Του Χρήστου Χωμενίδη
"Γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατα του…". Έτσι έβριζε η μάνα του όποιον γύρω τους τα κατάφερνε. Τι να καταφέρει δηλαδή σε μια κωμόπολη πίσω απ’τον ήλιο, δεκαετία του 1960, μαύρη επαρχία, με μεροκαματιάρηδες που πάλευαν για το ψωμί ή απελπισμένοι έφευγαν στη Γερμανία; Με "φυσική ηγεσία" του τόπου τον δάσκαλο και τον παπά, πρωτίστως δε τον χωροφύλακα; Πώς να φανεί η αξία σου και να προκόψεις άμα είχες τα κρίσιμα χρόνια -εσύ ή κάποιος στενός συγγενής σου- ταχθεί με την Αριστερά; Δέκα δηλώσεις μετάνοιας να υπέγραφες, πάλι σού έμενε η ρετσινιά…
Μόνο που εκείνου η οικογένεια δεν ήταν αριστερή. Τουμπεκί ψιλοκομμένο είχαν κάνει και στην Κατοχή και στο δεύτερο αντάρτικο, να περάσει η μπόρα περίμεναν. Για τη μιζέρια τους ευθύνονταν αποκλειστικά οι ίδιοι.
Το είχε καταλάβει από παιδί, κοιτώντας τον πατριό του, που άλλη έγνοια δεν είχε παρά να ξεμπερδέψει με το μεροκάματο και να χωθεί στο κουτούκι, λιάρδα γινόταν κάθε βράδυ, τον σβέρκωνε η μάνα και τον έσερνε καροτσάκι σπίτι, βρίζοντας τον ταβερνιάρη και το κωλόκρασό του – κωλόκρασο πραγματικά, έτσι σιχάθηκε εκείνος διά βίου το οινόπνευμα. "Ζούσαμε στη σκιά ενός αλκοολικού, που μας είχε μετά τον θάνατο του μπαμπά υιοθετήσει…" θα ομολογούσε, δεκαετίες αργότερα, στον ψυχοθεραπευτή του. "Βρήκατε ωστόσο εσείς τη δύναμη να ξεφύγετε!". "Δεν είχα άλλη λύση…".
Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Έτσι φτενός, άχαρος και συνεσταλμένος όπως ήταν, έναν δρόμο είχε. Να διαβάζει. Και να διαβάζει. Και να διαβάζει. Πέμπτος πέτυχε, με τη Μεταπολίτευση, στη Φιλοσοφική – ποτέ δεν θα τού φύγει η απορία ποιά κουμάσια τον πέρασαν. Εγκαταστάθηκε σε μια άθλια φοιτητική εστία, τρεφόταν με κονσέρβες και με κράκερ περιπτέρου, ξεπάγιαζε τις νύχτες του χειμώνα, χάλια περνούσε, ένοιωθε απ’ όλα στην απέξω. Με ποιους να τακιμιάσει; πού να ενταχθεί; Πέρασε για ένα φεγγάρι από την ΚΝΕ μα η δειλία του δεν τον άφησε να ξεχωρίσει, άσε που οι περισσότεροι εκεί πέρα του φαίνονταν εξοργιστικά αφελείς. Εξόν από δύο-τρεις, τις "χρυσές ελπίδες" της νεολαίας, που ήταν δολοφονικά σχεδόν αριβίστες. Το ίδιο μείγμα παντού. Και στα τσιράκια των καθηγητών. Και στους προκομένους νέους, οι οποίοι προσλαμβάνονταν, πριν να αποφοιτήσουν, σε φροντιστήρια. Η μάνα του έκανε λάθος. Γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά σου δεν πας πολύ μακριά. Πρέπει να το έχεις μέσα σου – ποιο πράγμα ακριβώς να έχεις μέσα σου;
Ο μοναχός ο άνθρωπος άμα στροφάρει (κι εκείνος -μην τον αδικήσουμε- είχε μυαλό ξυράφι) βρίσκεται σε θέση πλεονεκτική. Παρατηρεί από απόσταση, σπουδάζει συμπεριφορές, σουσούμια, χαρακτήρες, αξονικοί τομογράφοι γίνονται τα μάτια του, τους κόβει όλους φέτες, τους μαθαίνει καλύτερα κι από όσο ξέρουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Το ερώτημα είναι τι την κάνεις τόση γνώση.
Μιμήσεις την έκανε εκείνος. Ανέκδοτα. Σκετσάκια κωμικά, που τα αυτοσχεδίαζε σε ολοένα και πυκνότερο κοινό. Στις αρχές απορούσε, "δεν καταλαβαίνουν ότι οι ίδιοι μού δίνουν το υλικό; ότι τους κοροϊδεύω μέσα στα μούτρα τους;" Ωριμάζοντας -και διαβάζοντας- έμαθε ότι αυτό ονομάζεται από την αρχαιότητα "κάθαρση". Πως η τέχνη λειτουργεί σαν καθρέφτης, η κάθε κοινωνία ανακουφίζεται κατοπτριζόμενη.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Με μούτες και τσαλίμια επί σκηνής, με τραγουδάκια και παρλάτες, γλώσσα φαρμακερή αλλά και τρυφερή που και που, εκείνος εκτοξεύτηκε στην κορυφή. Έγινε ο πιο κοσμαγάπητος, ο πιο περιζήτητος, ο καλύτερα αμειβόμενος. Ο πιο ερωτεύσιμος ακόμα-ακόμα, το να σου ρίξει ένα βλέμμα, να σε φιλοδωρήσει μια σταλίτσα σημασία σε αφόπλιζε. Σε έγδυνε. Του δινόσουν.
Εξελίχθηκε καλλιτεχνικά; Φώτισε την ανθρώπινη κατάσταση, καταδύθηκε στα βάθη της, δημιούργησε κάτι που να αντέχει στον χρόνο; Μπα… Ηθογραφίες έγραφε. Χαρακτήρες προβλέψιμους έπλαθε. Ούτε καν χαρακτήρες. Καρικατούρες. Όχι πορτρέτα μα γελοιογραφίες. Του έλειπε το ταλέντο; Κάθε άλλο. Είχε απλώς εθιστεί, από τα πρώτα του κιόλας βήματα, στο χειροκρότημα του κόσμου. "Αφού τους αρέσει τόσο, καλό θα είναι…" σκεφτόταν. "Γιατί να ρισκάρω, να τους μπερδέψω, να τους απογοητεύσω;"
Το κρίσιμο έλλειμμά του, που ούτε ο ψυχοθεραπευτής το εντόπισε, ήταν ότι δεν είχε τον Θεό του. Τον προσωπικό του Θεό, που στον βωμό του να καταθέτει τα προϊόντα της ψυχής και της διανοίας του. Κάθε αληθινός καλλιτέχνης δίνει αναφορά σε έναν τέτοιο Θεό, τον οποίον έχει διαλέξει ή επινοήσει. Ο Καζαντζάκης είχε τον Γκρέκο. Ο Σικελιανός τον Διόνυσο-Χριστό. Ο Μίκης Θεοδωράκης τον νεανικό του φίλο Βασίλη Ζάννο, που εκτελέστηκε το 1948, τον μνημόνευε με δέος ο Μίκης μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Τζον Λέννον τη μαμά του, Τζούλια Στάνλεϋ, που την σκότωσε αυτοκίνητο – "εκείνη στάθηκε η μούσα του…" σημειώνει ο βιογράφος του, "Half of what I say is meaningless but I say it just to reach you, Julia…”. Ο άνθρωπος μας ήταν ορφανός από Θεό.
Γύρευε με αγωνία υποκατάστατα. Σε όσους ξεκαρδίζονταν, στο ξεκίνημά του, με τα αστεία του - σύντομα άρχισαν να πληρώνουν εισιτήριο για να τον βλέπουν. Στα ιερά, έπειτα, τέρατα που συνάντησε εισχωρώντας σε κύκλους καλλιτεχνικούς. Μπορεί να ήταν κατά τα άλλα στόμα απύλωτο, μόλις όμως έβλεπε ζωντανό θρύλο λύνονταν τα γόνατα του. Αγωνιούσε, αγωνιζόταν για να τον συμπαθήσουν, και τι δεν σκαρφιζόταν, σκυλάκι τους γινόταν για να κερδίσει την εύνοιά τους. Εκείνοι ωστόσο τους οποίους κυριολεκτικά προσκύνησε ήταν οι πλούσιοι.
Υπάρχουν στην Ελλάδα καμιά δεκαπενταριά πλούσιοι διεθνών προδιαγραφών, γόνοι ή αυτοδημιούργητοι ή κάπου στο ενδιάμεσο, που θα μπορούσαν να κινούνται αποκλειστικά μεταξύ Νέας Υόρκης και Λονδίνου, γουστάρουν εντούτοις να περνούν χρόνο και στην Αθήνα. Οι περισσότεροι διάγουν διακριτικά, αποφεύγουν τη δημοσιότητα. Τρεις-τέσσερις ζουν αντιθέτως στο φως, επιδίδονται σε φιλανθρωπίες, ακολουθούν την παράδοση των μεγάλων ευεργετών, παίζουν με τους πολιτικούς -ενίοτε ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις-, φωτογραφίζονται σε εστιατόρια, δίνουν πάρτυ…
Όταν ξεκίνησαν να τον καλούν, να επιζητούν την παρέα του, ο άνθρωπός μας θαμπώθηκε. Πίστεψε πως τον αναγνώριζαν ως ισότιμο συνδαιτημόνα, άξιο συνομιλητή τους. Δεν ήθελε να του περνάει καν από το μυαλό ότι τον ήθελαν για διασκεδαστή, ενίοτε και για φερέφωνό τους. Πως στις σοβαρές τους κουβέντες τον κρατούσαν στην απέξω - από πού κι ως πού να λάβουν υπ’όψη τη γνώμη μου; επειδή ξεφούρνιζε ωραία καλαμπούρια;
Εκείνη η "απέξω" τον διαόλιζε, του θυμίζε την άδοξη νεότητά του. Χωρίς -φευ- να ακυρώνει την ευγνωμοσύνη που ένοιωθε για τους πυργοδεσπότες του. Το μυαλό του μπερδεύτηκε, το ταλέντο του στόμωσε. Ζώο μιμητικό, αποπειράθηκε τότε να στήσει το προσωπικό του παιχνίδι, να εκμεταλλευτεί τη δημοφιλία του ως όπλο, να γίνει παράγοντας. Για ένα διάστημα τα ψιλοκατάφερε, βρήκε κύμα να καβαλήσει. Σύντομα όμως το κοινό του άρχισε να φυλλοροεί. Οι άνθρωποι με τους καλλιτέχνες είναι γενναιόδωροι όπως οι ερωμένες με τους εραστές. Συγχωρούν τις άτυχες στιγμές σου, την παροδική αφλογιστία σου, δείχνονται τρυφεροί, συμπονετικοί. Ένα δεν ανέχονται. Να αποδειχθείς μαριονέτα. Ή να φιλοδοξείς να τους κάνεις εκείνους μαριονέτες.
Γέρασε, γκρίζαρε ορφανός από Θεό. Μην έχοντας ένα σημείο αναφοράς που να τον υπερβαίνει. Μοιραία πνίγηκε μέσα στον ίδιο τον εαυτό του.
Υ.Γ. "Εκείνος" είναι φανταστικό πρόσωπο. Τον εμπνεύστηκα από τον ξεχασμένο σήμερα Φ.Γ., που τον είχα γνωρίσει στην εφηβεία μου και ο οποίος πέθανε από ανακοπή καρδιάς πριν συμπληρώσει τα τριάντα. "Πώς θα είχε εξελιχθεί άμα ζούσε;" αναρωτήθηκα. Άφησε πάντως σίγουρα κενό. Το οποίο έσπευσαν να γεμίσουν δύο τουλάχιστον γνωστοί και ουκ εξαιρετέοι.
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας