Συνεχης ενημερωση

    Παρασκευή, 11-Απρ-2025 00:05

    Το ρολόι χτυπά τώρα για την Ταϊβάν

    121105137_m
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Οι ταξιτζήδες στην Ταϊβάν είναι διάσημοι για την αγάπη τους για κουβεντούλα και - αφού κάθισα στο πίσω κάθισμα ενός ταξί στα νότια του νησιού - ο οδηγός γύρισε προς το μέρος μου και με ρώτησε χαρούμενα πώς πήγε η μέρα μου, πριν δηλώσει απότομα: "Ουκρανία σήμερα, Ταϊβάν αύριο".

    Εξέφρασε έτσι μια κοινή ανησυχία σε όλη την Ταϊβάν από τότε που ο πρόεδρος Τραμπ απέσυρε την ισχυρή υποστήριξη της Αμερικής στην Ουκρανία και σαν να μην έφθανε αυτό, εξευτέλισε τον πρόεδρο της χώρας, Βολοντίμιρ Ζελένσκι σε μια συνάντηση στον Λευκό Οίκο στα τέλη Φεβρουαρίου. Σήμερα, οι πολίτες της Ταϊβάν αναρωτιούνται: Εάν οι ΗΠΑ μπορούν να το κάνουν αυτό στην Ουκρανία για να προσεγγίσουν τη Ρωσία, θα κάνουν το ίδιο και σε εμάς για να προσεγγίσουν την Κίνα; 

    Για δεκαετίες, οι ηγέτες της Ταϊβάν έχουν πλαισιώσει τη σύγκρουσή μας με την Κίνα - η οποία ισχυρίζεται ότι η Ταϊβάν είναι δικό της έδαφος και ορκίζεται να την καταλάβει, με τη βία αν χρειαστεί - ως υπεράσπιση της ελευθερίας μας και της δημοκρατίας μας. Αυτό υποστηρίζεται από την προσδοκία ότι οι ΗΠΑ θα μας υποστηρίξουν αν η Κίνα εισβάλει. Ως αποτέλεσμα έχει δημιουργηθεί ένα ψεύτικο αίσθημα ασφάλειας, επιτρέποντας στους πολιτικούς και τον λαό της χώρας να καθυστερούν τον αναγκαίο εθνικό διάλογο για τον καλύτερο τρόπο αντιμετώπισης της Κίνας προκειμένου να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη επιβίωση της δημοκρατίας μας.

    Με τον Τραμπ να παραμερίζει τις δημοκρατικές αξίες και τους φίλους της Αμερικής, η Ταϊβάν πρέπει να ξεκινήσει άμεσα μια σοβαρή εθνική συζήτηση σχετικά με το πώς θα εξασφαλίσουμε την ειρήνη με την Κίνα με όρους που είναι αποδεκτοί από εμάς, αντί να αφήσουμε μεγαλύτερες δυνάμεις να αποφασίσουν για το μέλλον μας.

    Σε διαδικτυακά σχόλια και καθημερινές συνομιλίες, ο λαός της Ταϊβάν εκφράζει αυξανόμενη αμφιβολία για τη δέσμευση της Αμερικής να βοηθήσει και ρωτά: Εάν οι ΗΠΑ δεν φαίνονται πλέον πρόθυμες να υποστηρίξουν ένα φιλικό έθνος, όπως η Ουκρανία, στην υπεράσπιση της ελευθερίας της, όλοι αυτοί οι δεκάδες χιλιάδες νεαροί Ουκρανοί που πολέμησαν και πέθαναν για τη χώρα τους το έκαναν μάταια; Μια άτυπη δημοσκόπηση στις αρχές Μαρτίου από μια διαδικτυακή πλατφόρμα δημοφιλής στους φοιτητές της Ταϊβάν ρώτησε εάν - δεδομένων των τελευταίων εξελίξεων στην Ουκρανία - οι ερωτηθέντες συνέχιζαν να είναι πρόθυμοι να υπερασπιστούν την Ταϊβάν απέναντι σε μια κινεζική επίθεση ή θα προτιμούσαν την παράδοση. Οι περισσότεροι επέλεξαν την παράδοση.

    Ο πρόεδρος της Ταϊβάν, Λάι Τσινγκ-τε φαίνεται να αγνοεί αυτά τα συναισθήματα. Αντί να απευθυνθεί σε όλες τις πλευρές στην Ταϊβάν για να ξεκινήσει μια επείγουσα εθνική συζήτηση σχετικά με την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσουμε, διαλέγει αντίθετα τον φόβο, την αντιπαράθεση και την αναβίωση της σκοτεινής ρητορικής του Ψυχρού Πολέμου.

    Στις 13 Μαρτίου, επικαλούμενος την κινεζική κατασκοπεία, τον κίνδυνο ανατροπής και τις στρατιωτικές απειλές, ο Λάι χαρακτήρισε επίσημα την Κίνα "ξένη εχθρική δύναμη" και υποσχέθηκε αυστηρότερο έλεγχο των επιχειρηματικών, πολιτιστικών και άλλων δεσμών με το Πεκίνο. Ανακοίνωσε επίσης σχέδια για την αποκατάσταση ενός συστήματος στρατιωτικών δικαστηρίων για τη δίωξη εγκλημάτων που αφορούν την εθνική ασφάλεια. Αυτό το σύστημα καταργήθηκε το 2013 λόγω ανησυχιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το Kuomintang, κατηγόρησε τον Λάι ότι ωθεί την Ταϊβάν προς τον πόλεμο, ενώ η Κίνα -προβλέψιμα- προειδοποίησε ότι "παίζει με τη φωτιά".

    Το πρόβλημα με την προσέγγιση του Λάι είναι ότι η Ταϊβάν δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στην υποστήριξη των ΗΠΑ. Αυτό δεν είναι κάτι που μόλις τώρα συνειδητοποιούμε λόγω του Τραμπ, ο οποίος, εκτός από την προδοσία της Ουκρανίας, έχει ήδη σπείρει αμφιβολίες για τη δέσμευσή του να υπερασπιστεί την Ταϊβάν, κατηγορώντας μας ότι κλέβουμε από την Αμερική έσοδα από τον τομέα των ημιαγωγών. 

    Γνωρίζουμε εδώ και καιρό ότι οι ΗΠΑ, όπως και κάθε άλλη χώρα, βάζουν πρώτα τα δικά τους συμφέροντα. Ταϊβανέζοι όλων των ηλικιών γνωρίζουν τι συνέβη στις 16 Δεκεμβρίου του 1978, όταν ο Τσιανγκ Τσινγκ-Κούο, ο τότε πρόεδρός μας, ξύπνησε στις 2 τα ξημερώματα και ενημερώθηκε ότι οι ΗΠΑ θα διέκοπταν τους διπλωματικούς δεσμούς με την Ταϊβάν για να αναγνωρίσουν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, εγκαταλείποντας μας – έναν σύμμαχο του Ψυχρού Πολέμου – σε ολοένα και μεγαλύτερη διπλωματική απομόνωση. Η ωμή προσέγγιση του Τραμπ είναι απλώς μια διαφορά στο ύφος, όχι στην ουσία.

    Με την ισχύ της Κίνας να αυξάνεται και τις ΗΠΑ να γυρίζουν την πλάτη τους στον κόσμο, η Ταϊβάν έχει δίκιο να ενισχύει τον στρατό της ως μέσο αποτροπής μιας επίθεσης. Αλλά ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσει ειρηνικά την ελευθερία της είναι να συμφιλιωθεί με κάποιο τρόπο με την Κίνα. Η πρόσφατη ιστορία δείχνει ότι αυτό είναι εφικτό.

    Για δεκαετίες, η Ταϊβάν και η Κίνα ήταν βαθιά αποξενωμένες και ουσιαστικά σε εμπόλεμη κατάσταση. Αλλά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι σχέσεις σταδιακά ξεπάγωσαν. Γνώρισαν την καλύτερη περίοδο τους κατά την προεδρία του Μα Γινγκ-Τζέου του Kuomintang, από το 2008 έως το 2016. Το Kuomintang δίνει έμφαση στη συνεργασία με την Κίνα προκειμένου να διασφαλίζεται η σταθερότητα και ευημερία της Ταϊβάν.

    Υπό τη διοίκηση του Μα, οι σχέσεις των δύο χωρών στον ακαδημαϊκό χώρο, τον πολιτισμό και το εμπόριο άνθισαν, με αποκορύφωμα την ιστορική συνάντησή του το 2015 με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ. Μετά από δεκαετίες εχθρότητας φαινόταν ότι η συμφιλίωση ήταν δυνατή.

    Όμως το παράθυρο αυτό έκλεισε γρήγορα. Ο σκεπτικισμός της κοινής γνώμης σχετικά με την αναθέρμανση των δεσμών με την Κίνα αυξήθηκε στην Ταϊβάν, ειδικά αφού η Κίνα απάντησε στις διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ, που ξεκίνησαν το 2014, με σκληρή καταστολή που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα της Ταϊβάν - το οποίο δικαιολογημένα είναι δύσπιστο απέναντι στην Κίνα και υπογραμμίζει την ανάγκη να προστατευθεί η κυριαρχία του νησιού - κέρδισε την προεδρία το 2016 και την διατηρεί από τότε. Οι σχέσεις με την Κίνα έχουν επιστρέψει στην αντιπαράθεση και τον φόβο.

    Αλλά ο φόβος είναι ίσως ο μεγαλύτερος εχθρός. Ο φόβος γεννά μίσος και δυσπιστία, σε σημείο που ακόμη και η ιδέα της ειρήνης με την Κίνα απορρίπτεται στον πολιτικό λόγο της Ταϊβάν ως αφελής, αντιπατριωτική ή - χειρότερα - ως παράδοση και προδοσία.

    Ο φόβος γεννά επίσης μια παρόρμηση για αυστηρότερο έλεγχο, όπως επιδιώκει ο Λάι σήμερα. Μεγάλωσα στην Ταϊβάν τη δεκαετία του 1950, όταν ζούσαμε υπό στρατιωτικό νόμο και διαρκή φόβο για μια κινεζική εισβολή. Η όλο και πιο τεταμένη ατμόσφαιρα σήμερα –η αγορά αμερικανικών όπλων από την Ταϊβάν, η αμφιλεγόμενη απόφαση του Λάι να χαρακτηρίσει ως εχθρό την Κίνα και η επιστροφή της καχυποψίας του Ψυχρού Πολέμου στις συναλλαγές με την Κίνα – όλα αυτά φαίνονται σαν μια ανησυχητική επιστροφή σε εκείνη την εποχή, απειλώντας την ειρήνη και την πρόοδο που έχει κάνει η Ταϊβάν στην οικοδόμηση μιας ανοιχτής, δημοκρατικής κοινωνίας.

    Το ρολόι χτυπά τώρα για την Ταϊβάν. Ο Τραμπ και ο Σι θα συναντηθούν κάποια στιγμή. Μετά από αυτό που συνέβη με την Ουκρανία, υπάρχει πολύ πραγματικός κίνδυνος ο Τραμπ να βάλει στην άκρη την Ταϊβάν για να συνάψει μια εμπορική ή γεωπολιτική συμφωνία με τον Σι.

    Σχεδόν όλοι εμείς στην Ταϊβάν θέλουμε να προστατεύσουμε την αγαπημένη μας ελευθερία. Εκεί που διαφωνούμε είναι πώς να το πετύχουμε - μέσω της συμφιλίωσης ή της αντιπαράθεσης με την Κίνα. Αλλά ένα πράγμα είναι πλέον ξεκάθαρο: Το να βασιζόμαστε εξ ολοκλήρου στις ΗΠΑ, ενώ απορρίπτουμε και ανταγωνιζόμαστε την Κίνα δεν είναι πλέον μια βιώσιμη πορεία προς τα εμπρός. Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς πρώτα να διασφαλιστεί η ειρήνη.

    © 2025 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ