Συνεχης ενημερωση

    Δευτέρα, 08-Ιαν-2024 00:05

    Πανδώρα (Προδημοσίευση)

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Χρήστου Χωμενίδη

    Το ρετιρέ το είχε πάρει ο εκ μητρός παππούς της Πανδώρας, Επαμεινώνδας Μπαστουνόπουλος. Τέλη του 1973. Στα μπετά. Ήταν πιασμένος έμπορος. Είχε κατάστημα με εδώδιμα-αποικιακά, μπακάλικο πολυτελείας, γκουρμέ θα το λέγαμε σήμερα, απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Πίστευε, όπως όλοι οι Έλληνες της εποχής του, ότι η καλύτερη μακροπρόθεσμη επένδυση ήταν στα ακίνητα. "Κανείς δεν ζημιώθηκε ποτέ αποκτώντας γη..." 

    Η πολυκατοικία, που απείχε εκατό μέτρα από τη δουλειά του, του άρεσε πάρα πολύ. Την έβρισκε μοντέρνα και αρχοντική συνάμα. Με τον κατασκευαστή της, τον κύριο Λυκούργο Καθρέπτη, είχε θερμή γνωριμία –φιλία σχεδόν–  έφερνε ειδικά για εκείνον από την Αίγυπτο παστουρμά καμηλίσιο, γενί ρακί και μπαχάρια από την Πόλη, μερακλής ο εργολάβος... Μετά το ρετιρέ ο Νώντας πήρε φόρα. Άνοιξε το πουγκί του –οικονομίες δεκαετιών– και αγόρασε ένα διαμέρισμα στον τρίτο και ένα στον δεύτερο για να τα εκμεταλλεύεται. Και μία γκαρσονιέρα στο ισόγειο, όπου εγκατέστησε την εσωτερική υπηρεσία, τη Γαρουφαλιά, από το Χρυσοβίτσι Αρκαδίας, για να μην μπλέκεται στα πόδια τους τις ώρες της σχόλης της.

    Τσούκου-τσούκου, θα καταβρόχθιζε ολόκληρο το κτήριο και θα κάρφωνε μαρμάρινη ταμπέλα στην είσοδο, "Ιδιοκτησία Ε.Ι.Μπαστουνοπούλου". Δεν πρόφτασε. 

    "Βάδιζε ακριβώς μπροστά μου, βιαστικά, στο αριστερό πεζοδρόμιο της οδού Αβέρωφ" κατέθεσε ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας. "Σωριάστηκε ξάφνου σαν το σακί. Έσκυψα από πάνω του, τού έλυσα τη γραβάτα, τού έκανα αέρα. Είχε, πιστεύω, ήδη πεθάνει. Θα ήταν επτά παρά δέκα; Επτά παρά πέντε το πρωί;"

    Η μαμά της Πανδώρας έμεινε ορφανή στα δώδεκά της –"αν θέλεις πίστεψέ το, την ίδια μέρα ακριβώς μού ήρθε για πρώτη φορά περίοδος!". Η γιαγιά Χαριτίνη ανέλαβε το παντοπωλείο και μέσα σε δυο χρόνια σκάρτα είχε καταφέρει να το ρίξει έξω, την κατάκλεβαν προμηθευτές, υπάλληλοι, ίσως ακόμα και οι πελάτες. Προκειμένου να διατηρήσουν το επίπεδο ζωής τους, το ιδιωτικό σχολείο της Δήμητρας, τις διακοπές τους σε καλά ξενοδοχεία, το ετήσιο ταξίδι τους στο εξωτερικό, σκότωσαν διαδοχικά τα σπίτια στον τρίτο και στον δεύτερο. Ένας θεός φύλαξε την γκαρσονιέρα, για να εγκατασταθεί εκεί η Πανδώρα όταν πέτυχε στο Πολυτεχνείο. Αφού η γιαγιά είχε πεθάνει. Αφού η Δήμητρα είχε φύγει διακοπές. Αφού το ρετιρέ νοικιάστηκε στην κυρία Τζουμπουντού...

    Θύμα κοινωνικού υποβιβασμού η Πανδώρα; Κορίτσι που επωμίστηκε από την τρυφερότερή του ηλικία τις αμαρτίες και τις ανοησίες των ανιόντων του; Η ίδια δεν το βλέπει διόλου έτσι. Δεν την απασχολεί γενικά το παρελθόν, δεν νοσταλγεί κανένα περασμένο δήθεν μεγαλείο, αδιαφορεί παγερά για ό,τι συνέβη πριν από τη γέννησή της. 

    Μετακομίζοντας από τον πέμπτο στο ισόγειο, απαλλάχτηκε από τα τζάτζαλα-μάτζαλα της μάνας της και της γιαγιάς της. Άδειασε τις ντουλάπες σε σακούλες και τις άφησε πλάι στους κάδους σκουπιδιών –πολύ το χάρηκε σαν είδε τους φτωχούς της γειτονιάς να εφορμούν και να προικίζονται με ρούχα και με εσώρουχα, χτένες και μπουκαλάκια με μανταμίστικα αρώματα, μέχρι και τις περούκες εκτίμησαν, τις οποίες φορούσε η Χαριτίνη τον καιρό που έκανε χημειοθεραπείες. Μονάχα μία γούνα από τον Οίκο Σιστοβάρη, οικογενειακό κειμήλιο, πούλησε μέσω e-bay και εισέπραξε οκτακόσια ευρώ. Όσο για τα έπιπλα-αντίκες που αφθονούσαν στο ρετιρέ (η γιαγιά τα καμάρωνε, τα εκθείαζε, κομψοτεχνήματα τα αποκαλούσε, η μάνα τα κορόιδευε, η κυρία Τζουμπουντού τα κοίταξε αφ’υψηλού, "δεν μού χρειάζονται, καλή μου, έχω δικά μου..." της είπε), όσο για τα έπιπλα όταν διαπίστωσε ότι αγοράζονταν μπιρ-παρά από τους παλιατζήδες στο Μοναστηράκι, τα έδωσε σε μία ΜΚΟ που εξόπλιζε σπίτια για πρόσφυγες.        

    Το κρεββάτι το κράτησε. Το τρίδιπλο. Τη νυφική παστάδα του Επαμεινώνδα και της Χαριτίνης, πάνω στο οποίο είχε συλληφθεί το 1963 η Δήμητρα. Η ίδια η Πανδώρα ως μωρό και ως νήπιο κοιμόταν εκεί τα μεσημέρια –τη σκέπαζε η γιαγιά της με κάτι κουβερτούλες πικέ, της έλεγε με τη βραχνή από το τσιγάρο φωνή της κλασσικά παραμύθια– κοίταζε η Πανδώρα στον απέναντι τοίχο τις οικογενειακές φωτογραφίες και νόμιζε πως ο παππούς της, με τη μουστάκα και με τη φαλάκρα του, ήταν ο Κακός Λύκος και η μαμά της, κοριτσάκι του δημοτικού με στολή προσκοπίνας, η Κοκκινοσκουφίτσα...

    Το 2010, στα εβδομήντα τρία της, η Χαριτίνη διαγνώστηκε με καρκίνο. Της έκοψαν τον δεξί πνεύμονα, την αλάλιασαν στις θεραπείες, έζησε –παρά τις προβλέψεις– πέντε χρόνια γεμάτα. Ολοένα όμως και πιο αδύναμη, ολοένα και πιο ζορισμένη και στα απλούστερα της καθημερινότητας –πρώτα χρειάστηκε μπαστούνι, έπειτα πι. Ώσπου από το 2012 καθηλώθηκε στο στρώμα. Προτού πεθάνει πρόφτασε να πάθει και άνοια. Μια μορφή άνοιας ταραχώδη, επιθετική –παραληρούσε μέρα-νύχτα, μόλις άρχιζε να περνάει η επήρεια των ηρεμιστικών ξεκίναγαν τα βογκητά και τα ουρλιαχτά. Σκατά κατάσταση. Δεν άντεξε η Δήμητρα. Τη μετέφερε –μαζί με τις δύο Γεωργιανές που την περιποιούνταν εναλλάξ– στην γκαρσονιέρα. Σε ένα φωτεινό διάλειμμα, η Χαριτίνη συνειδητοποίησε πως δεν βρισκόταν πλέον στην αρχοντική της κάμαρα στο ρετιρέ. Έριξε τότε στην κόρη της τις πιο βαριές κατάρες. Οι κατάρες έπιασαν.

    Το κρεββάτι στο οποίο ξεψύχησε η γιαγιά της είναι για την Πανδώρα το καράβι της. Έτσι το νοιώθει, σαν καράβι εύδρομο, δεμένο στο λιμάνι, στο μικρό της σπίτι, που ωστόσο τακτικά σαλπάρει κι ανοίγεται στα μήκη και στα πλάτη. 

    Θάλασσα δίχως άκρη τής είχε φανεί στο πρώτο έτος η ύλη της σχολής της. Της δυσκολότερης ομολογουμένως σχολής του Εθνικού Μετσόβιου, "όποιος πάρει πτυχίο από εμάς, δεν θα έχει να ζηλέψει τίποτα από έναν απόφοιτο του MIT, ανάθεμα τα εννέα βραβεία Νόμπελ του!" τους είχε πει τις πρώτες μέρες ο κοσμήτορας. Τα αμφιθέατρα και τα εργαστήρια δεν της έφταναν. Στις παραδόσεις οι διδάσκοντες θεωρούσαν ως δεδομένες γνώσεις που οι πρωτοετείς δεν διέθεταν –ανάμεσα στο Λύκειο και στο Πολυτεχνείο υπήρχε χάσμα. Επέστρεφε, καθόταν οκλαδόν στο στρώμα, άνοιγε τα βιβλία και το λαπ-τοπ. Μελετούσε εκτός εξεταστικών μέχρι και δυο ώρες, καθημερινά σχεδόν, την είχε πιάσει λύσσα να υπερασπιστεί τον θρίαμβο της στις Πανελλαδικές, έβδομη επιτυχούσα επί χιλιάδων υποψηφίων, οι προηγούμενοι της όλοι άντρες, ήταν και ζήτημα τιμής του φύλου της να τους βάλει τα γυαλιά...

    Φεβρουάριος έφτασε ώσπου να αρχίσει να ξεψαρώνει. Τα διδακτικά εγχειρίδια διαδέχθηκαν αλλιώτικα αναγνώσματα. Πολιτικά και φεμινιστικά μανιφέστα που της δάνειζαν πιο μπασμένοι σύντροφοι για να της ανοίξουν τα μάτια, να της δώσουν επιχειρήματα για τις συνελεύσεις. Ποιήματα - η ποίηση τη συγκινούσε από πολύ μικρή. Στη γιαγιά της το οφείλει, η οποία αν και με χίλια ζόρια είχε τελειώσει το γυμνάσιο, δουλεύοντας από τα δεκαπέντε της πωλήτρια στον Λουμίδη, λάτρευε τον Καβάφη. "Έλα να πούμε τη "Σατραπεία”" την πρόετρεπε. "Τι συμφορά ενώ είσαι καμωμένος για τα ωραία και μεγάλα έργα..." ξεκινούσε η Χαριτίνη. "Η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα ενθάρρυνσι κι επιτυχία να σού αρνείται..." συνέχιζε η Πανδώρα με την κοριτσίστικη φωνή της. Και σιγά-σιγά έμπαινε στο νόημα.  

    Η αδυναμία πάντως της Πανδώρας ήταν τα μυθιστορήματα. Κανονικά μυθιστορήματα, όχι όπως της Τζουμπουντού. Δεν τα προσέγγιζε ως αναγνώστρια λογοτεχνίας. Αλλά σαν μηχανικός. Θαύμαζε τους συγγραφείς που έχτιζαν λέξη-λέξη στέρεες κατασκευές. Που συναρμολογούσαν ωρολογιακούς μηχανισμούς. Ένας δευτερεύων χαρακτήρας εμφανίζεται στη σελίδα πενήντα, κάνει κάτι απρόβλεπτο στη σελίδα διακόσια και στην τριακόσια –ενώ τον έχουμε σχεδόν ξεχάσει– παίρνει ξάφνου όλη τη δράση επάνω του και την οδηγεί προς την κορύφωση. Ένα παιδικό τραγουδάκι που μουρμουρίζει νοσταλγικά η ηρωίδα αποδεικνύεται προφητικό - οι στίχοι του, εάν τους ερμηνεύσεις λοξά, αφηγούνται το εφιαλτικό της τέλος. "Για εσένα άρα τα μυθιστορήματα είναι εγκεφαλικά παιχνίδια…" την είχε ψέξει ένας φέρελπις νεαρός διανοούμενος -συνεργάτης φιλολογικών περιοδικών-,  με τον οποίον είχαν πιεί αρκετά τσίπουρα ένα καλοκαίρι στην Ικαρία, προτού τού ρίξει εκείνη χυλόπιτα. "Και το συναίσθημα; Και η φλόγα;" "Μου αρέσει η κρυμμένη φλόγα" είχε απαντήσει η Πανδώρα. "Σιχαίνομαι τα πυροτεχνήματα."     

    Δεν χρησιμοποιούσε το κρεββάτι-καράβι της μονάχα ως αναγνωστήριο. Από το δεύτερο έτος έβγαινε κάθε βράδυ σχεδόν, επέστρεφε μαύρα μεσάνυχτα, σωριαζόταν μισομεθυσμένη –ενίοτε κι εντελώς ντίρλα– στο στρώμα και κοιμόταν εννέα ώρες σερί, κωφεύοντας στα ξυπνητήρια. Δεχόταν τακτικά επιβάτες στο καράβι –φρόντιζε να έχει πάντα στο συρτάρι του κομοδίνου προφυλακτικά. Αγόρια πάσης προέλευσεως και πάσης σχεδόν ηλικίας, ένας εικοσιπεντάρης μάγειρας σε μεζεδοπωλείο στα Εξάρχεια, ένας ημιδιάσημος απ’τον καιρό της πανδημίας επιδημιολόγος, που θα κόντευε τα πενήντα, παντρεμένος εννοείται, με παιδιά. Τους ενάλλασσε. Από τα δεκαεφτάμισυ –που μπήκε με φόρα στην αρένα του σαρκικού έρωτα– μέχρι σχεδόν τα εικοσιδύο της, δεν είχε κρατήσει γκόμενο για παραπάνω από έξι μήνες. Τους βαριόταν, τη βαριόντουσαν καμιά φορά κι εκείνοι. Τους το διευκρίνιζε ρητά, από το πρώτο σχεδόν ραντεβού. "Εγώ δεν πιστεύω στους δεσμούς". Ποιός ο λόγος εξάλλου; - μια φορά είναι τα νιάτα… Ώσπου έπεσε στον δρόμο της ο Σταμάτης. Που δεν φοβόταν τις φωτιές, τις κατάπινε αμάσητες.

    * Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ