Του Νικήτα Σίμου
Μετά από μήνες εντάσεων, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση κατέληξαν σε συμφωνία, η οποία προβλέπει την εφαρμογή από την Ουάσιγκτον του λεγόμενου "αμοιβαίου δασμού" 15% στα ευρωπαϊκά αγαθά. Στην πραγματικότητα, ο δασμός έχει πολύ μικρή αμοιβαιότητα.
Η ΕΕ, η οποία εφάρμοζε μέσο δασμό 0,9% στα αμερικανικά προϊόντα, αποφάσισε προς το παρόν να μην αντιδράσει, αφήνοντας εκκρεμείς τόσο τους αντι-δασμούς της τάξης περίπου 93 δισ. ευρώ επί αμερικανικών αγαθών, όσο και τα μέτρα για τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι αμερικανικές εταιρείες στην Ευρώπη.
Όσον αφορά ειδικά τις υπηρεσίες (κυρίως τραπεζικές εργασίες, πιστωτικές κάρτες, κοινωνικά δίκτυα κ.α), η ΕΕ είναι εκείνη, η οποία έχει έλλειμμα με τις ΗΠΑ, της τάξης των 100 δισ. ετησίως, αλλά ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται πάντα να το ξεχνά, εστιάζοντας μόνο στο πλεόνασμα της ΕΕ σε προϊόντα (πάνω από 200 δισ.). Ενδεχομένως το λησμόνησε επί του παρόντος και η ΕΕ. Από μια γενικότερη οπτική, όχι απαραίτητα ηττοπαθή, η αποφυγή επιβολής δασμών επί των εισαγωγών εξ Αμερικής, δεν προσθέτει πιέσεις επί του πληθωρισμού και δεν επιβαρύνει τον Ευρωπαίο καταναλωτή αμερικανικών προϊόντων.
Οι αμερικανικοί δασμοί τιμωρούν τις ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες παρουσιάζουν ισχυρή εξαγωγική έκθεση στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως η Γερμανία και η Ιταλία. Το γερμανικό ΑΕΠ θα μπορούσε να συρρικνωθεί κατά 0,3%, το ιταλικό κατά 0,2%, ενώ ο αντίκτυπος για τη Γαλλία θα παρέμενε μικρότερος, περίπου 0,1%.
Ωστόσο, εάν για τις Ηνωμένες Πολιτείες μέσοι δασμοί της τάξης του 15% επί των ευρωπαϊκών αγαθών αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα από $7 δισ. σε $91 δισ. ετησίως, όπως εκτιμάται από τα μακροοικονομικά μοντέλα, οι εξαγωγές της ΕΕ θα μειωθούν αντίστοιχα κατά 25-30% ή περίπου κατά $66 δισ. ετησίως.
Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια δραματική αύξηση των αμερικανικών φορολογικών εσόδων, κατά σχεδόν 9 φορές το επίπεδο τους πριν από την προεδρία Τραμπ. Αυτά τα δημόσια έσοδα βεβαίως επιβαρύνουν τον Αμερικανό καταναλωτή, και εισαγωγέα, εξασθενώντας το διαθέσιμο εισόδημά του.
Στις απώλειες για τους Ευρωπαίους εξαγωγείς λόγω των δασμών, προστίθεται η υποτίμηση του δολαρίου, το οποίο έχει χάσει 13% έναντι του ευρώ από την προ εξαμήνου ορκωμοσία του Τραμπ, καθιστώντας τα ευρωπαϊκά προϊόντα ακόμη ακριβότερα για τους Αμερικανούς καταναλωτές.
Η μέση επίπτωση από τις απώλειες λόγω των δασμών και του υποτιμημένου δολαρίου, εκτιμάται ότι θα μπορούσε να κυμανθεί άνω του 20% κατά μέσον όρο, για τους εξαγωγείς των μεγάλων εξαγωγικών χωρών, όπως οι Γερμανία και Ιταλία.
Για την Ευρώπη, το "κυνήγι" εμπορικών συμφωνιών με άλλες χώρες γίνεται διαρκώς περισσότερο περίπλοκο.
Αυτό οφείλεται στην αυξανόμενη "εκτροπή του εμπορίου" κατά την οποία πολλοί διεθνείς εξαγωγείς προσπαθούν να αντισταθμίσουν τις απώλειες τους στην αγορά των ΗΠΑ, αυξάνοντας τις εξαγωγές στην Ευρώπη.
Πρέπει να υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι ο δασμός καταβάλλεται από τους εισαγωγείς και κατά κανόνα μετακυλίεται στους καταναλωτές, δηλ, επιβαρύνει την οικονομία που τον επιβάλλει.
Από την άλλη πλευρά, μόνο ένα μικρό μερίδιο συνήθως "απορροφάται" από τον εξαγωγέα μέσω μιας αμυντικής μείωσης των τιμών. Και, λαμβάνοντας υπόψη, ότι η υποτίμηση του δολαρίου αναγκάζει ήδη τους ευρωπαίους εξαγωγείς να υποστούν απώλειες, είναι δύσκολο να είναι πρόθυμοι να επωμιστούν και το πρόσθετο βάρος των δασμών.
Νέες συμφωνίες
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναφερθεί σε έκτασή για τη δυνατότητα αντιστάθμισης της επίπτωσης των αμερικανικών δασμών με τη σύναψη νέων εμπορικών συμφωνιών με άλλες χώρες ή περιοχές. Συμφωνίες που, ωστόσο, επί του παρόντος, δεν διαφαίνονται ακόμη.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι πρόκειται για πολύπλοκες διαπραγματεύσεις που απαιτούν χρόνο. Αλλά σήμερα κατά τον τρέχοντα χρόνο, ένα δεύτερο στοιχείο προστίθεται σε αυτό το παραδοσιακό εμπόδιο.
Σε έναν κόσμο όπου μια μεγάλη οικονομία επιβάλλει δασμούς σχεδόν σε όλους, άλλοι εξαγωγείς από όλες τις πληγείσες από αμερικανικούς δασμούς χώρες, αναζητούν νέες αγορές για να αντισταθμίσουν τις απώλειες, που υπέστησαν στην αμερικανική αγορά.
Μπορεί όμως να προστεθεί και μια επιπλέον διάσταση.
Η περιοχή η οποία προσομοιάζει περισσότερο με τις Ηνωμένες Πολιτείες, όσον αφορά τη δομή της ζήτησης είναι ακριβώς η Ευρωπαϊκή Ένωση. Πολλές εξαγωγικές εταιρείες σε τρίτες χώρες, ως απάντηση στο πλήγμα το οποίο υπέστησαν από τους δασμούς των ΗΠΑ, εξετάζουν την Ευρώπη ως πιθανή εναλλακτική λύση.
Είναι αξιοσημείωτο ένα νέο μέσο ανάλυσης και πληροφόρησης (Monitoring trade diversion, European Commission) που εγκαινιάστηκε τον Μάιο, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το οποίο πληροφορεί για την χώρα, η οποία παρουσιάζει εντονότερο το φαινόμενο της εκτροπής εμπορίου.
Οι ενδείξεις είναι, ότι η Κίνα, είναι η πρώτη χώρα από την οποία προέρχονται οι περισσότερες ενδείξεις εκτροπής εξαγωγών και ακολουθούν η Ινδία και ο ASEAN των 10 χωρών στην Ν.Α Ασία (Ινδονησία, Φιλιππίνες, Σιγκαπούρη, Βιετνάμ κ.α.), ακριβώς οι κύριοι υποψήφιοι για μελλοντικές εμπορικές συμφωνίες με την ΕΕ. Περισσότερο απομακρυσμένες από την άλλη πλευρά, είναι οι χώρες της Mercosur και ο Καναδάς, όπου τα φαινόμενα απόκλισης είναι επί του παρόντος περιορισμένα.
‘Όλα αυτά προδιαγράφουν μια δύσκολη προοπτική.
Καθώς φαίνεται, ο κόσμος στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκινούν έναν εμπορικό πόλεμο, θα είναι επίσης, ένας κόσμος στον οποίο η διαπραγμάτευση συμφωνιών με τις χώρες που πλήττονται από αυτόν τον πόλεμο θα καθίσταται διαρκώς δυσκολότερη.
Ο ανταγωνιστικότερος θα υπερισχύσει, και κατά αυτήν την έννοια η Ευρώπη πρέπει να λάβει σοβαρότατα υπόψη τα μηνύματα των Ντράγκι και Λέτα.