Του Σπύρου Δημητρέλη
Στη χώρα μας οι πολιτικές δυνάμεις -και δεν μιλάω μόνο για τα κόμματα διότι και οι διάφορες συντεχνίες πολιτικές δυνάμεις είναι-, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, έχουν μια ιδιαίτερη ικανότητα στην όσφρηση της πολιτικής κατάστασης. Μάλιστα έχουν ιδιαίτερα ανεπτυγμένη την όσφρηση όταν υπάρχει διάχυτη η οσμή της πολιτικής αδυναμίας των κυβερνόντων.
Οι εξελίξεις με την τραγωδία των Τεμπών όπου, σε αντίθεση με το αρχικό κυβερνητικό αφήγημα, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η εμπορική αμαξοστοιχία μετέφερε παράνομο εύφλεκτο φορτίο ενώ αποδεικνύεται και λανθασμένη και πιθανότατα παράνομη η διαδικασία χωματουργικών εργασιών στον χώρο της τραγωδίας πριν ολοκληρωθούν οι ανακριτικές έρευνες, έχει τραυματίσει σοβαρά την κυβέρνηση και την εικόνα του ίδιου του Κυριάκου Μητσοτάκη. Και βεβαίως για αυτόν τον τραυματισμό η ευθύνη είναι εξολοκλήρου δική της και δική του. Με πράξεις και παραλείψεις επέτρεψε να δημιουργηθεί όλο αυτό το κλίμα υποψιών για συγκάλυψη. Η αίσθηση αυτή προκάλεσε τη μεγάλη οργή που εκδηλώθηκε με τα μαζικά συλλαλητήρια πριν από μερικές εβδομάδες.
Αντί η κυβέρνηση να πιέσει για να τρέξει η έρευνα με πλήρη διαφάνεια και όλες τις προβλεπόμενες και νόμιμες διαδικασίες, θεώρησε λανθασμένα ότι το ζήτημα ξεφούσκωσε με τη λαϊκή αναβάπτισή της στις εκλογές του Ιουλίου 2023. Αντί να κάνει μια κανονική εξεταστική επιτροπή στη Βουλή, έτρεξε μια διαδικασία που άφησε σκιές και ερωτήματα ρίχνοντας βενζίνη στη φωτιά της γενικότερης αίσθησης συγκάλυψης. Ενώ ο οργανισμός διερεύνησης του ατυχήματος έτρεχε την έρευνα εδώ και πολλούς μήνες για το δυστύχημα με παραγγελία πραγματογνωμοσυνών για την αιτία της έκρηξης και της δολοφονικής πυρκαγιάς που ακολούθησε, αντί να ζητήσει να υπάρχει συνεχής και επίσημη ενημέρωση για την πορεία των ερευνών, επέτρεψε με τη σιωπή την καλλιέργεια της αίσθησης συγκάλυψης ενός εγκλήματος. Και δεν είναι μόνο αυτά. Με την τραγωδία των Τεμπών η κυβέρνηση είχε μια μεγάλη αφορμή για να συγκρουστεί με το βαθύ κράτος και άλλες παθογένειες της Ελληνικής Δημοκρατίας. Δεν το έκανε. Το μείγμα όλων των παραπάνω δεν ήταν απλώς εύφλεκτο. Ήταν καταστροφικά εκρηκτικό. Σε σημείο που μπορεί να προκαλέσει μεγάλες βλάβες όχι μόνο στην ίδια -που ούτως ή άλλως της αξίζει- αλλά και στη χώρα γενικότερα μέσω της πολιτικής αποσταθεροποίησης.
Η οσμή της πολιτικής αδυναμίας έχει γίνει πλέον έντονη και η μείζων και ελάσσων αντιπολίτευση αλλά και συνδικαλιστικοί φορείς του Δημοσίου δεν χάνουν την ευκαιρία. Έχουν αρχίσει να απαιτούν την επαναφορά των δώρων στο δημόσιο τομέα. Ο δημοσιονομικός λαϊκισμός που κατέστρεψε τη χώρα και την καταστρέφει με συχνότητα μερικών δεκαετιών επιστρέφει δυναμικά. Πρώτος βγήκε ο ΣΥΡΙΖΑ που ζήτησε να επανέλθουν πλήρως τα δώρα σε μισθούς του Δημοσίου και συντάξεις και μερικές ημέρες αργότερα, χθες, είχαμε και το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη που έκανε ένα σκόντο και ζήτησε να επανέλθει ο ένας επιπλέον μισθός στο Δημόσιο.
Η κυβέρνηση, δια στόματος του υπουργού Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, έχει ξεκαθαρίσει ότι το υπερπλεόνασμα που προκύπτει θα διατεθεί για τη μείωση της φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων. Η Ελλάδα έχει μια από τις πιο ληστρικές φορολογικές κλίμακες η οποία αποτελεί πηγή πολλαπλών στρεβλώσεων και φρένων στην ανάπτυξη, όπως είναι η φοροδιαφυγή και εισοφοροδιαφυγή και τα αντικίνητρα στην εργασία. Αν δοθεί σε μισθούς και προσλήψεις, δηλαδή στην κατανάλωση, θα αποτελέσει την απαρχή για την αντίστροφη μέτρηση της επόμενης ελληνικής χρεοκοπίας έστω και αν αυτή πάρει μερικές δεκαετίες. Το πού θα διατεθεί το υπερπλεόνασμα είναι το επόμενο μεγάλο διακύβευμα στο δημοσιονομικό πεδίο. Όλοι θα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Και για τα Τέμπη και για την αρνητική τροπή που δείχνουν να παίρνουν τα πράγματα στην πολιτική κατάσταση και τις προοπτικές της οικονομίας.