Του Χρήστου Χωμενίδη
Άκουσα τις προάλλες, στο εξαιρετικό πόντκαστ του Άρη Δημοκίδη, τον μακαρίτη Αλέξη Κούγια να ωρύεται ότι ψευδώς τον αποκαλούσε ο Λάκης Λαζόπουλος κοντό. Να ορκίζεται -με ένταση ανθρώπου που τον έχουν κατασυκοφαντήσει, που του έχουν προσβάλει κάθε ιερό και όσιο- ότι από τα πέλματα μέχρι την κορυφή του κεφαλιού του μεσολαβούσαν εκατόν εβδομηνταοκτώ ολόκληρα εκατοστά. Θα παρομοίαζε, εάν διέθετε την ιστορική πληροφορία, τον εαυτό του με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, τον οποίον η βρεττανική προπαγάνδα παρουσίαζε ως σχεδόν νάνο ενώ στην πραγματικότητα ήταν κανονικού, για την εποχή, αναστήματος. Οι επιθέσεις ασφαλώς εναντίον του υπερεπιτυχημένου ποινικολόγου δεν ξεκινούσαν δίχως αφορμή. Και ο Κούγειος δημόσιος λόγος ξεχείλιζε συχνά-πυκνά από σεξισμό και τοξικότητα. Και ομοφοβία. Κατηγορούσε άμεσα ή έμμεσα αρκετούς από τους αντιπάλους του στις δικαστικές αίθουσες και στα τηλεοπτικά πάνελ πως ήταν αρσενοκοίτες. Σεξουαλικά -κατά τη διατύπωσή του- ανώμαλοι. Κάποιοι του το ανταπέδιδαν, ισχυρίζονταν ότι κι εκείνος "την κουνούσε", στα κρυφά, "την αχλαδιά"… Ωρύονταν, αλληλοβρίζονταν, ενίοτε πλακώνονταν και στο ξύλο.
Τι αισθήματα σάς γεννάει η ανάμνηση των παραπάνω περιστατικών. Θλίψη; Αποστροφή; Αναγούλα; Εμένα μου προκαλεί ετεροντροπή. Ντρέπομαι, εννοώ, ακούγοντας ανθρώπους σε ώριμη ηλικία, με αξιοζήλευτη κοινωνική και οικονομική επιφάνεια να σκυλοκαβγαδίζουν σαν σε αυλή δημοτικού σχολείου. Να έχουν καθηλωθεί συναισθηματικά στην πιο ανώριμη ηλικία. Και να μην διαθέτουν καν συναίσθηση ότι καταντούν μπουφόνοι.
Ο καιρός πέρασε. Ο Αλέξης Κούγιας μετέβη εις τα αιωνίους μονάς ενώ ο Λάκης Λαζόπουλος έχει πάψει πλέον να εκφράζει την κοινή γνώμη. Έχει γκρεμιστεί από τον θρόνο του τιμητή των πάντων. Όσο δε κι αν πασχίζει, οι πιθανότητες να ξανακερδίσει τα περασμένα μεγαλεία του μοιάζουν τελείως χλωμές. Η γελοιότητα ωστόσο επιμένει να χαρακτηρίζει δημόσιες και ιδιωτικές συμπεριφορές.
Πώς ορίζω τη γελοιότητα; Ως απώλεια του μέτρου. Των ορίων. Της στοιχειώδους σεμνότητας, που προκύπτει από τη συνείδηση του φθαρτού και πρόσκαιρου της ύπαρξης. Ως αδελφή άρα της ύβρεως. Γελοιοποιείσαι όποτε ψηλώνει ο νους σου.΄Οταν παίρνεις τον εαυτό σου εντελώς στα σοβαρά. Όταν αυταπατάσαι πως μπορείς -και πρέπει- να κάνεις κουμάντο στον ζωτικό σου χώρο, είτε πρόκειται για την οικογένεια, είτε για την εργασία είτε για την πατρίδα σου. Ο γελοίος δεν διαθέτει ίχνος αυτοσαρκασμού. Ψήγμα ενσυναίσθησης. Μπερδεύει τη σκιά του με το μπόι του. Νομίζει την πορδή του για βροντή. Το ίδιο απαιτεί κι από τους γύρω του. Αν ακουστεί ξερόβηχας ή ειρωνικό γελάκι, γίνεται έξαλλος. Εννοεί να συντρίψει τον τολμητία, τον βλάσφημο.
Τη γελοία ιδιοσυγκρασία του ξεδίπλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ και την ημέρα ακόμα του ανέλπιστου διπλωματικού θριάμβου του. Αντί να απολαύσει σεμνά τη συμφωνία Ισραήλ-Χαμάς, την οποία εν πολλοίς πιστώνεται, καθύβρισε τη νορβηγική επιτροπή που δεν του απένειμε το Νόμπελ Ειρήνης. Καρφώθηκε έτσι ότι το βραβείο τον απασχολούσε όσο ή και περισσότερο από τον τερματισμό του πολέμου.
Γελοία φέρθηκε ο πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί. Λίγο προτού να οδηγηθεί στη φυλακή καταδικασμένος για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης, παρέθεσε αποχαιρετιστήριο πάρτυ με εκατόν πενήντα καλεσμένους σε πολυτελές παβιγιόν μέσα στο δάσος της Βουλώνης. Τι ήθελε να πει; Πως δεν ιδρώνει το αυτί του για τη στενή; Ο ίδιος, υποθέτω, έτσι το είδε. Σαν παλικαριά. Και έτσι θα ήταν πράγματι, αρκεί να τον μπουντρούμιαζαν για τις ιδέες του. Και όχι επειδή δωροδοκήθηκε από ξένη κυβέρνηση, γεγονός αυτόχρημα εξευτελιστικό.
Σε εμάς, στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, η γελοιότης ευδοκιμεί σε τέτοιο βαθμό που έχουμε πάθει προ πολλού μιθριδατισμό. Συναντάται μάλιστα και σε ανθρώπους των οποίων η αξία και η προσφορά είναι πανθομολογούμενη, θα όφειλαν συνεπώς να προστατεύουν ως κόρην οφθαλμού το κύρος τους.
Να θυμίσω στους νεότερους πως στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο ανεπανάληπτος καλλιτεχνικά Στέλιος Καζαντζίδης απαιτούσε από την κυβέρνηση του Πασόκ να εθνικοποιήσει τη φωνή του, να την προστατεύει και να τη διαχειρίζεται σαν δημόσιο αγαθό, σαν το τρεχούμενο νερό ή σαν τα δάση; Ότι ο Χρήστος Σαρτζετάκης, που είχε φερθεί ηρωικά αναλαμβάνοντας ως ανακριτής τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, εξέδιδε ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας ευτράπελες ανακοινώσεις στην καθαρεύουσα -είχε φτάσει σε σημείο να ισχυριστεί ότι διαβιεί λιτότερα από τον φτωχότερο εργάτη-, με αποτέλεσμα ο κόσμος να τον πάρει στο ψιλό;
Σήμερα έχουμε δύο τουλάχιστον επικεφαλής κομμάτων-επίδοξους πρωθυπουργούς παναπεί- που προξενούν συστηματικά το σκώμμα, θες με την οίηση και με την εχθροπάθειά τους, θες με καμώματα πλανόδιου τσιρκολάνου. Και δεκάδες πολιτικούς, πολιτευτές, κομματικούς και αθλητικούς παράγοντες που περιφέρονται σε τηλεοράσεις και ραδιόφωνα -ασφαλώς και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης- και διαγωνίζονται ποιος θα ξεστομίσει τη μεγαλύτερη μπαλαφάρα.
Η αυτογελοιοποίηση, θα μου πείτε, αποτελεί τον συντομότερο δρόμο προς τη φήμη. Μετά χαράς απεκδύονται πολλοί πάσης σοβαρότητας προκειμένου να γίνουν "viral". Και να μοσχοπουλήσουν τον εαυτό τους ή το οποιοδήποτε προϊόν τους. Έχω συναντήσει ανθρώπους εντελώς κανονικούς, ενίοτε και συμπαθέστατους, που μόλις βρεθούν μπροστά σε κάμερα συμπεριφέρονται σαν να τους έχει τσιμπήσει αλογόμυγα.
Αυτοί είναι οι δυστυχέστεροι. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Σε διαλύει ηθικά και ψυχικά. Η μουτσούνα που φοράς κολλάει στο δέρμα σου, καταντάει αυτή το πρόσωπό σου. Δεν μπορείς να τη βγάλεις – δεν υπάρχει τίποτα πλέον πίσω της.
Οι ανεπίγνωστα γελοίοι αντιθέτως ίσως και να είναι ακαταλόγιστοι. Άσ’τον τρελό στην τρέλα του…