00:05 29/09
Συγχωριανοί του ψεύτη βοσκού
Δεν κατακάθισε η σκόνη από την απόλυση και την επαναπρόσληψη του υπερδιάσημου Αμερικάνου τηλεπαρουσιαστή και μια μερίδα της κοινής γνώμης ανακάλυψε τον δικό μας Τζίμι Κίμελ. Ονομάζεται Πάρις Ρούπος. Ο...
Δεν ξέρω -πολύ αμφιβάλλω μεταξύ μας- εάν υπάρχουν παιδιά που αντλούν ηθικά διδάγματα από μύθους σαν του λαγού και της χελώνας. Ή από τις παραβολές του Ιησού, που όπως σήμερα διεπίστωσα, ευρισκόμενος στο Καστελόριζο, ακόμα αναλύονται στα κατηχητικά. Εμένα πάντως, σε τρυφερή ηλικία, με είχαν εντυπωσιάσει βαθιά τα "Καινούργια ρούχα του Βασιλιά" του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Είχα θαυμάσει το πιτσιρίκι που όταν αντίκρυσε τον μονάρχη μες στη φρεσκοραμμένη, αραχνοΰφαντη, μες στην ανύπαρκτη στην πραγματικότητα στολή του, τετράπαχο και ασπρουλιάρη, δεν ζητωκραύγασε όπως το πόπολο και οι αυλικοί. Παρά φώναξε ευθαρσώς "είναι γυμνός!". Η στάση του μού φαινόταν ηρωική. Ήθελα να του μοιάσω.
Στα δεκατέσσερά μου, το πρώτο Πάσχα μετά τον θάνατο του μπαμπά μου, η μάνα μου αποφάσισε να μην το περάσουμε στην Αθήνα, όπου το πένθος μας θα γινόταν ακόμα πιο δυσβάσταχτο. Μα να πάμε εκδρομή. Τον γύρο της Κρήτης, παρακαλώ. Με γκρουπ. Με το "Μάνος Τουρς", που τότε ήταν το καλύτερο πρακτορείο ταξιδίων. Ωραία ιδέα. Φάγαμε μαγειρίτσα στα Ανώγεια. Θαυμάσαμε την Κνωσσό, αγνοώντας ότι πρόκειται για μια εν πολλοίς αυθαίρετη ανακατασκευή από τον αρχαιολόγο Έβανς. Αναστήσαμε στα πανέμορφα Χανιά.
Αρχηγός-ξεναγός της εκδρομής ήταν μια φοιτήτρια της Φιλοσοφικής. Η Σταματίνα. Αλληλοσυμπαθήθηκαν σφόδρα με τη μαμά μου, ήπιαμε οι τρεις μας καφέ, με νοστιμότατες δίπλες. Χαμηλώνοντας τη φωνή, η Σταματίνα μάς αποκάλυψε πως ανήκε στην ΚΝΕ. Και ότι απεχθανόταν τους βολεμένους, αυτάρεσκους και άξεστους συνεκδρομείς μας. Ασχέτως ιδεολογίας δεν είχε διόλου άδικο. Τον τόνο στο γκρουπ έδινε ένας ταξίαρχος εν αποστρατεία με οίηση τουλάχιστον στρατάρχη – η δικτατορία, σημειώνω, είχε πέσει μόλις πριν από έξι χρόνια, πολλοί καραβανάδες αισθάνονταν ακόμα κράτος εν κράτει. Και ένας εφάμιλλου τουπέ μεγαλογιατρός, ο οποίος μάλιστα δεν δίσταζε να φλερτάρει γλοιωδώς τη μαμά μου κάθε φορά που η σύζυγός του απομακρυνόταν για λίγο.
Η εξομολόγηση της Σταματίνας ουδόλως την ανέβασε στα μάτια μου. Στο εφηβικό μυαλό μου τη θεώρησα γλυκιά μεν πλην συμβιβασμένη. Αν όχι και προσκυνημένη. Αποφάσισα -σαν το αγόρι του αγαπημένου μου παραμυθιού- να δράσω δυναμικά. Για να πέσουν οι μάσκες. Κι ενώ η δόλια μάς μιλούσε για τις επαναστάσεις των Κρητικών εναντίον της Οθωμανικής τυραννίας, "εκείνοι σήκωσαν ανάστημα!" πετάχτηκα. "Εσύ, μία μαρξίστρια-λενινίστρια, γιατί κάνεις την καλή σε αυτούς τους χουντικούς;"
Η κοπέλα κατακοκκίνισε, έχασε τα λόγια της. Η μάνα μου μού έριξε το πιο οργισμένο βλέμμα. Εγώ αποπειράθηκα να δικαιολογηθώ, ψέλλισα κάτι ανοησίες. Ντρέπομαι όποτε θυμάμαι το περιστατικό.
Μεγαλώνοντας, οι γωνίες σου αμβλύνονται. Όλο και σπανιότερα αναφωνείς ότι ο βασιλιάς είναι -σου φαίνεται έστω- γυμνός. Όχι απαραίτητα επειδή κοιτάς τη δουλειά ή το συμφέρον σου. Αλλά διότι απλώς βαριέσαι να κοντράρεις με τον πάσα ένα. "Καθένας μας" σκέφτεσαι "όπως ξέρει και μπορεί. Με τις ιδέες του, με τις ιδεοληψίες του, και με τις αυταπάτες του ακόμα…" Ωριμότητα ονομάζεται; Ή μήπως προϊούσα αποξένωση από τους ανθρώπους;
Καμιά φορά ωστόσο το μάτι σου επιμένει να γυρνάει. Ξαναγίνεσαι ο άγουρος εαυτός σου.
Μου συνέβη πολύ πρόσφατα, σε ένα τραπέζι όπου είχα βρεθεί σχεδόν τυχαία. Με μια κυρία στην ηλικία μου, με ύφος και θωριά εναλλακτικής πλούσιας, η οποία έσερνε τα εξ αμάξης στη Μαρία Φαραντούρη. Γιατί; Επειδή η μέγιστη τραγουδίστρια είχε τιμήσει έμπρακτα την παρουσία σε μία συναυλία της της υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη. Το γεγονός είχε συμβεί πριν από αρκετές εβδομάδες, εγώ το είχα σχεδόν ξεχάσει. Η συνδαιτημόνας μου έπνεε ακόμα μένεα.
"Μα να της αφιερώσει τραγούδι; Και τι τραγούδι! Το "Της Αγάπης Αίματα”!"
"Κάθε δημιουργός -και ο τραγουδιστής δημιουργεί ερμηνείες- έχει δικαίωμα να αφιερώνει τα έργα του όπου του καπνίσει. Οι σπουδαιότεροι συνθέτες κλασσικής μουσικής έγραφαν ένθερμες αφιερώσεις στους χορηγούς τους. Κάτι πρίγκιπες ή μαρκήσιους…"
"Κι εγώ έχω το δικαίωμα να την κρίνω! Δεν σεβάστηκε τη δημιουργία του Ελύτη και του Θεοδωράκη!"
"Έπρεπε μήπως να τους στείλει ιμέιλ στον άλλο κόσμο και να τους ζητήσει την άδεια;"
"Προσκύνησε την εξουσία! Πρόδωσε το αίμα που έχουν χύσει οι Έλληνες για την Ελευθερία!"
Χαμογέλασα. "Τα "αίματα της αγάπης” καμιά σχέση δεν έχουν με αγώνες και θυσίες" της είπα. "Σκεφτείτε σαν γυναίκα. Εννοείστε τι λέει το ποίημα – δεν είναι δα και κάνας γρίφος…"
"Καθένας κατανοεί την τέχνη ανάλογα με τις ευαισθησίες του!" με κατακεραύνωσε. Κι από τη Φαραντούρη πέρασε στη Μενδώνη και στα αίσχη που έχει, κατά τη γνώμη της, κάνει. Μού τα απαριθμούσε ένα προς ένα, παρουσίαζε την υπουργό σχεδόν σαν εγκληματία.
Το ενδιαφέρον μου έπεφτε κατακόρυφα. Την άκουγα, δυσκολευόμουν όμως να την παρακολουθήσω. Πόσω δε μάλλον να της απαντήσω. "Πού βρίσκει τόση ενέργεια;" αναρωτιόμουν. "Πώς μπορεί να αφήνει το ψάρι παραπονεμένο στο πιάτο της και να αγορεύει σάμπως να βρίσκεται σε αίθουσα δικαστηρίου ή σε τηλεοπτικό πάνελ;" Ίσως να ευθυνόταν το κρασί… Οι υπόλοιποι στο τραπέζι με στραβοκοίταζαν που είχα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Σταμάτησε για να πιεί μια γουλιά.
"Δεν θα μού απαντήσετε; Δεν θα υπερασπιστείτε την αγαπημένη σας υπουργό;"
"Δεν έχω το κουράγιο…" ομολόγησα. "Έτσι είναι, εάν έτσι νομίζετε."
Μου έριξε τότε ένα βλέμμα βαθύτατα θιγμένο, γεμάτο γνήσιο παράπονο. Σαν να την είχα ανεβάσει στο ρινγκ και να την είχα αφήσει μόνη της να ρίχνει μπουνιές στον αέρα. Ή -τρισχειρότερα- σαν να την είχα παρασύρει στο κρεβάτι μου, να την είχα γδύσει κι ευθύς να είχα γυρίσει πλευρό και να είχα αποκοιμηθεί.
"Δεν ξεκινάμε καβγάδες, κύριε, άμα δεν έχουμε τα κότσια να τους πάμε μέχρι τέρμα! Άμα μας ενδιαφέρει μόνο να περάσουμε ένα βράδυ!"
Ένιωσα παραδόξως ότι είχε δίκιο. Ντράπηκα όπως τότε με τη Σταματίνα.