Του Σπύρου Δημητρέλη
Ομολογώ ότι προκάλεσε έκπληξη για τα -τουλάχιστον- μεταπολιτευτικά δεδομένα η δήλωση του πρωθυπουργού ότι δεν θα δοθεί φέτος το Πάσχα έκτακτη εισοδηματική ενίσχυση στους χαμηλοσυνταξιούχους και τους οικονομικά ασθενείς. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκλεισε το θέμα τερματίζοντας τα σχετικά σενάρια που διακινούνταν στο δημοσιονομικό ρεπορτάζ, τα οποία με τη σειρά τους τροφοδοτούνταν από την καλύτερη των προβλέψεων πορεία των κρατικών εσόδων.
Η απόφαση αυτή, όμως, αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς ότι έρχεται μόλις τρεις μήνες πριν στηθούν οι κάλπες των ευρωεκλογών. Το Πάσχα, δηλαδή 30 ημέρες πριν στηθούν οι κάλπες, οι χαμηλοσυνταξιούχοι και οι οικονομικά ευάλωτοι δεν θα πάρουν την σχετική ενίσχυση, σε αντίθεση με ό,τι είχε γίνει τον περασμένο Πάσχα, δηλαδή πριν τις διπλές εθνικές εκλογές του 2023. Το ότι η κυβέρνηση αναλαμβάνει το κόστος της δυσφορίας χαμηλοσυνταξιούχων και οικονομικά ευάλωτων που περίμεναν και φέτος αυτήν την ενίσχυση έχει πολλαπλές και πολύ ενδιαφέρουσες αναγνώσεις.
Η πρώτη και πολύ εύκολη ανάγνωση είναι αυτό που ομολόγησε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ότι η οικονομία μεγεθύνθηκε το 2023 λιγότερο σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις. Ο ρυθμός ανάπτυξης που ανακοίνωσε η ΕΛΛΣΤΑΤ ήταν 2% αντί για 2,4% που είχε προβλεφθεί αρχικά, που σημαίνει ότι η αύξηση των επιτοκίων και μια σειρά άλλων παραγόντων φαίνεται να έχουν βάλει -τουλάχιστον προς το παρόν- την οικονομία σε φάση σταδιακής προσγείωσης. Σταδιακή προσγείωση σημαίνει και λιγότερα από τα αρχικά προβλεπόμενα φορολογικά έσοδα και δυσκολίες στην ομαλή εκτέλεση του προϋπολογισμού. Υπό αυτό το πρίσμα η απόφαση να μην δοθεί φέτος η έκτακτη εισοδηματική ενίσχυση είναι μια πράξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας που προφανώς αποφασίστηκε κατόπιν σχετικής εισήγησης του υπουργού Οικονομικών Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος, από τα πεπραγμένα του, έχει αποδείξει ότι δεν είναι επιρρεπής στον δημοσιονομικό λαϊκισμό που έστειλε τη χώρα στη χρεοκοπία κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο.
Η απόφαση, όμως, αυτή έχει και μια πολιτική χροιά. Το ότι σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων θα πάει στις κάλπες χωρίς το ζεστό χρήμα στο χέρι, δείχνει ότι η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να μετρήσει πραγματικά τις πολιτικές δυνάμεις της σε μια εκλογική αναμέτρηση που δεν καθορίζει τυπικά τη διακυβέρνηση της χώρας. Δείχνει ότι ο πρωθυπουργός έχει αποφασίσει να δει μέχρι ποιο σημείο έχει πραγματικά φθαρεί η ξεκάθαρη κυβερνητική εντολή που πήρε πέρυσι το καλοκαίρι. Στις κάλπες των ευρωεκλογών, λοιπόν, φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να μετρήσει χωρίς ντόπες του τύπου "έκτακτες παροχές" (με εξαίρεση την αύξηση του κατώτατου) το κόστος για επιλογές όπως ο γάμος των ομοφύλων με τεκνοθεσία, η διαχείριση του ζητήματος ασφαλείας των σιδηροδρόμων και η διερεύνηση του τραγικού δυστυχήματος στα Τέμπη, η μεγάλη ακρίβεια στα ράφια των σούπερ μάρκετ και η δυσφορία της κοινωνίας για την εφηβική και οπαδική βία, αλλά και την κακή κατάσταση στα πανεπιστήμια, τα σχολεία και τα νοσοκομεία.
Υπό την παραπάνω έννοια η κυβέρνηση καλεί τους πολίτες στη μεγαλύτερη πραγματική δημοσκόπηση για την πολιτική της, την αποτελεσματικότητά της και τις προτεραιότητές της έναν χρόνο μετά τις εθνικές εκλογές. Πολλοί πολίτες, ελεύθεροι από το άγχος για τις επιπτώσεις της επιλογής τους στην κυβερνησιμότητα της χώρας, είτε θα απέχουν είτε θα κάνουν μια επιλογή διαμαρτυρίας. Την ίδια ώρα θα στείλουν με τις επιλογές τους και τα μηνύματά τους στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Άλλοι θα δουν τις ευρωπαϊκές κάλπες και σαν μέσο διαμαρτυρίας για την πορεία που θεωρούν ότι έχει πάρει η Ευρώπη και οδηγεί, όπως πιστεύουν, σε υπονόμευση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής και του ευρωπαϊκού αξιακού κεκτημένου. Υπό αυτές τις παραμέτρους η κάλπη της 9ης Ιουνίου θα είναι η μητέρα των δημοσκοπήσεων. Δεν θα είναι, όμως, μόνο μια απλή δημοσκόπηση. Μπορεί να κρίνει τελικά πολλά για την πορεία που θέλουν οι πολίτες να πάρει η διακυβέρνηση της χώρας στη συνέχεια.