Του Σπύρου Δημητρέλη
Οι εκλογές που θα γίνουν για την ανάδειξη της νέας ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ δεν αφορούν μόνο το κόμμα της αντιπολίτευσης. Αφορούν κατά μείζονα βαθμό και την ίδια την πορεία της χώρας τα επόμενα χρόνια.
Τις τελευταίες δεκαετίες η χώρα έχει ταλαιπωρηθεί αφάνταστα από τα λόγια και τις πράξεις του λαϊκισμού σε όλες τις κομματικές του εκφάνσεις -με αποκορύφωμα το πρώτο εξάμηνο του 2015 και τον ΣΥΡΙΖΑ- και το ΠΑΣΟΚ ήταν το κόμμα που πλήρωσε, ίσως, τον μεγαλύτερο λογαριασμό της μεταπολιτευτικής οικονομικής και ηθικής χρεωκοπίας της χώρας.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι του χρεώθηκε αυτός ο λογαριασμός αδίκως. Σε μεγάλο βαθμό οι πολιτικές που εφήρμοσε σε πρακτικό και φαντασιακό επίπεδο ήταν αυτές που, με κάποια σύντομα χρονικά διαλείμματα, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την ταχύτατη πορεία της χώρας προς το οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο.
Ο νέος ηγέτης που θα αναδείξουν οι κάλπες του ΠΑΣΟΚ θα πρέπει να είναι πρωτίστως χρήσιμος για τη χώρα και σε δεύτερο επίπεδο για το ίδιο το κόμμα. Μάλιστα, η επιτυχία στο πρώτο επίπεδο δεν αντιβαίνει την προσπάθεια για επιτυχία στο δεύτερο.
Η τωρινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ πίστευε -λανθασμένα κατά τη γνώμη μας- ότι η εκλογική επιρροή του κόμματος θα αυξηθεί εφόσον εκφράσει την αριστερή ρητορική που έφερε στην πρωτοκαθεδρία της κεντροαριστεράς τον ΣΥΡΙΖΑ. Ότι η εκλογική επιρροή θα έρθει με την πλειοδοσία των αριστερών επιχειρημάτων που κυριάρχησαν στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και τερματίστηκαν ντε φάκτο με τη χρεωκοπία του 2010 και τη μονόδρομη και αναγκαστική προσφυγή της χώρας στη διεθνή οικονομική επιτροπεία. Με επιλογές όπως η καταψήφιση της ίδρυσης μη κρατικών πανεπιστημίων και της διενέργειας απογευματινών χειρουργείων στο ΕΣΥ, η τωρινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ επέλεξε τον σίγουρο δρόμο της μετριότητας μέσω της προσπάθειας επαναπατρισμού ψηφοφόρων κρατικιστικής προσέγγισης στα πράγματα που έχουν εδώ και καιρό μεταδημοτεύσει στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, η προοπτική επανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ σε κόμμα εξουσίας δεν περνά από αυτό το μονοπάτι. Το μονοπάτι είναι η υποβολή μιας πραγματικής πρότασης μεταρρύθμισης της χώρας προς ένα περισσότερο παραγωγικό μοντέλο, με πρωταγωνιστή τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας και αυστηρό ρυθμιστή το κράτος. Το τελευταίο θα πρέπει να εξασφαλίζει ίσες ευκαιρίες και υγιή ανταγωνισμό την ίδια ώρα που θα διευκολύνει, εξυπηρετεί και προστατεύει πραγματικά τον πολίτη.
Αν το ΠΑΣΟΚ δεν ξεφύγει από τα νοσηρά κρατικιστικά του δεσμά δεν μπορεί να απευθυνθεί με αποτελεσματικότητα στα μεσαία στρώματα της κοινωνίας που επιζητούν ποιότητα και αποτελεσματικότητα στην καθημερινότητά τους, αδιαφορώντας αν αυτό έρθει μέσα από την κρατική ή ιδιωτική πρωτοβουλία και τον ανταγωνισμό. Είναι τα ίδια στρώματα που έδωσαν καθαρές και μεγάλες νίκες στη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Η ανάδειξη νέας ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ είναι, όπως αναφέραμε, ένα κρίσιμο ζήτημα και για την ίδια τη χώρα. Ο λόγος είναι ότι το ΠΑΣΟΚ μέσα από τις εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας ωρίμασε και άλλαξε σε βαθμό που μπορεί να εκφράσει χωρίς βαρίδια μια νέα πρόταση διακυβέρνησης για τους πολίτες και ένα καλύτερο αύριο για όλους. Υπάρχουν και αυτοί που λένε ότι το brand name ΠΑΣΟΚ έχει πλέον καεί και δεν πρόκειται να αποτελέσει στο μέλλον πλειοψηφικό ρεύμα στην κοινωνία.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι ασφαλείς προβλέψεις δεν μπορούν να γίνουν. Αυτό που μπορεί, όμως, να ειπωθεί είναι ότι για να έχει τις πιθανότητες να γίνει πλειοψηφικό ρεύμα θέλει μια νέα ηγεσία που θα μπορεί να πείσει ότι ενστερνίζεται μια πραγματικά μεταρρυθμιστική ατζέντα και να πείθει ότι θα έχει τη βούληση να την εφαρμόσει.