00:05 20/03
Σήμερα τι κυοφορείται;
"Ορίστε, δείτε τους! Πενθούν; Τους πνίγει η αγανάκτηση; Σαν γύφτικα σκερπάνια καμαρώνουν, σαν να τους γαργαλάνε ξεκαρδίζονται!" Η φωτογραφία αναπαράχθηκε χιλιάδες φορές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης....
Είναι σαφές σε εμένα ότι οι ηθοποιοί -οι παραστατικοί καλλιτέχνες γενικά- και οι μουσικοί έχουν δίκιο εξεγειρόμενοι εναντίον του προεδρικού διατάγματος, το οποίο υποβαθμίζει έως ακυρώνει τις σπουδές τους.
Σίγουρα στην Ελλάδα υπάρχουν δραματικές σχολές εξαιρετικού επιπέδου, που διαπλάθουν άριστα τα νέα ταλέντα. Και δραματικές σχολές αμφιβόλου ποιότητας, που πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλες. Το κράτος έχει ευθύνη να τις αξιολογήσει, να θέσει όρους και προϋποθέσεις, να βάλει τον πήχυ ψηλά. Και πάντως όχι οι νεαροί σπουδαστές, οι οποίοι και αν εμφορούνται από έναν ρομαντισμό, μια αφέλεια ακόμα-ακόμα απολύτως συγγνωστή, δίνουν μόχθο και χρόνο, ιδρώνουν για να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Και πάντως όχι οι γονείς, που -από το υστέρημά τους συνήθως- στηρίζουν τα παιδιά τους. Να το πω απερίφραστα: εφόσον επιτρέπεις σε έναν εκπαιδευτικό οργανισμό να λειτουργεί, δεν είναι δυνατόν να μην αναγνωρίζεις τα πτυχία που αυτός δίνει.
Έχουν δίκιο οι παραστατικοί καλλιτέχνες και οι μουσικοί όταν επισημαίνουν τις ιδιαιτερότητες της δουλειάς τους. Το γεγονός ότι και ο πλέον περιζήτητος δεν μπορεί να απασχολείται καθημερινά, επί δώδεκα μήνες τον χρόνο. Πως ανάμεσα στις παραστάσεις και στις συναυλίες μεσολαβούν μικρές ή μεγαλύτερες παύσεις. Ότι οι πρόβες, χρόνια τώρα, δεν αμείβονται. Πως η τεράστια ανεργία στον κλάδο τους μπορεί να τούς καταστήσει αντικείμενα εκμετάλλευσης, έρμαια του κάθε παραγωγού – "εάν δεν σού αρέσουν οι συνθήκες εδώ, τράβα τη βόλτα σου, ουρά κάνουν έξω από το γραφείο μου οι συνάδελφοί σου!"
Έχουν δίκιο όταν επισημαίνουν τις αβελτηρίες στο ασφαλιστικό και στο συνταξιοδοτικό τους. Εφιάλτης τους το "σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν". Πως θα περάσουν μεγαλώνοντας στα αζήτητα και θα πεθάνουν στην ψάθα.
Πότε κάποιοι από τους καλλιτέχνες χάνουν το δίκιο τους; Όταν απευθύνονται στην κοινωνία και στην πολιτεία με μικρομέγαλο στόμφο. Όταν απαιτούν να αντιμετωπίζονται σαν κάτι το εντελώς ιδιαίτερο. Όταν αντί να προβάλλουν ψύχραιμα και μαχητικά τα αιτήματά τους, προσφεύγουν στην πολύ κακή λογοτεχνία.
"Η καρδιά μου αγκαλιά με τις αδελφές και τους αδελφούς μου στην Τέχνη" δήλωσε προχθές ο τραγουδοποιός Αλκίνοος Ιωαννίδης. "Άνθρωποι που σκύβουν πάνω στη λέξη, στη νότα, στην κίνηση στη λεπτή απόχρωση του αισθήματος…" συνέχισε. "Που τολμούν να αντικρύσουν τα σκοτάδια τους για να ξορκίσουν τα δικά μας. Κάθε ιδέα, κάθε προσχέδιο, κάθε μελέτη … μια προσευχή στο φως. Μας γεννά η θυσία των ωραιότερων ανθρώπων που πάτησαν τη γη" κατέληξε. "Ερχόμαστε από τους αιώνες. Κι εσείς, προσωρινοί διαχειριστές της αθλιότητας, ακαλλιέργητοι δούλοι της ασχήμιας, νομίζετε πως ορίζετε τις ζωές μας…"
"Στον καθρέφτη σου κοιτιέσαι κι από μόνος σου αγαπιέσαι!" είχε κάποτε γράψει ένας λαϊκός στιχουργός. Σκιαγραφώντας καυστικά ό,τι ονομάζουμε "ψώνιο".
Είναι εν γένει οι καλλιτέχνες ψώνια; Εμφορούνται από ναρκισσισμό, πτωχαλαζονεία, κοιτάζουν αφ’υψηλού όσους ασκούν "πεζά" επαγγέλματα, όσους διάγουν "συμβατικές" ζωές; Κάθε άλλο! Στέκουν -στη μεγάλη τους πλειονότητα- γερά στα πόδια τους, στο σανίδι ή στο πάλκο. Ακριβώς επειδή η ποίηση, η μουσική, το θέατρο είναι εξ’ορισμού υπερβατικά, έχουν ανάγκη ως γείωση την καθημερινότητα με τις πρακτικές της απαιτήσεις.
Η Κατίνα Παξινού, για να ξεδίνει, έπλεκε στο καμαρίνι της. Κι έπειτα έβγαινε στη σκηνή και μεταμορφωνόταν σε Μήδεια ή σε Μάνα Κουράγιο.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, όταν είχε προσωρινά ξεπέσει -δεν τον ζητούσαν στα μαγαζιά, τον έβρισκαν παρωχημένο- δεν διανοήθηκε να προσφύγει στο κράτος και να ζητήσει να σιτίζεται στο πρυτανείο. Πήρε ένα κάρο και έγινε πλανόδιος μανάβης. Με τη χαρακτηριστική φωνή του διαλαλούσε φρούτα στις γειτονιές.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης, η μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυΐα που έχει φανεί στη νεότερη Ελλάδα, μάτωνε μέχρι τέλους παλεύοντας με το μπουζούκι. Και στα διαλείμματα του έπαιζε τάβλι με τον γείτονα. Δίχως ίχνος τουπέ. Χωρίς να του περνάει καν από το μυαλό ότι "έρχεται από τους αιώνες", πως "κάθε του ιδέα είναι μια προσευχή στο φως". Τα αριστουργήματά του τα αποκαλούσε "σουξέ". Και τα ερμήνευε κάθε βράδυ ως το χάραμα στο πάλκο για να μερακλώνει, για να χορεύει ο κόσμος.
Ήταν ο Κωνσταντίνος Καβάφης ψώνιο; Πίστευε ολόθερμα, σεμνά όμως, εν κρυπτώ σχεδόν, στο ποιητικό του μεγαλείο. "Εγώ στην Τράπεζα του Μέλλοντος επάνω πολύ ολίγα συναλλάγματα θα βγάλω…" σάρκαζε τις ελπίδες του για υστεροφημία.
Επηρμένοι δεν ήταν ασφαλώς ούτε οι θεατρίνοι των μπουλουκιών, μέσα στα οποία γαλβανίστηκαν σπουδαία ταλέντα -κωμικά κυρίως- που έλαμψαν στις παλιές ελληνικές ταινίες, ποτέ δεν θα ξεχάσω τις σπαρταριστές διηγήσεις του Κώστα Βουτσά. Ούτε οι ηθοποιοί του Εθνικού και του Θεάτρου Τέχνης, τη μεγάλη παράδοση των οποίων συνεχίζουν οι σημερινοί.
Τα πομπώδη "ξεσπάσματα ψυχής" δεν ταιριάζουν στους καλλιτέχνες. Μα στους τυχάρπαστους δημοσιογράφους. Σε εκείνους που εναγκαλίζονται τις "ανθρώπινες ιστορίες" και τις εμπορεύονται στυγνά. Όπως και οι δημαγωγοί πολιτικοί που -ιδίως όταν βρίσκονται στην αντιπολίτευση- συμπαρίστανται, ψηφοθηρώντας, σε κάθε χειμαζόμενη κατηγορία πολιτών, πλειοδοτώντας στα αιτήματά της.
Τι αποτελεί το μαλακό υπογάστριο, το ευαίσθητο σημείο αρκετών καλλιτεχνών; Ότι είναι ευεπίφοροι στην κολακεία. Εύκολο για την κάθε τρόμπα να τους φουσκώσει τα μυαλά με αέρα κοπανιστό και να τους βάλει να μιλούν επί παντός του επιστητού, και για ζητήματα ακόμα που δεν τα γνωρίζουν, δεν τα καταλαβαίνουν ντιπ. Για τα εμβόλια, για τη γεωπολιτική… Όταν κρατάς ένα μικρόφωνο και το κοινό σε ακούει και εσύ διψάς για το χειροκρότημα, εύκολο να μετατραπείς ασυναισθήτως σε ιεροκήρυκα ή σε βλαχοδήμαρχο. Έχει συμβεί σε διάφορους, με ολέθριες επιπτώσεις στην καρριέρα τους. Από τον Νότη Σφακιανάκη -που αν περιοριζόταν στο να τραγουδάει, ακόμα θα μεσουρανούσε- μέχρι τον Αλκίνοο Ιωαννίδη.
Πρέπει η κοινή γνώμη να αντιπαρέρχεται τέτοιες πομφόλυγες. Να συναισθάνεται την αγωνία των καλλιτεχνών, να συγχωρεί τα ολισθήματα ορισμένων τους. Να αντιλαμβάνεται το ουσιώδες: η τέχνη σημαίνει για τους θεράποντές της διαρκές ρίσκο. Δεν συγχωρεί στραβοπατήματα ούτε καν άτυχες στιγμές – το βάραθρο, η απαξίωση, η λησμονιά χάσκει κατάμαυρο κάτω από τα πόδια τους. Χρέος μιάς σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας να προστατεύει στοιχειωδώς τους καλλιτέχνες της με ένα δίχτυ ασφαλείας. Ώστε να μην τους αφήνει συν τοις άλλοις βορά στις τρόμπες.
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας