Συνεχης ενημερωση

    Τετάρτη, 22-Δεκ-2010 09:41

    Πώς θα επιτύχουμε τη δημοσιονομική σταθερότητα

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Συνέντευξη στη Νένα Μαλλιάρα

    Για να εξασφαλίσει συνθήκες  δημοσιονομικής διατηρησιμότητας, η  Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα ίσως για δεκαετίες, υποστηρίζει ο επικεφαλής της Διεύθυνσης  Τρέχουσας Οικονομικής Ανάλυσης της Eurobank EFG κ. Πλάτων Μονοκρούσος. Τεράστιο το κόστος από την αναβολή των απαιτούμενων πολιτικών λιτότητας, διαπιστώνει μελέτη της τράπεζας.

    - Κύριε Μονοκρούσο, κατ΄ αρχάς πώς ορίζεται η δημοσιονομική διατηρησιμότητα;

    Στη διεθνή βιβλιογραφία, πολλές θεωρητικές και εμπειρικές μελέτες έχουν αποτελέσει πεδίο αμφιλεγόμενων απόψεων και διαφωνιών σχετικά με τον ακριβή ορισμό του όρου δημοσιονομική διατηρησιμότητα (fiscal sustainability) καθώς και τις αναγκαίες και ικανές συνθήκες για την επίτευξής της. Σε γενικές γραμμές, η δημοσιονομική πολιτική μιας χώρας μπορεί να χαρακτηρισθεί διατηρήσιμη όταν είναι δυνατόν να συνεχισθεί για επαρκώς μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να οδηγήσει στην ανάγκη ριζικών αλλαγών στο υφιστάμενο φορολογικό καθεστώς ή/και στον τρόπο κατανομής των δημοσιονομικών δαπανών. Εναλλακτικά, δοθείσης της υφιστάμενης νομοθεσίας και του τρέχοντος δημοσιονομικού πλαισίου, η προβλεπόμενη εξέλιξη των εσόδων και δαπανών της γενικής κυβέρνησης δεν οδηγεί σε υπερβολική συσσώρευση δημοσίου χρέους. 

    Εκ πρώτης όψεως, οι ανωτέρω ορισμοί του όρου δημοσιονομική διατηρησιμότητα φαντάζουν αρκετά ευκολονόητοι και ευλογοφανείς. Παρ΄ όλα αυτά, σημαντικά θεωρητικά και πρακτικά ερωτήματα παραμένουν, μεταξύ άλλων, σχετικά με το τι συνιστά ο όρος υπερβολική συσσώρευση χρέους, τι είδους παρεμβάσεις πολιτικής είναι αναγκαίες για την εδραίωση της δημοσιονομικής διατηρησιμότητας και ποιος είναι ο απαραίτητος χρονικός ορίζοντας εφαρμογής τους. 

    Στην Ευρωζώνη, το υφιστάμενο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης επιχειρεί να απαντήσει πρακτικά στα ανωτέρω ερωτήματα με την επιβολή ποσοτικών στόχων και αποδεκτών ορίων στους λόγους ελλείμματος (3% του ΑΕΠ) και δημοσίου χρέους (60% του ΑΕΠ) των χωρών μελών. Εντούτοις, πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι οι ποσοτικοί αυτοί στόχοι είναι ενδεχομένως υπέρμετρα περιοριστικοί. Επιπλέον, μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν αποτελούν ούτε ικανή αλλά ούτε και αναγκαία συνθήκη για την επίτευξη συνθηκών δημοσιονομικής διατηρησιμότητας. 

    Η πλέον πρόσφατη βιβλιογραφία επιχειρεί να απαντήσει στα ανωτέρω μεθοδολογικά προβλήματα βασιζόμενη σε ένα γενικότερο ορισμό του όρου δημοσιονομική διατηρησιμότητα. Βάσει του ευρύτερου αυτού ορισμού, η δημοσιονομική θέση μιας χώρας κρίνεται διατηρήσιμη όταν το τρέχον επίπεδο δημοσίου χρέους ισούται με την προεξοφλημένη παρούσα αξία των αναμενόμενων μελλοντικών πρωτογενών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων (ελλειμμάτων ή πλεονασμάτων) του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ο ορισμός αυτός συνάγεται από μια απλή μαθηματική ταυτότητα που διέπει την διαχρονική εξέλιξη της  δημοσιονομικής θέσης μια χώρας που είναι γνωστή και ως διαχρονικός δημοσιονομικός κανόνας (intertemporal budget constraint). 

    Είναι σημαντικό επίσης να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, ο όρος δημοσιονομική διατηρησιμότητα δεν είναι κατ’ ανάγκην ταυτόσημος με τον όρο δημοσιονομική φερεγγυότητα (fiscal solvency). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η συνθήκη της δημοσιονομικής φερεγγυότητας πληρείται με ικανοποίηση του διαχρονικού δημοσιονομικού κανόνα για ένα πολύ μεγάλο (μη πεπερασμένο) χρονικό ορίζοντα. Από την άλλη πλευρά, η συνθήκη δημοσιονομικής διατηρησιμότητας πληρείται με την δυνατότητα επίτευξης ενός συγκεκριμένου ποσοτικού στόχου για το λόγο χρέους / ΑΕΠ μετά το πέρας ενός προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος. 

    Οι ανωτέρω εννοιολογικές διαφορές έχουν ιδιαίτερη σημασία στην τρέχουσα συγκυρία καθώς η λειτουργία (από τα μέσα του 2013) του νέου προτεινόμενου ευρωπαϊκού μηχανισμού αντιμετώπισης κρίσεων χρέους (European Stability Mechanism) αναμένεται μεταξύ άλλων να καθορίζεται και από την αξιολόγηση της δημοσιονομικής φερεγγυότητας κάποιας χώρας μέλους που καταφεύγει σε αυτόν.


    - Τι προβλέπει για τη δημοσιονομική διατηρησιμότητα της Ελλάδας η μελέτη της Eurobank;
     
    Σύμφωνα με τα μακροοικονομικά σενάρια που εξετάζονται στη μελέτη, η μείωση του λόγου χρέους /ΑΕΠ στο 80% έως το 2030 θα απαιτούσε την επίτευξη ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 4,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2011-2030. 

    Η επίτευξη του στόχου μείωσης του λόγου χρέους /ΑΕΠ στο 60% έως το 2030 θα απαιτούσε ακόμα πιο απαιτητική δημοσιονομική προσαρμογή, με τη δημιουργία ετήσιων πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 5,7% του ΑΕΠ κατά την αντίστοιχη περίοδο.

    - Ποιο θα είναι το κόστος από την καθυστέρηση στην εφαρμογή των μέτρων δημοσιονομικής σταθερότητας;


    Η καθυστέρηση στην εφαρμογή των απαραίτητων πολιτικών λιτότητας για την σταθεροποίηση της δημοσιονομικής θέσης της χώρας ενέχει, δυνητικά, υψηλό οικονομικό κόστος. Αυτό είναι εύκολα κατανοητό καθώς η συνεχιζόμενη συσσώρευση χρέους απαιτεί τη δημιουργία ακόμη μεγαλύτερων πρωτογενών πλεονασμάτων στο μέλλον -μέσω υψηλότερης φορολογίας, δραστικότερων περικοπών στις κρατικές δαπάνες κλπ-  με στόχο την εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων για την ομαλή χρηματοδότηση του κόστους εξυπηρέτησής του. 

    Στην παρούσα μελέτη υπολογίζουμε το κόστος 10ετούς καθυστέρησης ανάληψης μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής για τη μείωση του λόγου χρέους /ΑΕΠ στο 80% έως το 2030 σε 1,5 μονάδες του ΑΕΠ ετησίως. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν η προαναφερθείσα δημοσιονομική προσαρμογή ξεκινήσει το 2021 αντί του 2011, θα απαιτηθούν υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα (κατά 1,5 μονάδες του ΑΕΠ ετησίως) με στόχο την μείωση του λόγου χρέους /ΑΕΠ στο 80% το 2030. 

    Το αντίστοιχο κόστος 10ετούς καθυστέρησης της δημοσιονομικής προσαρμογής για την μείωση του λόγου χρέους /ΑΕΠ στο 60% έως το 2030 υπολογίζεται σε 2,5 μονάδες του ΑΕΠ ετησίως. Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί ότι τα ανωτέρω αποτελέσματα συνάγονται σε ένα πλαίσιο μερικής ισορροπίας,  καθώς ένα μείγμα μακροοικονομικής πολιτικής με υπέρμετρη έμφαση στην δημοσιονομική αυστηρότητα χωρίς αναπτυξιακή προοπτική θα μπορούσε να οδηγήσει μια οικονομία σε παρατεταμένη ύφεση με, συνολικά, αρνητικές επιπτώσεις για τη δημοσιονομική της σταθερότητα.

    - Ποιες είναι οι άλλες προϋποθέσεις για την επίτευξη συνθηκών δημοσιονομικής διατηρησιμότητας στη χώρα μεσοπρόθεσμα;


    Στην περίπτωση της Ελλάδας, η σύντομη επιστροφή σε θετικούς και διατηρήσιμους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης καθώς και η εκπόνηση ενός φιλόδοξου προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας αποτελούν επίσης απαραίτητες προϋποθέσεις για την επίτευξη συνθηκών δημοσιονομικής διατηρησιμότητας μεσοπρόθεσμα. 

    Η ανάλυσή μας αποδεικνύει ότι η επίτευξη υψηλότερου ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης κατά 1 ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό μας σενάριο θα περιόριζε το απαιτούμενο ετήσιο πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα για τη μείωση του λόγου χρέους /ΑΕΠ στο 80% το 2030 σε 3,9% του ΑΕΠ (έναντι απαιτούμενου πλεονάσματος 4,9% του ΑΕΠ σύμφωνα με το βασικό μας σενάριο). Επιπλέον, απαραίτητη για τη σταδιακή εδραίωση συνθηκών δημοσιονομικής σταθερότητας κρίνεται και η αποστολή ενός αξιόπιστου μηνύματος δημοσιονομικής πειθαρχίας προς τις αγορές, με στόχο τη σταδιακή βελτίωση των συνθηκών δανεισμού και την αποκλιμάκωση των περιθωρίων απόδοσης των ελληνικών ομολόγων.    

    Σημειώνεται, τέλος, ότι τα μακροοικονομικά σενάρια που εξετάζονται στη μελέτη υποδεικνύουν ότι η εδραίωση συνθηκών που καθιστούν εφικτή την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 2% - 4% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα είναι απαραίτητη για τη βελτίωση των προσδοκιών σχετικά με τη δημοσιονομική φερεγγυότητα της Ελλάδας. 

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ