Συνεχης ενημερωση

    Σάββατο, 02-Μαρ-2024 08:00

    Έχει τη βούληση η Ευρώπη να αποκτήσει αυτοδύναμη άμυνα;

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Νικήτα Σίμου 

    Η ευρωπαϊκή πολεμική βιομηχανία είναι κατατμημένη και ασυντόνιστη, αν χρειαστεί συλλογική άμυνα, ενδεχομένως κατά της Ρωσίας. Η Αμερική εμφανίζεται αμφίθυμη και η Ευρώπη έχει μόνη επιλογή να αυξήσει τις δικές της αμυντικές δυνατότητες. Το υπόβαθρο υπάρχει. 

    Η Ευρώπη ανησυχεί

    H πρόσφατη δήλωση Τραμπ, αν και ρητορική, ότι θα ενθάρρυνε τη Ρωσία να κάνει ό,τι θέλει με εκείνες τις χώρες του ΝΑΤΟ, οι οποίες δεν ακολουθούν τις οδηγίες δαπανών για άμυνα, προκάλεσε έντονο προβληματισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ακολούθησε η δήλωση Φον ντερ Λάϊεν για τοποθέτηση Επιτρόπου για την Άμυνα, αν επανεκλεγεί, και η έκτακτη Συνάντηση Κορυφής στο Παρίσι για την υποστήριξη της Ουκρανίας. Προβληματίζει ιδιαίτερα η απροθυμία της Βουλής των Αντιπροσώπων στην Ουάσιγκτον, την οποία ελέγχουν οι Ρεπουμπλικάνοι, να εγκρίνει τη βοήθεια προς την Ουκρανία. Η στάση αυτή σε μεγάλο βαθμό απηχεί την κοινή γνώμη και ιδιαίτερα των οπαδών του Τραμπ. 

    Είναι κρίσιμο για τους Ευρωπαίους να αντιληφθούν, αν πρόκειται για δομική επιλογή της διπλωματίας των ΗΠΑ να απαγκιστρωθούν από το ΝΑΤΟ και τις δαπάνες του, ενόσω ο ανταγωνισμός τους με το Πεκίνο οξύνεται και προτεραιοποιείται. Αν και το φαινόμενο θα εντονοποιηθεί με την ενδεχόμενη εκλογή Τραμπ στην προεδρία, το ίδιο μπορεί να συμβεί και με μια επανεκλεγόμενη διοίκηση Μπάιντεν, η προσοχή της οποίας θα στραφεί στην περιοχή από τη Μ. Ανατολή έως τον Ινδο-Ειρηνικό.  

    Από μια στρατηγική οπτική, η Ατλαντική συμμαχία συνεχίζει να αντιπροσωπεύει τη μόνη αξιόπιστη αμυντική δυνατότητα για την ΕΕ εναντίον της ρωσικής επιθετικότητας, λόγω της παρουσίας των ΗΠΑ (80.000 προσωπικό επί ευρωπαϊκού εδάφους) και του ρόλου τους στο ΝΑΤΟ (πυρηνική δυνατότητα, αλυσίδες τροφοδοσίας).

    Όμως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ενεργοποίησε τα ευρωπαϊκά αντανακλαστικά, με αποτέλεσμα οι χώρες του ΝΑΤΟ να προγραμματίζουν αύξηση των στρατιωτικών δαπανών τους, κατά το τρέχον έτος, σε 2% του ΑΕΠ τους. Υπολείπονται η Ιταλία, ο Καναδάς και το Λουξεμβούργο. Είναι σημαντικό ότι για πρώτη φορά κινείται προς τον στόχο αυτό και η Γερμανία, με ένα πρόγραμμα 100 δισ. ευρώ για τα επόμενα 4 χρόνια. Οι ευρωπαϊκές χώρες του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, προγραμματίζουν να αναλώσουν για δαπάνες άμυνας 380 δισ. ευρώ το 2024, σε σχέση με 230 δισ. ευρώ προ 10ετίας, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Αμυνας (EDA). Η Ευρώπη συνειδητοποιεί ότι η ρωσική επιθετικότητα είναι πιθανό να μην εξαντλείται στην Ουκρανία. Άλλωστε, η διαχρονική στρατηγική της Ρωσίας, από τον 18ο αιώνα, προβλέπει την κυριαρχία της στις ακτές που περιβάλλουν τη Μαύρη Θάλασσα.

    Πρόβλεψη για άμυνα των χωρών της ΕΕ

    Το άρθρο 42.7 της Συνθήκης της Λισσαβόνας είναι ο όρος αλληλεγγύης σύμφωνα με τον οποίο, αν ένα μέλος της ΕΕ είναι θύμα "ένοπλης επίθεσης στο έδαφός του" τα άλλα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να βοηθήσουν με όλα τα μέσα που διαθέτουν. Το άρθρο αυτό είχε συμπεριληφθεί στη Συνθήκη με την επιμονή της Ελλάδας, η οποία επιθυμούσε ένα είδος αμυντικής προστασίας, εκτός ΝΑΤΟ, απέναντι στην Τουρκία. Επιπλέον, υπάρχει και το άρθρο 222, όπου αναφέρεται ότι η Ένωση και τα κράτη μέλη δρουν από κοινού, και η Ένωση ενεργοποιεί τα μέσα τα οποία διαθέτει, συμπεριλαμβανομένων και των πόρων τους οποίους της διαθέτουν τα κράτη μέλη. Το 42.7 λειτουργεί περισσότερο για μια διακυβερνητική προσέγγιση, ενώ το 222 συλλογικά καθώς ειδικά μνημονεύει την Ένωση. Αν και έχουν γίνει βήματα για την ανάπτυξη των αμυντικών δυνατοτήτων και εξοπλιστικής συνεργασίας των κρατών μελών στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής υπηρεσίας άμυνας (EDA), παραμένει να προσδιορισθεί μια ενιαία αμυντική πολιτική, όπως και η ολοκληρωμένη βιομηχανική υποστήριξή της. Οι συμβατικές πρόνοιες υπάρχουν. Απαιτείται η πολιτική βούληση.

    Το οριακό σημείο είναι κοντά

    Η εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία έχει αναδείξει μεγάλες αδυναμίες των δυνατοτήτων της ευρωπαϊκής πολεμικής βιομηχανίας. Απρόθυμη να επενδύσει άμεσα σε εξοπλισμό και προσωπικό, καθώς δεν έχει σταθερά αυξημένες παραγγελίες, αύξησε σταδιακά την παραγωγή της με αργό ρυθμό, ο οποίος έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ουκρανική πολεμική προσπάθεια. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα, ότι ενώ ο στόχος ήταν να παράγονται 1 εκατ. οβίδες τον χρόνο, μέχρι τώρα παράγονταν περίπου οι μισές. Σύμφωνα με αξιωματούχους η συνολική ευρωπαϊκή παραγωγή αναμένεται να φθάσει το 1,4 εκατ. για το 2024 και εφεξής.

    Κατά την Πρόεδρο της Επιτροπής απαιτείται οι χώρες μέλη να αγοράζουν περισσότερα ευρωπαϊκής προέλευσης όπλα και με καλύτερους όρους κόστους, όπως πχ τα εμβόλια κατά την εποχή της πανδημίας.

    Στο πλαίσιο αυτών των προβληματισμών, η Φον Ντερ Λάιεν διατύπωσε την πρόταση θέσης Επιτρόπου για την άμυνα, την οποία προτίθεται να δημιουργήσει, αν εκλεγεί κατά τις προσεχείς Ευρωεκλογές. Θα είναι ενδιαφέρον ο προσδιορισμός των αρμοδιοτήτων του νέου επιτρόπου.

    Όπως δήλωσε η Πρόεδρος της Επιτροπής (FT) "πρέπει να δαπανούμε περισσότερο, καλύτερα και ευρωπαϊκά". Παρεμφερείς δηλώσεις έκανε και η Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά την οποία η ΕΕ πρέπει να αυξήσει τις αμυντικές δυνατότητές της, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει απειλές χωρίς τη βοήθεια των ΗΠΑ, αν και το τελευταίο σημείο είναι κάπως υπερβολικό. 

    Επικαλύψεις στην παραγωγή

    Η πολεμική βιομηχανία στην ΕΕ πραγματοποίησε πωλήσεις 135 δισ. ευρώ το 2022, ενώ απασχολεί 516 χιλ. προσωπικό. Παρά το σημαντικό μέγεθός της όμως, δεν συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των 10 παγκόσμια μεγαλύτερων εταιρειών κάποια ευρωπαϊκή. Η αμερικανική Lockheed Μartin, πραγματοποίησε πωλήσεις $63 δισ. το 2022, οι οποίες υπερβαίνουν ελαφρά τις συνδυασμένες πωλήσεις των 10 μεγαλύτερων ευρωπαϊκών.

    Η πίεση να καλυφθεί βραχυχρόνια η έντονη ζήτηση για όπλα και πυρομαχικά από τους Ουκρανούς, οδήγησε τα κράτη μέλη της να αγοράσουν κατά κύριο λόγο εξοπλισμό, ο οποίος δεν ήταν ευρωπαϊκής προέλευσης, προκειμένου να προωθηθεί προς την Ουκρανία. Σύμφωνα με το Στρατηγικό Ινστιτούτο (SIPRI) της Στοκχόλμης, οι εισαγωγές όπλων από τις χώρες της ΕΕ αυξήθηκαν κατά 47% την 4ετία 2018-2022, σε σχέση με την 4ετία 2013-2017. Αντίστοιχα, το 23% των αμερικανικών εξαγωγών όπλων κατευθύνθηκε σε χώρες της ΕΕ κατά την 4ετία 2018-2022, έναντι 11% κατά την 4ετία 2013-2017. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι αυξημένες δαπάνες της ΕΕ για εξοπλισμό, προκειμένου να υποστηριχθεί η Ουκρανία, προκάλεσαν σε μεγάλο βαθμό την αντίστοιχη αύξηση των αμερικανικών εξαγωγών όπλων.

    Οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί όμιλοι παραγωγής οπλικών συστημάτων, είναι κερδοφόρες εταιρείες, με ανταγωνιστικά προϊόντα και εξαγωγές, ενώ έχουν παραγωγή και σε ορισμένες χώρες εκτός της ΕΕ. Παρά ταύτα, μια σύγκριση με την αμερικανική βιομηχανία δείχνει ότι για σημαντικά οπλικά συστήματα υπάρχουν αναποτελεσματικές επικαλύψεις. Πχ στην Ευρώπη παράγονται 5 τύποι ελαφρών τάνκς, έναντι 2 στις ΗΠΑ, 2 τύποι εκπαιδευτικών αεροσκαφών έναντι 1. Υπάρχουν στην Ευρώπη 4 παραγωγοί τορπιλών και 5 τακτικών βλημάτων, έναντι 3 και 2 στις ΗΠΑ αντίστοιχα κ.ο.κ.

    Μια συγκέντρωση των ευρωπαϊκών βιομηχανιών σε μεγαλύτερους φορείς θα μπορούσε να προσφέρει τον επιθυμητό όγκο παραγωγής, με ανταγωνιστικούς όρους και σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές ανάγκες και έρευνες. Θα απαιτούσε βέβαια την ανάλογη χρηματοδότηση, για την οποία διατυπώνονται προτάσεις από Γαλλία και Γερμανία και ίσως τη ρύθμιση κανονισμών κατά των τραστ. Θα μπορούσαν να υπάρξουν ευρωπαϊκά πρότυπα, όπως η συμπαραγωγή του Eurofighter, του Αir Bus κ.ο.κ.

    Επιπλέον, θα μπορούσε να υπάρξει και ενδιαφέρον για διεθνείς συμπράξεις, πέρα από την ευρωπαϊκή περίμετρο, όπως πχ η συνεργασία της ιταλικής Leonardo, της βρετανικής BEA, και της ιαπωνικής Mitsubishi Heavy Industries για το καταδιωκτικό 6ης γενιάς. 

    Η ευρωπαϊκή πολεμική βιομηχανία φαίνεται ότι διαθέτει όλα τα στοιχεία για να ολοκληρωθεί στον ευρωπαϊκό χώρο και να καλύψει τις νέες αυξανόμενες αμυντικές ανάγκες των κρατών μελών της ΕΕ. Το εγχείρημα αυτό δεν είναι απλό, δεδομένης της ισχυρής εθνικής διάστασης πολλών εταιριών και του δικαιώματος προβολής βέτο από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. 

    Επιπλέον, σημαντικό στοιχείο το οποίο οι Ευρωπαίοι πολιτικοί θα πρέπει να διαχειριστούν, είναι οι επιπτώσεις στην εμπορική σχέση της ΕΕ με τις ΗΠΑ, από τη μείωση των εισαγωγών οπλικών συστημάτων της πρώτης από τη δεύτερη, όπως και να αντιληφθούν, τι ακριβώς σημαίνει η βαθμιαία αμερικανική απόσυρση από το ΝΑΤΟ, πέρα από την αύξηση των αμυντικών δαπανών της ΕΕ. 

    Το περισσότερο πιθανοφανές ενδεχόμενο είναι, ότι οι ΗΠΑ θα εξακολουθούν να ηγούνται του όποιου συμμαχικού προτύπου ήθελε ενδεχομένως αναδυθεί, πχ ενός περισσότερο εξευρωπαϊσμένου ΝΑΤΟ, καθώς είναι ο μόνος σύμμαχος ο οποίος θα μπορούσε ουσιαστικά να εξισορροπεί το πυρηνικό βάρος της Ρωσίας. Κατ΄αυτή την έννοια οι στρατηγικές επιλογές της ΕΕ θα είναι συνυφασμένες με τις αντίστοιχες των ΗΠΑ.         

    * Ο Νικήτας Σίμος είναι Οικονομολόγος, Γεωπολιτικός Αναλυτής  

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ