Σάββατο, 25-Μαρ-2023 08:00
Κραδασμοί στο εσωτερικό της Ευρώπης

Του Κώστα Ράπτη
Στο εξωτερικό μέτωπο, αυτό που κατεξοχήν προσδιορίζεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, η Ευρώπη εμφανίζει εικόνα συσπείρωσης και ανθεκτικότητας – κρίνοντας μεταξύ άλλων και από τη σχετική άνεση με την οποία επιτεύχθηκε η απεξάρτηση από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες, παρά τα περί ενεργειακής κατάρρευσης προβλεπόμενα από αρκετούς. Όμως το εσωτερικό "μέτωπο" σημαδεύεται από ισχυρούς κραδασμούς σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Η Γαλλία, πιστή στις... δικές της παραδόσεις, αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, όχι όμως και το μόνο.
Το σχέδιο μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού που προωθούν ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν και η κυβέρνηση της Ελιζαμπέτ Μπορν αποτελεί πλέον νόμο του κράτους. Με τίμημα όμως την ανάδειξη της ευαλωτότητας της εκτελεστικής εξουσίας, σε ένα τοπίο παραλυτικών κοινοβουλευτικών ισορροπιών, αλλά και τη συνέχιση των επεισοδιακών κινητοποιήσεων των συνδικάτων, τα οποία κήρυξαν τη χθεσινή ημέρα "Μαύρη Πέμπτη", με νέες απεργίες και διαδηλώσεις.
Μόλις έναν χρόνο μετά την επανεκλογή του στην προεδρία, ο Εμανουέλ Μακρόν βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δυσεπίλυτο πολιτικό και θεσμικό σταυρόλεξο. Οι περσινές βουλευτικές εκλογές τού στέρησαν την ύπαρξη μιας σταθερής συμπολιτευόμαστε πλειοψηφίας, με αποτέλεσμα η διακυβέρνηση να προχωρά με συμπράξεις "μεταβλητής γεωμετρίας".
Όμως, η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη αποδείχθηκε η κίνηση εκείνη, η οποία συμπύκνωσε μετωνυμικά κάθε είδους συσσωρευμένη δυσαρέσκεια στην γαλλική κοινωνία, αποσπώντας υψηλά ποσοστά απόρριψης στις δημοσκοπήσεις και περιορίζοντας συνεπώς την ευελιξία των πολιτικών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα, κατά ειρωνεία της τύχης, ήταν να συναντήσει αντιστάσεις το σχετικό νομοσχέδιο και στους κόλπους των βουλευτών των κεντροδεξιών Ρεπουμπλικανών (των οποίων η προεδρική υποψήφια Βαλερί Πεκρές έκανε καμπάνια πέρσι για την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης στα 65 έτη).
Μετά από μία μακρά και βασανιστική κοινοβουλευτική διαδικασία, και μπροστά στο ρίσκο της καταψήφισης του νομοσχεδίου, η Ελιζαμπέτ Μπορν κατέφυγε (για ενδέκατη φορά στον έναν χρόνο της πρωθυπουργίας της) στο άρθρο 49.3 του Συντάγματος, δηλ. στο γαλλικό αντίστοιχο της πράξης νομοθετικού περιεχομένου. Πυροδότησε έτσι την κατάθεση δύο προτάσεων μομφής κατά της κυβέρνησής της, μίας από τον Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν και μία από την ομάδα των ανεξαρτήτων, προκειμένου το επίμαχο νομοθέτημα να καταπέσει μαζί με το υπουργικό συμβούλιο. Και αν η πρώτη πρόταση μομφής προοριζόταν για εσωτερική κομματική κατανάλωση, εφόσον δεν υπήρχαν πιθανότητες στήριξής της από άλλες πολιτικές δυνάμεις, η δεύτερη αποδείχθηκε πραγματικά απειλητική, αποτυγχάνοντας για μόλις εννέα ψήφους. Ο φόβος των περισσότερων εκ των Ρεπουμπλικανών βουλευτών μπροστά σε μία πρόωρη αναμέτρηση με την κάλπη φύλαξε τα έρμα.
Τα ερωτήματα όμως παραμένουν ανοικτά. Αφενός για την ίδια την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση, για την οποία ο αριστερός συνασπισμός Nupes πρόκειται να προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο και να επιχειρήσει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αφετέρου όμως για το πώς ο Μακρόν θα διανύσει τα τέσσερα υπόλοιπα χρόνια της θητείας του.
Ο ίδιος σε τηλεοπτική συνέντευξή του την Τετάρτη επικαλέσθηκε το γεγονός ότι δεν διεκδικεί επανεκλογή και άρα είναι έτοιμος να πληρώσει το τίμημα της αντιδημοφιλίας, προκειμένου να προωθήσει αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Προφανώς επενδύει στο γεγονός ότι οι κινητοποιήσεις μοιραία θα υποχωρήσουν κάποια στιγμή και ότι η διατάραξη της καθημερινότητας θα προκαλέσει κόπωση σε αξιοσημείωτο τμήμα του εκλογικού σώματος. Ωστόσο, ο σχεδιασμός αυτός απειλείται να ανατραπεί από δύο παράγοντες. Τον πρώτο υπενθυμίζει το προηγούμενο της αναίρεσης των παλαιότερων εργασιακών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης Ντε Βιλπέν (που είχαν επίσης εγκριθεί με τη διαδικασία του άρθρου 49.3), λόγω της επίμονης συνέχισης των κοινωνικών αντιδράσεων σε αυτές. Ο δε δεύτερος έχει να κάνει με το γεγονός ότι αν κάποιος δείχνει να επωφελείται από την "κόπωση", αυτή είναι η Λεπέν, η οποία από τη μια απορρίπτει τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση (η οποία άλλωστε κατεξοχήν πλήττει μικροαστικά στρώματα της εκλογικής της επιρροής), αφετέρου κρατήθηκε μακριά από τον "θόρυβο" των κινητοποιήσεων, στον οποίο τον τόνο έδωσε κατεξοχήν η αριστερά.
Σε κάθε περίπτωση, το "αυτοκρατορικό" μοντέλο της γαλλικής προεδρικής δημοκρατίας αναμετριέται με την πραγματική πρόκληση της δυσαρμονίας της εκτελεστικής με την νομοθετική εξουσία. Δυσαρμονία η οποία είθισται σε αντίστοιχες περιπτώσεις να επιλύεται με τη διάλυση του κοινοβουλίου και την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών: όμως στο υφιστάμενο τοπίο κανείς δεν πιστεύει ότι θα μπορούσε έτσι να προκύψει ένας περισσότερο φιλικός προς τον Μακρόν κοινοβουλευτικός συσχετισμός.
Εξού και ο ένοικος των Ηλυσίων δέχεται εισηγήσεις για ανασχηματισμό της κυβέρνησης και διεύρυνση της συμπολίτευσης. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο προς τα δεξιά, καθώς δυνάμει δεκτικοί σε μεταρρυθμίσεις σχηματισμοί, όπως το πάλαι ποτέ κραταιό Σοσιαλιστικό Κόμμα, μένουν πιστοί στη συμμαχία τους με την αριστερά και ηγεμονεύονται εντός του Nupes από τη ριζοσπαστική γραμμή του περσινού προεδρικού υποψηφίου Ζαν-Λυκ Μελανσόν.
Οι Ρεπουμπλικανοί, πάλι, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος μιας νέας πλειοψηφίας μαστίζονται από εσωτερικές διαιρέσεις και έλλειψη σαφούς προσανατολισμού. Εννοείται ότι πέφτει βαριά πάνω τους η σκιά της Λεπέν, η οποία μεταξύ άλλων, συνεχίζοντας την πλαγιοκόπηση, υποσχέθηκε να μην αντιτάξει δικούς της υποψηφίους στις περιφέρειες των κεντροδεξιών βουλευτών που θα υπερψήφιζαν την πρόταση μομφής.
Προς το παρόν ο Μακρόν δηλώνει ότι η Μπορν εξακολουθεί να έχει την υποστήριξή του. Αλλά ολοένα και περισσότεροι τον αντιμετωπίζουν όχι ως τον "Δία", όπως ήταν το παρωνύμιό του, αλλά ως "κουτσή πάπια", επί το αμερικανικότερον. Και τέσσερα χρόνια είναι πάρα πολλά για να κυλήσουν έτσι.
Στη Γερμανία, οι πολιτικο-κοινωνικές διεργασίες ποτέ δεν έχουν εξίσου θεαματική μορφή. Όμως εν μέσω των συνεχιζόμενων τριβών στο εσωτερικό του τρικομματικού συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων και του οικονομικού κόστους αφενός του πολέμου στην Ουκρανία και αφετέρου της επιδιωκόμενης πράσινης μετάβασης, τα άκρα του πολιτικού φάσματος ενισχύονται.
Αυτό ισχύει πρωτίστως για την ακροδεξιά "Εναλλακτική για τη Γερμανία" (AfD), η οποία σε πρόσφατες δημοσκοπήσεις εμφανίζεται να ξεπερνά σε δύναμη τους Πράσινους, ενώ την ίδια στιγμή οι συγκυβερνώντες Φιλελεύθεροι προσγειώνονται κάτω από το 7% της πρόθεσης ψήφου, με τάση προς το όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης του 5%. Αν αυτή η διάταξη μεταφραζόταν αύριο σε εκλογικό αποτέλεσμα, δεν θα ήταν δυνατό να συγκεντρώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία ούτε καν ο υφιστάμενος τρικομματικός συνασπισμός. Από την άλλη πλευρά, ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες υπό τον Κρίστιαν Μερτς ανακάμπτουν από το ιστορικό χαμηλό των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, δεν έχουν περιθώρια να προτείνουν άλλη κυβερνητική συμμαχία από έναν ακόμη "μεγάλο συνασπισμό" με τους Σοσιαλδημοκράτες.
Ανατροπές θα μπορούσαν να προκύψουν και από τον χώρο της Αριστεράς. Το κόμμα Die Linke "χαροπαλεύει" κάτω από το 5%, όμως η επικοινωνιακά επιδέξια βουλευτής του Ζάρα Βάγκενκνεχτ, που πρωτοστάτησε στη συγκέντρωση υπογραφών προσωπικοτήτων κατά της γερμανικής εμπλοκής στην ουκρανική κρίση, εξετάζει το ενδεχόμενο ίδρυσης δικού της κόμματος, το οποίο θα μπορούσε να καταγράψει ισχυρή υποστήριξη στα ανατολικά της χώρας (προσγειώνοντας αντιστοίχως την AfD). Η "ορφανή" εκλογική "δεξαμενή" του 30% των ψηφοφόρων που φέρονται να τάσσονται κατά της υποστήριξης της Ουκρανίας είναι το προφανές επίδικο.