Του Σπύρου Δημητρέλη
Στο κλείσιμο της προχθεσινής του ομιλίας στη Βουλή για το νομοσχέδιο που αφορά στις αλλαγές στον τρόπο διάρθρωσης των δικαστικών υπηρεσιών με στόχο την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, ο Πρωθυπουργός εμφανίστηκε με μια ιδιαίτερη αυτοπεποίθηση. Είπε ότι είναι πεπεισμένος πως στις κάλπες των ευρωεκλογών οι πολίτες θα επικυρώσουν εκ νέου την εντολή προς την κυβέρνησή του και τον ίδιο που τού έδωσαν τον περασμένο Ιούνιο στις εθνικές κάλπες.
Η αυτοπεποίθηση αυτή ή αισιοδοξία πηγάζει από τις δημοσκοπήσεις. Στο Μαξίμου έβαλαν τον πήχη του αποτελέσματος των ευρωεκλογών στο 33% που ήταν η αντίστοιχη επίδοση της ΝΔ το 2019, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι είναι πολύ πιθανό να τον περάσουν. Για πολλούς είναι μια εύλογη απορία για ποιον λόγο ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί σε μεγάλο βαθμό της επιρροή του στην κοινωνία παρά τα μεγάλα λάθη, παραλείψεις και αστοχίες που έχουν γίνει τα πέντε χρόνια της διακυβέρνησής του.
Με κάθε ευκαιρία διαπιστώνουμε ότι ουσιαστικές τομές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους δεν έχουν γίνει. Μπορεί να έχουν ψηφιοποιηθεί εκατοντάδες υπηρεσίες του δημοσίου και να έχει εκλείψει η ανάγκη για επίσκεψη των πολιτών στις δημόσιες υπηρεσίες, όμως κρισιμότατες κρατικές υπηρεσίες παραμένουν τουλάχιστον αναποτελεσματικές. Το περιστατικό με τη δολοφονία της νέας γυναίκας έξω από αστυνομικό τμήμα όπου είχε πάει για να ζητήσει βοήθεια ανέδειξε με ανάγλυφο τρόπο τον ωχαδερφισμό και την αδιαφορία που ενδημεί στο κράτος μας.
Είναι ο ίδιος ωχαδερφισμός και αδιαφορία που οδήγησε στο τραγικό δυστήχημα των Τεμπών. Ουσιαστικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας δεν έχουμε δει ούτε στα σχολεία και τα πανεπιστήμια. Η πολυπόθητη πραγματική αξιολόγηση που θα έχει επιπτώσεις για όποιον αξιολογείται δεν έχει έρθει. Η αποτελεσματικότητα των σχολείων μας βρίσκεται στο ναδίρ, όπως έχει αναδείξει και το πρόγραμμα PISA του ΟΟΣΑ. Στα πανεπιστήμια, αν και η κατάσταση με τους μπαχαλάκηδες έχει βελτιωθεί, κανείς δεν μπορεί να πει ότι έγιναν οι τομές που θα έβαζαν το ελληνικό πανεπιστήμιο σε τροχιά πραγματικού εκσυγχρονισμού, με παρεμβάσεις όπως είναι η πραγματική αξιολόγηση καθηγητών και δομών.
Μεγάλο μερίδιο της κοινωνίας που έδωσε την εντολή στον Κυριάκο Μητσοτάκη για πραγματικές μεταρρυθμίσεις και εκσυγχρονισμό της χώρας βρίσκεται αντιμέτωπο με το φάσμα της απογοήτευσης καθώς οι αναγκαίες αλλαγές είτε προχωρούν με ρυθμό χελώνας είτε δεν προχωρούν καθόλου. Προς το παρόν, δημοσκοπικά, φαίνεται ότι δεν έχουν ακόμη γυρίσει την πλάτη τον Πρωθυπουργό. Δεν το έχουν κάνει ακόμη, κατά την ταπεινή άποψή μας, για δυο λόγους.
Ο πρώτος είναι η οικονομία. Παρά την ακρίβεια παράγονται εισοδήματα και θέσεις εργασίας. Δύσκολα τιμωρείται μια κυβέρνηση αν η οικονομία πηγαίνει καλά. Αυτό, όμως, δεν θα είναι για πάντα. Πάντα στη ζωή και την οικονομία υπάρχουν αναπάντεχες αναποδιές. Ο δεύτερος λόγος είναι αυτοί που εμφανίζονται ως αντίπαλοι του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο Στέφανος Κασσελάκης εκπέμπει ένα πολύ θολό και ελαφρύ σήμα τραμπικού στην επικοινωνία, φιλελεύθερου αριστερού στην κοινωνία και ημικρατιστή ημινεοφιλελεύθερου στην οικονομία. Κοινώς μια κουρελού που απευθύνεται σε όλους και σε όλα. Δεν πείθει, προς το παρόν.
Στο ΠΑΣΟΚ φαίνεται ότι μετά τις εκλογές θα έχουμε εξελίξεις στο ζήτημα της ηγεσίας, καθώς εσωτερικά ετοιμάζονται τα κανόνια κατά της ηγεσίας για τη διαφαινόμενη τρίτη θέση στις ευρωεκλογές. Εκ δεξιών της Νέας Δημοκρατίας οι γραφικές και ψεκασμένες φωνές και φιγούρες κυριαρχούν, ελλείψει μιας πραγματικής και σοβαρής ηγεσίας που θα μπορούσε να κάνει ζημιά συσπειρώνοντας τον χώρο αυτόν. Όλα δείχνουν λοιπόν ότι υπάρχει ακόμη μια στάση αναμονής για τον Κυριάκο Μητσοτάκη από τη μεγάλη μερίδα της κοινωνίας. Ποτέ δεν είναι αργά για τον πραγματικό εκσυγχρονισμό της χώρας με πραγματικές μεταρρυθμίσεις.