Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 18-Μαρ-2025 00:05

    Να ποιος χάνει σε έναν εμπορικό πόλεμο

    Να ποιος χάνει σε έναν εμπορικό πόλεμο
    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Για δεκαετίες τώρα η παγκόσμια παραγωγή εκτός των ΗΠΑ - ειδικά της Κίνας και των ευρωπαϊκών χωρών - ξεπερνά την κατανάλωση, με τον υπόλοιπο κόσμο να πουλά τα αγαθά του στην Αμερική συσσωρεύοντας έτσι έναν ολοένα αυξανόμενο σωρό από δολάρια. Αυτό συμβαίνει επειδή οι ΗΠΑ καταναλώνουν πολύ περισσότερο απ' ό,τι παράγουν, καταβροχθίζοντας τη διαφορά με τη μορφή επίμονων εμπορικών ελλειμμάτων και χρηματοδοτώντας αυτά τα ελλείμματα με χρέος που αγοράζουν με μεγάλη ικανοποίηση επενδυτές από την Κίνα και την Ευρώπη.

    Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι πρόθυμος να δεχτεί αυτή την κατάσταση. Η κυβέρνησή του έχει επιταχύνει μια στροφή προς αυτό που οι συνάδελφοί μου και εγώ στην εταιρεία διαχείρισης επενδύσεων Bridgewater Associates αποκαλούμε σύγχρονο μερκαντιλισμό: την άποψη ότι τα εμπορικά ελλείμματα αποτελούν απειλή για τον εθνικό πλούτο και ισχύ. 

    Ο Τραμπ και πολλοί από τους υποστηρικτές του πιστεύουν ότι τα επίμονα εμπορικά ελλείμματα έχουν οδηγήσει την Αμερική να είναι εξαρτημένη σε επικίνδυνο βαθμό από άλλες οικονομίες, έχουν θέσει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια και έχουν υπονομεύσει την αγορά εργασίας για τη μεσαία τάξη. Αυτός είναι ο πρωταρχικός λόγος που ο Τραμπ επιβάλλει τους δασμούς και υιοθετεί τις άλλες πολιτικές που βρίσκονται στα πρωτοσέλιδα σήμερα.

    Ενώ οι σύγχρονες μερκαντιλιστικές πολιτικές έχουν στόχο να αντιμετωπίσουν συνολικά τους ανταγωνιστές των ΗΠΑ, αποτελούν μια ιδιαίτερα σοβαρή απειλή για την οικονομική μηχανή της Ευρώπης. Εάν οι ΗΠΑ δεν είναι πια πρόθυμες να συνεχίσουν να έχουν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα, αυτό σημαίνει ότι η "πίτα" που είναι διαθέσιμη σε όλους τους άλλους για να παράγουν περισσότερα από όσα καταναλώνουν συρρικνώνεται.

    Ωστόσο, αυτή η πρόκληση θα μπορούσε τελικά να ωθήσει την Ευρώπη προς την αλλαγή που χρειάζεται επειγόντως και την οικονομική αναζωογόνηση. Μετά τις πρόσφατες ενέργειες και τις δηλώσεις Τραμπ για την Ουκρανία, η Ευρώπη συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι δεν μπορεί πλέον να βασίζεται στις ΗΠΑ για την ασφάλεια της: η Ευρώπη θα πρέπει να αναγνωρίσει επίσης ότι δεν μπορεί να βασίζεται στις ΗΠΑ για την οικονομική της σταθερότητα.

    Οι ΗΠΑ έχουν το πάνω χέρι σε αυτή την εμπορική σύγκρουση ακριβώς επειδή έχουν σήμερα μεγάλα εμπορικά ελλείμματα. Η Αμερική έχει περισσότερες εισαγωγές για να επιβάλει δασμούς, παρά εξαγωγές, ενώ έχει περισσότερα να κερδίσει αν οι αμερικανικές εταιρείες ανταποκριθούν αυξάνοντας τις εγχώριες επενδύσεις και φέρνοντας τις αλυσίδες εφοδιασμού πίσω στην πατρίδα.

    Η κατάσταση σήμερα είναι ακριβώς το αντίθετο της θέσης των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του εμπορικού πολέμου της Μεγάλης Ύφεσης, ο οποίος ξεκίνησε με τον νόμο Smoot-Hawley Tariff Act του 1930. Οι ΗΠΑ ήταν αυτές που είχαν εμπορικό πλεόνασμα εκείνη την εποχή, επομένως ήταν πιο ευάλωτες σε δασμούς και προστατευτικά μέτρα.

    Καθώς οι δασμοί αυξάνονται, κάθε χώρα που έχει πλεόνασμα με την Αμερική θα δυσκολεύεται να πουλήσει τα προϊόντα της στις ΗΠΑ. Οι χώρες στην Ευρώπη όμως θα υποφέρουν περισσότερο, επειδή οι πιο σημαντικές βιομηχανίες τους είναι και το πεδίο που η Κίνα έχει τα μεγάλα της πλεονεκτήματα.  

    Η Κίνα έχει βαθιά ριζωμένες μερκαντιλιστικές πεποιθήσεις για δεκαετίες τώρα, ενώ για πολλά χρόνια χρησιμοποιεί κυβερνητικά μέσα για να επιδοτεί βιομηχανίες που θεωρεί στρατηγικά σημαντικές, καταγράφοντας τεράστιες ζημιές στην πορεία. Κατά καιρούς, έχει στηρίξει επίπεδα παραγωγής πολύ πάνω από τα επίπεδα της ζήτησης στην αγορά. 

    Μετά από δεκαετίες τεχνολογικής προόδου με την υποστήριξη του κράτους, η Κίνα είναι ένας ισχυρός ανταγωνιστής σε ένα ευρύ φάσμα κλάδων: αυτοκίνητα, προηγμένα βιομηχανικά μηχανήματα, ηλεκτρικός εξοπλισμός και συσκευές. Για να μην αναφέρουμε τομείς, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, με τεράστια σημασία για τους Κινέζους αξιωματούχους. Ως αποτέλεσμα, οι κινεζικές εταιρείες βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση για να αρπάξουν το μεγαλύτερο κομμάτι της διαθέσιμης πίτας στο εμπορικό πλεόνασμα.

    Η Ευρώπη, από την άλλη πλευρά, θα βρεθεί να πιέζεται ολοένα και περισσότερο, με τις ΗΠΑ να είναι απρόθυμες να απορροφήσουν την ευρωπαϊκή παραγωγή και την Κίνα να την ανταγωνίζεται, τόσο στο ευρωπαϊκό έδαφος, όσο και στις όποιες μικρότερες αγορές συνεχίσουν να παραμένουν ανοιχτές στις εξαγωγές.

    Η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία αισθάνεται ήδη την πίεση. Οι ξένοι κατασκευαστές ηλεκτρικών οχημάτων έχουν αλλάξει δομικά την αγορά, ιδιαίτερα η Tesla και κινεζικές εταιρείες όπως η BYD, οι οποίες υποστηρίχθηκαν σε διαφορετικό βαθμό από το κράτος μέχρι να γίνουν κερδοφόρες. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ωστόσο, ήταν διστακτικές να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο και να κατευθύνουν δημόσιο χρήμα σε ιδιωτικές εταιρείες: είναι παγιδευμένες μεταξύ της επιθυμίας τους να προστατεύσουν τις δικές τους αυτοκινητοβιομηχανίες από τον κινεζικό ανταγωνισμό και του φόβου να χάσουν την πρόσβαση στην κινεζική αγορά, αν η Κίνα απαντήσει με προστατευτικά μέτρα.

    Η απειλή για την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία είναι υπαρξιακή. Οι απόψεις των επενδυτών για αυτές τις εταιρείες είναι τόσο απαισιόδοξες που υπονοούν ότι μπορεί να χάσουν τη μάχη για επιβίωση. Αν οι τιμές των μετοχών συνεχίσουν σε αυτή την πτωτική τροχιά, ο οικονομικός πόνος από την κατάρρευση μιας τόσο σημαντικής βιομηχανίας θα περάσει και στην υπόλοιπη οικονομία, εντείνοντας την πίεση στους Ευρωπαίους ηγέτες να στραφούν στον προστατευτισμό και την ανταγωνιστική βιομηχανική πολιτική.

    Ενώ η πίεση για την προστασία αυτών των ιστορικών εταιρειών θα είναι έντονη, θα είναι και ένα κολοσσιαίο λάθος εάν η Ευρώπη αποτύχει να αντιμετωπίσει αυτό που έκανε τις οικονομίες της τόσο ευάλωτες εξαρχής: την χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας και τις χαμηλές επιδόσεις στην καινοτομία. Η Κίνα έφτασε να αποτελεί μια ανταγωνιστική δύναμη μέσω της τεχνολογικής διαταραχής (εν μέρει με την υποστήριξη του κράτους), ενώ οι ΗΠΑ ξεπέρασαν εύκολα την Ευρώπη στην τεχνολογική καινοτομία και την αύξηση της παραγωγικότητας την τελευταία δεκαετία. Για παράδειγμα, η Καλιφόρνια δίνει πάνω από το 25% των εταιρειών-μονόκερων (νέες εταιρείες αξίας άνω του 1 δισ. δολ) παγκοσμίως, ενώ η Γερμανία, μια οικονομία περίπου του ίδιου μεγέθους, έχει δώσει μόνο το 2%. 

    Η Ευρώπη έχει μείνει πίσω από τις ΗΠΑ εξαιτίας του προβληματικού ρυθμιστικού πλαισίου με τις αλληλεπικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, ιδιαίτερα στον τομέα της τεχνολογίας, αλλά και των άκαμπτων αγορών εργασίας που δυσκολεύουν τις εταιρείες να προσλαμβάνουν και να απολύουν εργαζομένους.

    Αυτά τα προβλήματα είναι γνωστά. Το 2024, η Ευρωπαϊκή Ένωση δημοσίευσε μια απογοητευτική έκθεση, υπό την ηγεσία του πρώην Ιταλού πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι για την ανταγωνιστικότητά, η οποία ήταν αδυσώπητη στην κριτική της και άκαμπτη στις συστάσεις της για αλλαγή.

    Ορισμένες από τις προτάσεις της, όπως δημόσιες επενδύσεις σχεδόν 900 δισ. δολ. σε τομείς όπως η τεχνολογία και η άμυνα, θα μπορούσαν να έχουν μετασχηματιστική δράση, αντιμετωπίζοντας μερικά από τα πιο μεγάλα εμπόδια στην παραγωγικότητα και την καινοτομία. Μέχρι στιγμής, οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν καθυστερήσει να υλοποιήσουν τις συστάσεις της έκθεσης Ντράγκι, παρά τις εκτεταμένες εκκλήσεις να κινηθούν κατεπειγόντως σε αυτό το θέμα.

    Η κρίση ασφάλειας που γνωρίζει η Ευρώπη μπορεί τελικά να την οδηγήσει σε δράση. Η Γερμανία έκανε ένα ουσιαστικό βήμα και παραιτήθηκε από τους αυτοεπιβληθέντες περιορισμούς στη δημοσιονομική πολιτική για να κάνει ουσιαστικές επενδύσεις στην άμυνα της. Το ερώτημα είναι εάν η Ευρώπη θα εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία για να μεταμορφώσει ευρύτερα την οικονομία της - και εάν οι ηγέτες της θα συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχουν άλλες καλές επιλογές.

    © 2025 Διατίθεται από το "The New York Times Licensing Group"

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ