Του Νικήτα Σίμου
Περισσότεροι πόροι αλλά διαφορετική κατανομή και διαχείριση κονδυλίων χαρακτηρίζουν την πρόταση του πολυετούς προϋπολογισμού για την περίοδο 2028-2034, την οποία παρουσίασε πρόσφατα (16/7) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η πρόταση – κρίσιμη επειδή καθορίζει τις πολιτικές προτεραιότητες της ευρωπαϊκής εκτελεστικής εξουσίας, τις οποίες θα πρέπει να υιοθετήσει το μπλοκ προκειμένου να ανταποκριθεί στις συνεχιζόμενες διεθνείς αναταραχές και προκλήσεις για την άμυνα και τη διττή, ενεργειακή και ψηφιακή μετάβαση – προβλέπει κατανομή περίπου 2 τρισεκατομμυρίων ευρώ, ή 1,26% κατά μέσο όρο επί του ΑΕΠ, για την υπόψη περίοδο.
Σε τρέχοντες όρους, είναι σχεδόν διπλάσιο από την προηγούμενη επταετία 2021-2027 (1.270 δισεκ.).
Πρόκειται για τον "πλέον φιλόδοξο προϋπολογισμό που έχει προταθεί ποτέ", δήλωσε η πρόεδρος της Επιτροπής.
"Η αύξηση των πόρων – διευκρίνισε η Επιτροπή – δεν θα επιβαρύνει τα μεμονωμένα κράτη μέλη, κατά την έννοια ουσιαστικής αύξησης του ποσοστού της συνεισφοράς τους (αύξηση από 1,13% σε 1,15% του ΑΕΠ)". Επομένως, το μεγαλύτερο μέρος των νέων εσόδων θα προέλθει από την προσαρμογή και την αύξηση των εσόδων, που η εκτελεστική εξουσία θα πρέπει να συγκεντρώσει από νέους φόρους. Αυτά περιλαμβάνουν κατά βάση φόρο επί των μεγάλων εταιρειών και του καπνού (MMF, European Commission 16/7/2025).
Υλοποίηση υπό προϋποθέσεις
Η πρόεδρος φον ντερ Λάιεν υποστηρίζει ότι έχει καταρτίσει ένα "απλούστερο και περισσότερο στοχευμένο" σχέδιο, καθώς τώρα λειτουργούν 4 κεφάλαια έναντι προηγουμένως 7.
Ένα κεφάλαιο ύψους 865 δισ. ευρώ περιλαμβάνει τα ταμεία συνοχής και την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), ενώ θα πρέπει επίσης να χρηματοδοτήσει τη μετανάστευση (περίπου 34 δισεκ.), την άμυνα και την ασφάλεια (Frontex, Europol). Στο πλαίσιο αυτού του κεφαλαίου, 218 δισεκ. θα διατεθούν στις λιγότερο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές περιφέρειες και 300 δισεκ. για άμεσες ενισχύσεις στους αγρότες.
Προκειμένου να έχουν πρόσβαση στα κονδύλια, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να υποβάλουν "εθνικά και περιφερειακά σχέδια εταιρικής σχέσης", ένα για κάθε χώρα της ΕΕ, επομένως 27, σε σύγκριση με τις σημερινές εκατοντάδες.
Η αρχή, όπως και με το ταμείο ανάκαμψης από την πανδημία Covid, είναι η παροχή των κονδυλίων με αντάλλαγμα μεταρρυθμίσεις.
Είναι ένα μοντέλο, επομένως, το οποίο, σε αντίθεση με το σημερινό, εισάγει προϋποθέσεις έναντι των πληρωμών και για τον λόγο αυτό γίνεται αντιληπτό από τα κράτη μέλη με επιφύλαξη, αν όχι δυσαρέσκεια.
Το 2ο κεφάλαιο δαπανών (περίπου 590 δισεκ.) αφορά την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία.
Το 3ο κεφάλαιο "Η Ευρώπη στον κόσμο", για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική γειτονίας, ανέρχεται σε 215 δισεκ.
Το 4ο αφορά τις διοικητικές δαπάνες και προβλέπει για τον τομέα αυτόν 118 δισεκ. ευρώ.
Οι αγρότες αντιδρούν
Ο κόσμος της γεωργίας βρίσκεται ήδη σε κατάσταση έντασης.
Στην πραγματικότητα, εάν στον τελευταίο πολυετή προϋπολογισμό της ΕΕ, η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΓΠ) ανήλθε σε 386 δισεκ. ευρώ, αυτή τη φορά θα διατεθούν στον τομέα μόνο 300 δισεκ. ευρώ. Πρόκειται για μείωση άνω του 20%, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο πληθωρισμός, "για έναν τομέα που βρίσκεται ήδη υπό πίεση από τους δασμούς του Ντόναλντ Τραμπ".
Αυτό αντέτεινε ο Μασιμιλιάνο Τζιανσάντι, πρόεδρος της Confagricoltura και της COPA, της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής ένωσης αγροτικών συνεταιρισμών, η οποία εκπροσωπεί περισσότερους από 22 εκατομμ. αγρότες.
Επιπλέον, ενώ στο παρελθόν η ΚΓΠ αποτελούσε χωριστό τμήμα του προϋπολογισμού, στην πρόταση της Επιτροπής συγχωνεύεται με τη χρηματοδότηση άλλων πολιτικών σε ενιαίο ταμείο, για τα "εθνικά και περιφερειακά σχέδια εταιρικής σχέσης".
Αντίθετα, οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και ιδιαίτερα οι χώρες που συνορεύουν με την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία, κέρδισαν μια σημαντική νίκη, καθώς – όπως επισημαίνει το Politico – "θα λάβουν περισσότερα κεφάλαια για να καλύψουν τόσο τις ανάγκες τους για την ασφάλεια όσο και για τις οικονομικές τους ανάγκες".
Τέλος, η Επιτροπή πρότεινε να υποστηριχθεί η ανασυγκρότηση της Ουκρανίας και η πορεία της προς την ένταξη στην ΕΕ, με επιπλέον 100 δισεκ. ευρώ.
Μεταξύ κριτικής και διαμάχης
Η Επιτροπή προσπάθησε να κατευνάσει το κλίμα, υποστηρίζοντας ότι τα κράτη μέλη μπορούν πάντα να συμπληρώνουν τα εθνικά κονδύλια για τη γεωργία.
Αλλά λίγοι πιστεύουν ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα έχουν τα επιπλέον κεφάλαια για να τα διαθέσουν στον αγροτικό τομέα.
Προκειμένου να αμφισβητήσουν τις περικοπές, εκατοντάδες αγρότες διαδήλωσαν έξω από τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα στις Βρυξέλλες, δίνοντας το στίγμα πιθανών μελλοντικών κινητοποιήσεων.
Οι αγρότες δεν είναι οι μόνοι οι οποίοι αμφισβητούν μια προσέγγιση που θεωρείται υπερβολικά κατευθυνόμενη από την φον ντερ Λάιεν, κατηγορούμενη από πολλούς για συγκεντρωτισμό.
Επίσης, όσον αφορά τον πολυετή προϋπολογισμό, αρκετοί αξιωματούχοι διαμαρτυρήθηκαν για μια στρατηγική ad excludum, αποκαλύπτοντας ότι αρκετοί επίτροποι, συμπεριλαμβανομένων των αντιπροέδρων, δεν μπόρεσαν να δουν την πρόταση στο σύνολό της και να την μελετήσουν.
Ενδεχομένως πρόκειται για ένδειξη προς μια απαραίτητη αλλαγή ρυθμού, όπως πολλοί παρατηρητές υποστηρίζουν.
Σε σύγκριση με την περίοδο του τελευταίου πολυετούς προϋπολογισμού (2021-2027), η Ευρώπη και ο κόσμος έχουν εισέλθει σε μια νέα ιστορική φάση, κατά την οποία – όπως επισημαίνουν οι εκθέσεις Draghi και Letta – απαιτούνται βαθιές αλλαγές στη διαχείριση, την απλούστευση και τις δυνατότητες ταχύτερης παρέμβασης της ΕΕ.
Αλλά ενώ η διάγνωση είναι ανεπιφύλακτα σωστή, η θεραπεία την οποία προτείνει η φον ντερ Λάιεν δεν απολαμβάνει, κατά τα φαινόμενα, ευρείας συναίνεσης.
Χρειαζόμαστε μια ισχυρότερη Ευρώπη, περισσότερο ικανή να υπερασπιστεί τον εαυτό της και να επενδύσει. Για να συμβεί αυτό, είναι (επίσης) απαραίτητο να επανεξεταστούν οι θέσεις δαπανών του προϋπολογισμού της ΕΕ και να αυξηθεί το σύνολο του προϋπολογισμού.
Με την πρότασή της, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν προσπαθεί να κάνει και τα δύο. Ωστόσο, υπήρξε ήδη διαφωνία σχετικά με τις δαπάνες (και κατά τα φαινόμενα θα συνεχίσει να υπάρχει και τα επόμενα χρόνια).
Όσον αφορά την αύξηση του προϋπολογισμού, αρκετά κράτη μέλη (π.χ. Γερμανία) έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα αυξήσουν τη συνεισφορά τους, ενώ η πρόταση για κάλυψή της μέσω φόρων (π.χ. για τον καπνό) έχει ήδη αντιμετωπιστεί με κατακραυγή.
Δημιουργείται έτσι μια – ενδεχομένως προς το παρόν – αντίφαση, η οποία ελκύει αμέσως την προσοχή: Θέλουμε μια ισχυρότερη Ευρώπη, αλλά δεν είμαστε πρόθυμοι να της δώσουμε τα χρήματα που απαιτούνται για να είναι ισχυρή. Στην καλύτερη περίπτωση είναι θέμα κουλτούρας, στη χειρότερη κυνικών υπολογισμών.
* Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής