Συνεχης ενημερωση

    Δευτέρα, 25-Ιουλ-2022 00:05

    Άνοιξε κι άλλη μπουκάλα!

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Χρήστου Χωμενίδη 

    Το 1990 αποφοίτησα από τη Νομική Σχολή στην Αθήνα. Κατά τον συρμό της εποχής, που ήθελε τα παιδιά της μεσαίας τάξης να ολοκληρώνουν τις σπουδές τους με ένα μάστερς στο εξωτερικό, εφόσον βέβαια υπήρχε το αναγκαίο κομπόδεμα, βρέθηκα στο Ληντς της Βόρειας Αγγλίας να σπουδάζω Επικοινωνία. 

    Προφανώς δεν διέθετα ιδιοσυγκρασία φοιτητή. Δεν με έθελγε η μελέτη όσο ο συγχρωτισμός με ανθρώπους, η κοινωνική παρατήρηση. Απείρως διασκεδαστικότερο -μα και πιο χρήσιμο και πιο διδακτικό- το έβρισκα να κυκλοφορώ στους δρόμους, να συχνάζω σε πάρκα, παμπ και κλαμπ παρά να ξενυχτώ στις βιβλιοθήκες του πανεπιστημίου. Ελάχιστα θυμάμαι από την ύλη του μεταπτυχιακού. Μπορώ ωστόσο να μιλάω επί ώρες για τις γνωριμίες που έκανα. Από τον Αφρικανό συγκάτοικό μου, σπιθαμιαίο, χρυσόκαρδο και ευλαβέστατο μουσουλμάνο, πέντε φορές την ημέρα έστρωνε το χαλάκι προσευχής προσανατολισμένο προς τη Μέκκα - η χαρά του; να πηγαίνει με το λεωφορείο στο κοντινό Μπράντφορντ, όπου λειτουργούσε μεγάλο τζαμί. Μέχρι την Ιρλανδέζα καθαρίστρια της εστίας, μια γλυκύτατη θείτσα που προφανώς δεν είχε τον θεό της, αφού μού πούλησε στη ζούλα μία τηλεόραση, μεταχειρισμένη και πιθανότατα κλεμμένη από κάποιον άλλο φοιτητή. 

    Το Ληντς, όπως και όλες οι βρετανικές εργατουπόλεις βρισκόταν τότε ακόμα σε δεινή κατάσταση. Φτώχεια και των γονέων. Οι συνομήλικοί μου φορούσαν μπαλωμένα ρούχα κι αν τους κερνούσες ένα τσιγάρο αισθάνονταν ειλικρινά ευγνώμονες. Από πολλούς η Μάργκαρετ Θάτσερ θεωρείται πολύ σπουδαία προσωπικότητα, σημείο αναφοράς. Εγώ καταλαβαίνω απολύτως όσους έκαναν πάρτυ όταν πέθανε. 

    "Τι σε εντυπωσίασε περισσότερο στο Ληντς;" "Η περιρέουσα μιζέρια" θα απαντούσα. Εάν δεν υπήρχε ο μαζικός αλκοολισμός. 

    Δεν το είχα δει αλλού. Οι άνθρωποι έπιναν σαν τις νεροφίδες. Τις καθημερινές, μετά από τη δουλειά, περνούσαν απ’την παμπ και κατέβαζαν στα γρήγορα καναδυό μπυροπότηρα, σε μέγεθος μικρής κανάτας. Στο τέλος της εβδομάδας παρεκτρέπονταν εντελώς. Γέμιζαν οι δρόμοι μετά τα μεσάνυχτα από παρέες που τρέκλιζαν, γκάριζαν, σταματούσαν για να κάνουν εμετό. Δεν ήταν τίποτα απόκληροι, ρετάλια της ζωής. Για κορίτσια και αγόρια στον ανθό τους μιλάμε. Ενταγμένους απόλυτα στην κοινωνική διαδικασία, φοιτητές, εργαζόμενους, σίγουρα και επιστήμονες. Που ζούσαν κανονικότατα. Δούλευαν πέντε μέρες, γίνονταν πίτα δύο βράδια και τις Κυριακές συνέρχονταν από το χανγκ όβερ (καρηβαρία ελληνιστί) για να επιστρέψουν τη Δευτέρα στις θέσεις τους. "Οι περισσότερες γυναίκες μας μένουν έγκυες μεθυσμένες" μού είχε πει ένας Εγγλέζος φίλος. "Νηφάλιες θα το σκέφτονταν δεύτερη φορά...".

    Για χρόνια αυταπατόμουν ότι εμείς, οι Μεσογειακοί, έχουμε διαφορετική στάση απέναντι στο αλκοόλ. Δεν το σνομπάρουμε βεβαίως - κάθε άλλο. Είμαστε όμως κοινωνικοί πότες. Χρειαζόμαστε κάποιο άλλοθι για να το βάλουμε στο στόμα μας. Γιορτή, έξοδο τουλάχιστον με φίλους, όπου ερχόμαστε -εννοείται- στο κέφι μα δεν γινόμαστε και ντέφι, το να χάσεις τον έλεγχο σε κάνει κάπως ρεζίλι… Ώσπου ταξίδεψα ανά την Ελλάδα. Και διαπίστωσα ότι τα στέκια μας ρίχνουν στα αυτιά στις βρετανικές παμπ.

    Ποιος θα σε κοιτάξει παράξενα στο καφενείο της επαρχίας άμα, στις έντεκα το πρωί, παραγγείλεις τσίπουρο - αχάραγα έχεις σηκωθεί – πόσους καφέδες πλέον να πιείς; Ποιος θα σε παρεξηγήσει εάν φεύγοντας από το γραφείο, τσακίσεις με τους συναδέλφους μια μεγάλη ποικιλία και δύο καραφάκια πριν τη σιέστα σου; Το απόγευμα, περιμένοντας τον μικρό να σχολάσει από το φροντιστήριο, κερνάς τον εαυτό σου ένα ουίσκι με μπόλικο πάγο. Τα βράδια που ξοδεύεις μπρος στην τηλεόραση, θέλουν το κατιτί τους, μπύρα εξάπαντος το καλοκαίρι, για τη δροσιά. Όταν βγαίνεις, το χύμα στις ταβέρνες, οι φιάλες στα εστιατόρια πάνε κι έρχονται. Να μη μιλήσουμε για τις μετρημένες φορές που εκδράμει πιά ο μέσος Έλληνας στα μπουζούκια. Μετρημένες πλην φαρμακερές. 

    Δεν με πιστεύετε; Τα τσιπουράδικα, τα ρακομελάδικα, τα wine bar σάς είναι άγνωστοι τόποι; Τις περιβόητες "κούπες" στην Κρήτη, όπου οι μερακλήδες -μερακλήδες ανήλικοι συχνά, με την ενθάρρυνση των γονιών τους- παραβγαίνουν ποιος θα κατεβάσει άσπρο πάτο περισσότερα νεροπότηρα ξέχειλα με κρασί, δεν τις έχετε ακούσει ποτέ; Τα άδεια τενεκεδάκια που περικυκλώνουν τα παγκάκια στις πλατείες δεν τα βλέπετε;

    Είμαι ο τελευταίος που θα κουνούσε το δάκτυλο σε όσους πίνουν. Σύχναζα στα μπαρ από μαθητής κιόλας, κοντεύουν να συμπληρωθούν σαράντα χρόνια και δεν έχω σταματήσει να θυσιάζω στον Διόνυσο ούτε και το σκοπεύω. Έχω απλώς μια τύχη. Το σώμα μου με καθοδηγεί κι εγώ το υπακούω. Όπως έκοψα το τσιγάρο χωρίς να μού το επιβάλει κανένας γιατρός, έτσι βελούδινα πέρασα από τα σκληρά ποτά στο κρασί. Το τζιν, η βότκα –"χυμό Ρωσίας" την έλεγε μια ψυχή- με αφήνουν πλέον παγερά αδιάφορο. Δεν θα έλεγα όμως ποτέ όχι σε ένα φίνο σοβινιόν, σε ένα τσαχπίνικο βιδιανό. Υπολήπτομαι, θαυμάζω τους αμπελουργούς μας. Τους θεωρώ αληθινούς καλλιτέχνες.

    Μακράν εμού και οι ηθικολογικές, πουριτανικές, κρίσεις. Προφανώς το αλκοόλ δρα ψυχοτρόπα. Είναι ωστόσο το ευγενέστερο αγχολυτικό. Ούτε σύγκριση με τα -απαραίτητα δυστυχώς σε πολλούς- αντικαταθλιπτικά. Ή με τα σιχαμένα ναρκωτικά που σού καίνε το κεφάλι και σε καταντούν υποχείριό τους. "Και γιατί να έχουν οι άνθρωποι έξεις;" "Μήπως επειδή κάθε ενήλικας με νου κι ευαισθησία μετράει το παρελθόν του με ματαιώσεις, με αστοχίες, με απώλειες; Μήπως διότι ο homo sapiens αποτελεί το μόνο ζώο που γνωρίζει το άφευκτο του θανάτου και άρα πάσχει, υποφέρει υπαρξιακά από όταν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του; Για αυτό και δημιουργεί. Για αυτό και έχει ανάγκη να ξεδίνει, να θολώνει ακόμα πότε-πότε…"

    Ο Ιησούς ευλόγησε το κρασί. Το Ισλάμ το απαγόρευσε. Ο Τσώρτσιλ κέρδισε τον πόλεμο πίνοντας ακατάσχετα. Ο Χίτλερ έσπειρε τον όλεθρο όντας ορκισμένα ξενέρωτος. Εκ του αποτελέσματος το οινόπνευμα μάλλον δικαιώνεται. Στην ιστορία του Ιουδαιοχριστιανικού άλλωστε κόσμου, από τα Ουράλια μέχρι τον Ατλαντικό κι από τη Νέα Υόρκη ως την Καλλιφόρνια, τον ρυθμό δίνει το ποτήρι που γεμίζει και τσουγκρίζει. Όλες οι αντιαλκοολικές εκστρατείες απέτυχαν οικτρά.

    Ποια είναι συνεπώς η ένστασή μου; Πως στην Ελλάδα, η κατανάλωση οινοπνεύματος -που απειλεί ενίοτε να σε καταντήσει νοσηρά εξαρτημένο- γίνεται στα μουλωχτά. Οι άνθρωποι δεν παραδέχονται ούτε στους εαυτούς τους ότι το τσούζουν ολοένα και περισσότερο. Ανεπαισθήτως μπαίνουν στο πρώτο και στο δεύτερο και στο τελικό στάδιο του αλκοολισμού. Και τότε πλέον ή ζητάνε βοήθεια και εντάσσονται σε θεραπευτικές ομάδες και γίνεται το "alcoholic anonymous” ομφαλός της ζωής τους… Ή πάνε ντουγρού για τα θυμαράκια, από τροχαίο ή από κίρρωση του ήπατος. Κάνοντας τα στραβά μάτια στην Ελλάδα, όντας διακριτικοί (ίσως κατά βάθος αδιάφοροι) στο μεράκι του διπλανού ακόμα και όταν εξελίσσεται σε αρρώστια, εθελοτυφλούμε. Υποθάλπουμε στην ουσία ένα κοινωνικό πρόβλημα. 
    Η κοινωνία μας πίνει. Πίνει πολύ. Ας το δεχτούμε κι ας αρχίσουμε επιτέλους να το διαχειριζόμαστε.

    * Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας 

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ