Συνεχης ενημερωση

    Τετάρτη, 27-Μαϊ-2009 14:48

    Γ. Προβόπουλος: Πώς θα βγει η Ελλάδα από την κρίση

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου
    Συγκρατημένα αισιόδοξος εμφανίζεται ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Γιώργος Προβόπουλος σχετικά με την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση και εξηγεί τους παράγοντες που συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Τι λέει για τις τράπεζες και τα εγγενή προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. 

    Αποσπάσματα από τη συνέντευξη στον Σταμάτη Ζαχαρό που δημοσιεύεται στο περιοδικό "Κεφάλαιο" 

    – Kύριε Προβόπουλε, ποια είναι η πραγματική εικόνα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος; Πολλά έχουν ακουστεί, πολλά έχουν γραφεί και πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί. Πόσο έχουν επηρεαστεί τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών τραπεζών από την κρίση και πόσο σας προβληματίζει η έλλειψη ρευστότητας;

    Η πραγματική εικόνα του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα είναι αυτή που έχω επανειλημμένα περιγράψει. Οι ελληνικές τράπεζες, παρά την επιδείνωση που παρουσιάζουν ορισμένοι δείκτες, παραμένουν κατά βάση υγιείς και ισχυρές. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο στην παρούσα φάση, αλλά διαρκώς, στα ζητήματα που αφορούν την τραπεζική εποπτεία και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα δεν χωράει ο παραμικρός εφησυχασμός.

    Η Τράπεζα της Ελλάδος παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και έχει υποδείξει στις τράπεζες να επιδεικνύουν αυξημένη εγρήγορση, ώστε να διασφαλίζουν την επάρκεια των κεφαλαίων τους, της ρευστότητάς τους και της χρηματοδότησης των φερέγγυων πελατών τους. Τον τελευταίο καιρό ιδιαίτερα έχουμε όλοι δει τι μπορεί να συμβεί όταν διασαλευθεί ή και απλώς τεθεί σε αμφιβολία η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος. Όχι μόνο για τις ίδιες τις τράπεζες και τους πελάτες τους, αλλά και για τους φορολογούμενους και το κοινωνικό σύνολο, το κόστος θεραπείας των χρηματοοικονομικών κρίσεων είναι απείρως υψηλότερο από το κόστος της πρόληψής τους.

    Επισημαίνω, τέλος, ότι τα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών μας έχουν επηρεαστεί σε χαμηλότερο βαθμό από τη διεθνή κρίση σε σύγκριση με τα τραπεζικά συστήματα άλλων χωρών. Σε αυτό έχουν συμβάλει, πέρα από τους συνεχείς ελέγχους από την Τράπεζα της Ελλάδος, η οριακή, όπως ανέφερα, έκθεση των τραπεζών σε λεγόμενα «τοξικά» στοιχεία ενεργητικού, η μικρότερη εξάρτησή τους από τις αγορές χονδρικής για την άντληση κεφαλαίων και οι σχετικά ικανοποιητικοί δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και μόχλευσης του ενεργητικού.
     
    – Θεωρείτε ότι η ελληνική τραπεζική αγορά είναι κατακερματισμένη; Ευνοούνται αλλαγές στην τραπεζική σκακιέρα και ποιος θα μπορούσε να παίξει το ρόλο του καταλύτη για να πραγματοποιηθούν;

    Θα σας απαντήσω αποκαλύπτοντας ότι στις συζητήσεις που έχω με τις τράπεζες, υπενθυμίζω σταθερά ότι οι δικές μας τράπεζες είναι μικρές σε σχέση με τα μεγαθήρια της Ευρώπης και των άλλων χωρών. Κατά συνέπεια, στο βαθμό που το μέγεθος και η ανταγωνιστικότητα μετρούν, θα έπρεπε να επαναξιολογήσουν σοβαρά το μέλλον τους. Ιδιαίτερα οι μικρές τράπεζες, για τις οποίες ακόμα και όταν περάσει η παρούσα κρίση τα πράγματα θα εξακολουθούν να είναι δύσκολα. Γενικά, επισημαίνω ότι θα πρέπει οι ίδιες οι τράπεζες να προετοιμάσουν στρατηγικά το μέλλον τους σε ένα περιβάλλον το οποίο θα γίνεται ολοένα πιο δύσκολο και πιο ανταγωνιστικό, ένα περιβάλλον στο οποίο θα ασκούνται συνεχείς και έντονες πιέσεις για συνένωση δυνάμεων.

    Οι συμμαχίες, όμως, αυτές έχουν μεγαλύτερη ωφέλεια όταν γίνονται με συντεταγμένο και πειθαρχημένο τρόπο. Η ελληνική αγορά είναι σχετικά μικρή και πιθανόν, αν η κρίση παραταθεί, να περιοριστούν αισθητά τα περιθώρια που έδινε στις τράπεζες στο παρελθόν. Παράλληλα, και στις γειτονικές χώρες, όπου έχουν γίνει σημαντικές επενδύσεις, θα υπάρξει ισχυρή πίεση για μείωση των περιθωρίων μεσοπρόθεσμα. Αυτοί λοιπόν είναι σοβαροί λόγοι για να προετοιμάσουν έγκαιρα οι ίδιες οι τράπεζες τη στρατηγική τους προοπτική. Τονίζω το «ίδιες», γιατί οι συμμαχίες και οι συγχωνεύσεις πρέπει να γίνονται με προσυνεννοημένο και αμοιβαία αποδεκτό τρόπο, για να αποφέρουν πραγματικά και μόνιμα οφέλη.


    – Η ελληνική οικονομία μοιάζει να έχει μπει σε έναν φαύλο κύκλο άκρατου δανεισμού και ελλειμμάτων. Τα προβλήματα αυτά είναι γνωστά αρκετά χρόνια τώρα και έχουν επισημανθεί κατά κόρον. Το ερώτημα, συνεπώς, είναι διττό: Πρώτον, γιατί δεν τα έχουμε επιλύσει ενώ τα γνωρίζαμε και δεύτερον, είναι σήμερα η κατάλληλη στιγμή να ξεκινήσουμε από εκεί όπου διστάσαμε στο παρελθόν; Πρέπει να πάρουμε άμεσα μέτρα;

    Στο πρώτο σκέλος του ερωτήματος δεν θα ήθελα να επεκταθώ. Είναι φανερό ότι η ταχεία οικονομική ανάπτυξη της τελευταίας δεκαετίας, στην οποία συνέβαλε κυρίως η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, δημιούργησε την εντύπωση ότι η άνοδος θα συνεχίζεται επ’ άπειρον. Δεν μπορώ να εξηγήσω αλλιώς το διαχρονικό εφησυχασμό και τη διστακτικότητα της οικονομικής πολιτικής να προχωρήσει, με τους απαιτούμενους ρυθμούς, σε μεταρρυθμίσεις μακρόπνοης στόχευσης.

    Δυστυχώς, παραβλέψαμε ένα βασικό, καθοριστικό στοιχείο: Ότι η ανάπτυξη των τελευταίων ετών στηριζόταν κυρίως σε συγκυριακούς παράγοντες, που δεν επρόκειτο να διατηρηθούν εσαεί, αφού συνδέονταν κυρίως με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ. Σας θυμίζω: την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, την εξάλειψη του συναλλαγματικού κινδύνου, τη μεγάλη υποχώρηση των επιτοκίων και τη ραγδαία πιστωτική επέκταση, την επακόλουθη άνοδο των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, τις ισχυρές «ενέσεις ζήτησης» των κοινοτικών πόρων. 

    Ήταν βεβαίως και τότε φανερό ότι με τον καιρό οι παράγοντες αυτοί θα αποδυναμωθούν και ότι η περίοδος ταχείας ανόδου είχε ημερομηνία λήξης. Η κρίση που σήμερα αντιμετωπίζουμε απλώς επιβεβαιώνει με «βίαιο» τρόπο αυτή την εκτίμηση και οδηγεί ταχύτερα απ’ ό,τι περιμέναμε σε ανακοπή της οικονομικής ανόδου.

    Και έρχομαι τώρα στο δεύτερο σκέλος του ερωτήματος: Άμεσα μέτρα ασφαλώς χρειάζονται. Η εκτίμησή μου όμως είναι ότι η μόνη βιώσιμη, αξιόπιστη και αποτελεσματική απάντηση στην κρίση είναι ένα συγκροτημένο σύνολο μέτρων και παρεμβάσεων, που θα εντάσσονται σε ένα ολοκληρωμένο, πολυετές και μακρόπνοο σχέδιο, το οποίο βεβαίως θα συμπεριλαμβάνει και μέτρα άμεσης εφαρμογής.

    Κεντρική επιδίωξη του σχεδίου πρέπει να είναι η θεραπεία των μακρο-ανισορροπιών και των χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών, που σταθερά τροφοδοτούν και διογκώνουν τα εσωτερικά και εξωτερικά μας ελλείμματα και χρέη. Η συνολική εγχώρια αποταμίευση πρέπει επίσης να είναι επαρκής για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων. Θυμίζω εδώ ότι το ποσοστό της αποταμίευσης στο ΑΕΠ υπολείπεται του αντίστοιχου ποσοστού των επενδύσεων κατά περίπου 15 ποσοστιαίες μονάδες, όσο δηλαδή είναι το σχετικό μέγεθος του εξωτερικού μας ελλείμματος, μέγεθος εξαιρετικά ανησυχητικό. Και πρέπει ακόμη να προωθηθούν οι αναγκαίες θεσμικές και οργανωτικές μεταβολές, προκειμένου να βελτιωθούν ουσιωδώς η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα.

    Θεωρώ ότι σήμερα δεν μπορεί πια να αναβληθεί, χωρίς επιζήμιες επιπτώσεις στο μέλλον, η εφαρμογή μιας πολιτικής με βασικές προτεραιότητες: Πρώτον, τη δημοσιονομική προσαρμογή, κυρίως με μέτρα μόνιμου χαρακτήρα. Και δεύτερον, την τόνωση της επιχειρηματικότητας, της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας, με τολμηρές διαρθρωτικές παρεμβάσεις.

    – Οι πολίτες είναι απαισιόδοξοι για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από την κρίση. Εσείς;

    Κύριε Ζαχαρέ, θα σας πω με απόλυτη ειλικρίνεια την άποψή μου. Και στο παρελθόν η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολες περιόδους. Με τολμηρές όμως παρεμβάσεις αλλά και τη στήριξη της κοινωνίας, η οποία αποδέχθηκε τις απαραίτητες προσαρμογές, η χώρα βρήκε το δρόμο της.

    Οι κρίσεις δεν αναδεικνύουν μόνο τις χρόνια υποβόσκουσες αδυναμίες. Φέρνουν και ανακατατάξεις στην παραγωγική διαδικασία, μέσω των οποίων οι χώρες που προσαρμόζονται με επιτυχία βγαίνουν στο τέλος ενισχυμένες και επανέρχονται σε βιώσιμη αναπτυξιακή τροχιά. Δύο κρίσιμες, κατά την άποψή μου θετικές, ενδείξεις υπάρχουν ήδη:

    Στην πλευρά της κατανάλωσης, παρά το γεγονός ότι δεν έχει καταγραφεί ακόμη υποχώρηση των εισοδημάτων, παρατηρούνται: περιορισμός των δαπανών, κυρίως σε διαρκή αγαθά, στροφή σε αγορές βασικών αγαθών με σχετικά χαμηλότερες τιμές και τέλος, πιθανή ενίσχυση, μικρή έστω, των αποταμιεύσεων εις βάρος της κατανάλωσης. Είναι βέβαια νωρίς για να συναγάγουμε σαφή συμπεράσματα από τις ενδείξεις αυτές. Ωστόσο, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι η κρίση θα ήταν δυνατό να λειτουργήσει ως καταλύτης σε μια διαδικασία αλλαγής του καταναλωτικού προτύπου που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια, ενός προτύπου που ανέδειξε την κατανάλωση σε υπέρτατη κοινωνική αξία και οδήγησε έτσι σε αθρόες εισαγωγές, εξωτερικά ελλείμματα και χρέη.

    Η άλλη θετική ένδειξη προέρχεται από την πλευρά των επιχειρήσεων, οι οποίες αντιμετωπίζουν σήμερα μειωμένη ζήτηση για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους. Μπροστά στις συνθήκες αυτές αρκετές επιχειρήσεις στρέφονται στην επαναξιολόγηση της στρατηγικής τους και στην υιοθέτηση νέων μεθόδων, που όχι μόνο θα τους επιτρέψουν να περιορίσουν τις απώλειες την κρίσιμη αυτή περίοδο, αλλά θα θέσουν τις βάσεις για την ανάκαμψη στο μέλλον. 

    Η κρίση λειτουργεί για τις επιχειρήσεις αυτές ως ισχυρό κίνητρο για την πραγματοποίηση διαρθρωτικών αναπροσαρμογών, που πιθανώς είχαν καθυστερήσει. Τις ωθεί δηλαδή στον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας τους, στην καλύτερη διαχείριση του κόστους και των πόρων που διαθέτουν. Είμαι βέβαιος ότι οι επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν «δημιουργικά» την κρίση είναι αυτές που θα πρωταγωνιστήσουν στη νέα περίοδο.

    Πιστεύω στις εγγενείς δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας να θέσει ξανά σε κίνηση μια διαδικασία ανόρθωσης στο μέλλον. Αυτό μπορεί να συμβεί αν το σύνολο της κοινωνίας μας, εργαζόμενοι, επιχειρήσεις και κράτος, κατανοήσουν ότι τα οφέλη στο μέλλον θα είναι πολύ μεγαλύτερα από το όποιο πρόσκαιρο κόστος πρέπει να καταβάλουμε σήμερα.

    Πρέπει πρώτα και πάνω απ’ όλα να απορρίψουμε το αδιέξοδο μοντέλο ανάπτυξης του παρελθόντος, αυτό της υπερκατανάλωσης, των αθρόων εισαγωγών, των αέναων ελλειμμάτων, εσωτερικών και εξωτερικών, και των χρεών. Να απορρίψουμε, επίσης, το μοντέλο της γιγάντωσης του δημόσιου τομέα, η υπερτροφία του οποίου και ο πολύ χαμηλός βαθμός αποτελεσματικότητας προβάλλουν συνεχώς προσκόμματα στην παραγωγική διαδικασία. Να κινηθούμε προς κατευθύνσεις που θα στηρίξουν όχι μόνο την ταχύτερο έξοδο της οικονομίας από την κρίση, αλλά και τη δρομολόγησή της σε στέρεη τροχιά ανάπτυξης.

    Μια τέτοια πορεία δεν είναι εύκολη. Ο στόχος όμως είναι επιτεύξιμος. Διότι οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την επιτυχία του εγχειρήματος υπάρχουν. Το πολύτροπο πνεύμα επιχειρηματικότητας και το ικανό ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μπορούν και θα συμβάλουν προς την κατεύθυνση αυτή. Αρκεί να κινηθούμε με γρήγορο βηματισμό, με σιγουριά και αποφασιστικότητα.

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ