται σε αντίθεση προς τις διαθέσεις των ψηφοφόρων, οι οποίοι, σύμφωνα με έρευνα για λογαριασμό του NBC News, υποστηρίζουν σε ποσοστό 60% (συμπεριλαμβανομένου του ενός τρίτου των Ρεπουμπλικανών) ότι ο Τραμπ δεν θα πρέπει να θέσει υποψηφιότητα και σε ποσοστό 70% (συμπεριλαμβανομένου του 51% των Δημοκρατικών) ότι και ο Μπάιντεν δεν θα πρέπει να επιδιώξει επανεκλογή.