Της Έφης Καραγεώργου
Ανοίγει τις πύλες του το «μικρό χρηματιστήριο» μέσα στο Φεβρουάριο και αναμένεται να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον της αγοράς, αφού και μοχλό ανάπτυξης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα αποτελέσει, αλλά και τη δυνατότητα ικανοποιητικών αποδόσεων μπορεί να προσφέρει σε εκείνους που είναι διατεθειμένοι να αναλάβουν υψηλότερο επενδυτικό ρίσκο.
Για τα πλεονεκτήματα αλλά και τον τρόπο λειτουργίας της νέας αγοράς με την ονομασία «Εναλλακτική Αγορά» μιλάει στο Capital.gr ο κ. Σπύρος Κυρίτσης, αναπληρωτής ανώτερος διευθυντής Χρηματοοικονομικής και Επενδυτικής Διαχείρισης της Τράπεζας Κύπρου.
«Το μεγάλο στοίχημα είναι να αποτελέσει η Εναλλακτική Αγορά μοχλό ανάπτυξης για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις όπου μέσω της άντλησης κεφαλαίων από το επενδυτικό κοινό θα μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια και να αναπτυχθούν με γρήγορους ρυθμούς. Η αγορά αυτή απευθύνεται καταρχήν σε θεσμικούς επενδυτές και venture capitals, αλλά και σε επενδυτές που μπορούν να αναλάβουν αυξημένο ρίσκο», αναφέρει ο κ. Κυρίτσης, ενώ προσθέτει: «Το θεσμικό πλαίσιο για τη λειτουργία της νέας αγοράς ολοκληρώθηκε το Φθινόπωρο του περασμένου χρόνου και η εισαγωγή των πρώτων εταιρειών αναμένεται να πραγματοποιηθεί τις επόμενες εβδομάδες, πιθανότατα και μέσα στο Φεβρουάριο».
Μάλιστα συμπληρώνει χαρακτηριστικά πως: «το καθοριστικό στοιχείο για την επιτυχία του θεσμού είναι η ΄ποιότητα΄ των εταιρειών που θα εισαχθούν τους πρώτους μήνες».
Δηλαδή, εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνται σε κλάδους που αναπτύσσονται με ταχείς ρυθμούς και διαθέτουν ποιοτικά χαρακτηριστικά (όπως ισχυρή διοικητική ομάδα, θεσμοθετημένες εσωτερικές διαδικασίες, ξεκάθαρους και επιτεύξιμους στόχους για την πορεία και το μέλλον της εταιρείας, καλή χρηματοοικονομική διάρθρωση) μπορούν να προσελκύσουν το επενδυτικό ενδιαφέρον, είτε κατά το χρόνο της ιδιωτικής τοποθέτησης, είτε και μετά την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση.
Εκτιμά ότι, «η επιτυχής έναρξη της νέας αγοράς θα προκαλέσει το ενδιαφέρον και για άλλες εισαγωγές, και είναι πολύ πιθανόν η αγορά αυτή να δεχτεί περισσότερες αιτήσεις το 2008 απ΄ ότι η ΄κύρια΄ αγορά του χρηματιστηρίου».
Ας σημειωθεί ότι η πρώτη αίτηση για εισαγωγή κατατέθηκε πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, από την εταιρία Epsilon Net, με σύμβουλο την Τράπεζα Κύπρου.
Η νέα αγορά, όπως διευκρινίζει ο κ. Κυρίτσης, θα λειτουργεί στα πρότυπα των αντίστοιχων αγορών που έχουν θεσπισθεί σε ξένα χρηματιστήρια, όπως για παράδειγμα η ΑΙΜ στο Λονδίνο και η ALTERNEXT στο EURONEXT.
Απευθύνεται σε μη εισηγμένες εταιρείες που αναζητούν χρηματοδότηση με χαμηλό κόστος, γρήγορη πρόσβαση στη δευτερογενή αγορά (και με χαμηλό κόστος), σε επενδυτές που αναζητούν νέες μορφές επένδυσης, συνυπολογίζοντας το υψηλό ρίσκο της αγοράς και σε ήδη εισηγμένες εταιρείες στην «κύρια» αγορά που δεν θέλουν ή δεν μπορούν να επιβαρύνονται με υψηλότερα κόστη παραμονής.
Στα πλεονεκτήματα θα πρέπει να αναφερθεί ακόμα, ότι η νέα αγορά προάγει την αναγνωρισιμότητα και τη φήμη των εταιρειών και παράλληλα τις προετοιμάζει, εφόσον το επιθυμούν, για τη μεταφορά τους στην «κύρια» αγορά.
Ας δούμε τώρα τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας αυτής αγοράς, η οποία:
1. Χαρακτηρίζεται ως μη οργανωμένη, άρα δεν εμπίπτει στις διατάξεις που υποχρεωτικά εφαρμόζονται στις οργανωμένες αγορές και επιβάλλουν αυστηρές προϋποθέσεις εισαγωγής και παραμονής σε αυτές.
2. Αποτελεί Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης όπως αυτός περιγράφεται στη νέα Οδηγία για τις επενδυτικές υπηρεσίες (MiFID).
3. Λειτουργεί σύμφωνα με τους Κανόνες Λειτουργίας που ορίζει το Χρηματιστήριο Αθηνών, το οποίο είναι αποκλειστικά αρμόδιο για τον καθορισμό των προϋποθέσεων ένταξης και των υποχρεώσεων των εταιρειών και Συμβούλων, καθώς και για την επιβολή κυρώσεων για παραβάσεις των Κανόνων Λειτουργίας.
4. Εποπτεύεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όσον αφορά την κατάχρηση της αγοράς, τις δημόσιες προτάσεις και το Ενημερωτικό Δελτίο, εφόσον απαιτείται δημοσίευσή του.
5. Προϋποθέτει τον ορισμό εκ μέρους της υποψήφιας εταιρείας «συμβούλου» ή «sponsor», ο οποίος θα πρέπει να είναι πιστωτικό ίδρυμα, ή ΕΠΕΥ, ή εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών, ή ελεγκτική εταιρεία, και θα έχει την ευθύνη α) της εισαγωγής της εταιρείας στο Χ.Α., β) τα επόμενα δύο χρόνια μετά την εισαγωγή, θα παρακολουθεί τις επιχειρηματικές – οικονομικές εξελίξεις στην εταιρεία και θα διασφαλίζει την ενημέρωση του επενδυτικού κοινού. Επίσης ο Σύμβουλος λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ Χ.Α. και εταιρείας, παρέχοντας στο Χρηματιστήριο κάθε πληροφορία που ζητά.
6. Η υποψήφια εταιρεία πρέπει να διαθέτει ίδια κεφάλαια τουλάχιστον 1 εκατ. ευρώ κατά το χρόνο της εισαγωγής και να έχει δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις για δύο τουλάχιστον χρήσεις. Η εταιρεία πρέπει να έχει συντάξει την τελευταία πριν την εισαγωγή, οικονομική της κατάσταση με βάση τα ΔΛΠ/ΔΠΧΠ και να έχει ελεγχθεί φορολογικά για μέχρι και τις δύο πριν την αίτηση εισαγωγής, χρήσεις.
7. Η διασπορά των μετοχών στο επενδυτικό κοινό να είναι τουλάχιστον 10%, κατανεμημένες σε τουλάχιστον 50 πρόσωπα. Για το σκοπό επίτευξης διασποράς, η εταιρεία μπορεί να προβεί σε ιδιωτική τοποθέτηση σε περιορισμένο κύκλο επενδυτών.
8. Η ημερήσια διαπραγμάτευση θα είναι διάρκειας μίαμισης ώρας (μεταξύ 12:30 και 14:00).
«Η ανάπτυξη της αγοράς αυτής όπου έχει δημιουργηθεί, έχει καταδείξει ότι αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες επιθυμούν σε σύντομο χρόνο και με μικρά κόστη να εισαχθούν σε μία θεσμοθετημένη αγορά και να μπορέσουν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των επενδυτών και να εξελιχθούν σε μεγαλύτερες επιχειρηματικές οντότητες», σημειώνει ο κ. Κυρίτσης.
Παραθέτει δε στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία: «από το 1995, χρονιά κατά την οποία συστάθηκε η AIM (Λονδίνο), πραγματοποιήθηκαν πάνω από 2.800 εισαγωγές εταιρειών. Η κεφαλαιοποίηση της συγκεκριμένης αγοράς τον Νοέμβριο του 2007 ανήρχετο σε 130 δισ. ευρώ, ενώ τα κεφάλαια που έχουν αντληθεί ανέρχονται σε 73 δισ. ευρώ. Ειδικότερα κατά τη διάρκεια των 11 μηνών του 2007 έχουν πραγματοποιηθεί 254 εισαγωγές και το ύψος των αντληθέντων κεφαλαίων διαμορφώθηκε σε 20 δισ. ευρώ. Αντίστοιχα, στην αγορά ALTERNEXT του EURONEXT (έναρξη λειτουργίας Μάιος 2005), μέχρι και τον Οκτώβριο του 2007 είχαν εισαχθεί 110 εταιρείες, η κεφαλαιοποίηση των οποίων ανέρχεται σε 5,5 δισ. ευρώ».
Σημειώνουμε ότι η Τράπεζα Κύπρου είναι μεταξύ των πρώτων χρηματοοικονομικών οργανισμών που απέκτησαν την άδεια του «συμβούλου» διαβλέποντας τα σημαντικά πλεονεκτήματα της νέας αυτής αγοράς και της δυναμικής που μπορεί να αποκτήσει, υπό την προϋπόθεση ότι όλοι οι συντελεστές της αγοράς θα συμβάλλουν με υπευθυνότητα στη λειτουργία και εξέλιξη της.