Του Andrey Pertsev
Οι "πολεμοχαρείς" μπλόγκερ στη Ρωσία πέφτουν ολοένα και περισσότερο κάτω από τον κρατικό οδοστρωτήρα της καταστολής, καθώς χαρακτηρίζονται "ξένοι πράκτορες" ή διώκονται βάσει της νομοθεσίας περί εξτρεμισμού. Φαίνεται ότι η στήριξη του πολέμου και η δημόσια επίδειξη αφοσίωσης στην ηγεσία της χώρας δεν αποτελούν πλέον αξιόπιστη ασπίδα απέναντι στις διώξεις.
Θα μπορούσε να φανεί ότι το Κρεμλίνο έχει αρχίσει να βλέπει τους "υπερπατριώτες" ως μια σοβαρή και υπερβολικά αυτόνομη δύναμη και προσπαθεί να περιορίσει την επιρροή τους, ώστε να μη δυσχεραίνουν τις διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική εξέταση κάθε περίπτωσης καταστολής κατά των μπλόγκερ αποκαλύπτει ότι η ρίζα του προβλήματος δεν είναι οι φόβοι του Κρεμλίνου, αλλά ατομικές συγκρούσεις γύρω από την κατανομή ολοένα και πιο περιορισμένων εθελοντικών πόρων. Παράλληλα, είναι προς το συμφέρον του Κρεμλίνου να δημιουργεί την εντύπωση ότι δίνει μάχη κατά των ριζοσπαστικών φιλοπολεμικών στοιχείων, καθησυχάζοντας έτσι ένα κοινό κουρασμένο από τον πόλεμο.
Από την πλήρους κλίμακας εισβολή στην Ουκρανία, στη Ρωσία έχει αναδυθεί ένας νέος τύπος προσωπικότητας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: ο πολεμοχαρής μπλόγκερ. Αν και συχνά αποκαλούνται "πολεμικοί ανταποκριτές" στα ρωσικά, δεν εργάζονται για μέσα ενημέρωσης και δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή: κάποιοι επισκέπτονται τα στρατεύματα περιστασιακά, ενώ άλλοι απλώς αναλύουν τις τελευταίες εξελίξεις από απόσταση. Λειτουργούν ως εθελοντές προπαγανδιστές, επικρίνοντας την Ουκρανία και τους συμμάχους της, ενώ παράλληλα βοηθούν στη συγκέντρωση χρημάτων, εξοπλισμού, πυρομαχικών και τροφίμων για το μέτωπο.
Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, μια σειρά γεγονότων έχει οδηγήσει σε εικασίες ότι έχει ξεκινήσει ένα κύμα καταστολής κατά της φιλοπολεμικής μπλογκόσφαιρας. Στις αρχές Σεπτεμβρίου, το Υπουργείο Δικαιοσύνης χαρακτήρισε τον μπλόγκερ Ρομάν Αλιόχιν — ένθερμο υποστηρικτή του πολέμου, που έχει επισκεφθεί συχνά την πρώτη γραμμή και έχει συγκεντρώσει χρήματα για στρατιώτες — ως "ξένο πράκτορα". Στα τέλη Οκτωβρίου, η μπλόγκερ Τατιάνα Μοντιάν, η οποία επίσης είχε συγκεντρώσει χρήματα για τον ρωσικό στρατό, προστέθηκε στο μητρώο εξτρεμιστών. Τον Νοέμβριο, η Οξάνα Κομπελέβα, δημιουργός ενός δημοφιλούς φιλοπολεμικού καναλιού στο Telegram, τιμωρήθηκε με πρόστιμο για "δυσφήμηση του στρατού", αφού άσκησε κριτική στον επικεφαλής του εθελοντικού τάγματος Αχμάτ, τον Τσετσένο αντιστράτηγο Άπτι Αλαουντίνοφ.
Καθώς αυτά τα γεγονότα σημειώθηκαν σε μια περίοδο όπου κυκλοφορούσαν φήμες για πιθανή πρόοδο στις διαπραγματεύσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την Ουκρανία, θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ένδειξη ότι το Κρεμλίνο αποφάσισε πως, δεδομένων των βελτιωμένων σχέσεών του με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, οι προσπάθειες των "υπερπατριωτών" είναι πλέον αντιπαραγωγικές.
Το περιεχόμενο αυτών των καναλιών μπορεί να είναι ιδιαίτερα επικριτικό απέναντι σε μεμονωμένους υπαλλήλους του Υπουργείου Άμυνας ή σε συγκεκριμένους διοικητές, για ανεπαρκή φροντίδα των στρατιωτών τους ή για λάθη στο πεδίο της μάχης. Επίσης, μερικές φορές αμφισβητούνται ενέργειες κυβερνητικών αξιωματούχων — όπως ο αποκλεισμός εφαρμογών ανταλλαγής μηνυμάτων ή η αύξηση των φόρων. Ό,τι κι αν συμβαίνει όμως, οι πολεμικοί μπλόγκερ επιδεικνύουν πάντοτε τη στήριξή τους στον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν.
Συνήθως, οι πολεμικοί μπλόγκερ ζητούν μόνο τακτικές αλλαγές: περισσότερους πόρους για τον ανεφοδιασμό του μετώπου, βοήθεια προς τους εθελοντές, ενίσχυση της λογοκρισίας κ.ο.κ. Κάποιοι όμως κατά καιρούς περνούν στο επίπεδο της στρατηγικής, απαιτώντας γενική επιστράτευση και πλήρη μετάβαση της οικονομίας σε πολεμική βάση.
Για το Κρεμλίνο, οι ριζοσπαστικοί φιλοπολεμικοί μπλόγκερ επιτελούν παρόμοιο ρόλο με εκείνον του Κινήματος Εθνικής Απελευθέρωσης (NLM) στα προπολεμικά χρόνια, του οποίου ο εξτρεμισμός λειτουργούσε ως βολικό φόβητρο τόσο για τους απλούς Ρώσους όσο και για την αντιπολίτευση. Όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι Ρώσοι έχουν κουραστεί από τον πόλεμο και επιθυμούν ειρήνη: αντιτίθενται στην επιστράτευση και είναι απίθανο να καλωσορίσουν την πλήρη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας. Σε σύγκριση με τους εξαιρετικά μαχητικούς μπλόγκερ, οι πολιτικές του Πούτιν φαίνονται επομένως αρκετά ισορροπημένες — όπως ακριβώς συνέβαινε και σε σύγκριση με τις απαιτήσεις του NLM. Παράλληλα, οι καταγγελίες εναντίον "ανεπαρκώς πατριωτικών" ανθρώπων του πολιτισμού και ακτιβιστών της αντιπολίτευσης είναι επίσης χρήσιμες για τις αρχές.
Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλώνει ότι το Κρεμλίνο βλέπει κάποια απειλή στους "θυμωμένους πατριώτες" — ακόμη κι αν υπογραφεί μια ειρηνευτική συμφωνία. Ορισμένα από τα πιο δημοφιλή φιλοπολεμικά μπλογκ έχουν πάνω από ένα εκατομμύριο συνδρομητές, όμως το κοινό των μεγαλύτερων καναλιών αλληλοεπικαλύπτεται και δεν υποστηρίζουν όλοι οι συνδρομητές τον πόλεμο. Οι πραγματικοί υποστηρικτές των πολεμοχαρών μπλόγκερ αποτελούν μόνο ένα μικρό τμήμα της ρωσικής κοινωνίας και ακόμη κι αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό παθητικό, όπως παραδέχονται οι ίδιοι οι μπλόγκερ όταν, για παράδειγμα, διαμαρτύρονται για την έλλειψη δωρεών.
Κατά συνέπεια, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι οιμπλόγκερ θα μπορούσαν να υποκινήσουν μαζικές διαδηλώσεις. Οι Ρώσοι υπερπατριώτες είναι περισσότερο πατερναλιστές παρά επαναστάτες: μπορεί να γκρινιάζουν για το κράτος, αλλά υποτάσσονται στη βούλησή του και θα συνεχίσουν να στηρίζουν τον Πούτιν ό,τι κι αν συμβεί.
Μια πιο προσεκτική ματιά στη σειρά επιθέσεων κατά φιλοπολεμικών μπλόγκερ αυτό το φθινόπωρο αποκαλύπτει όχι μια συντονισμένη εκστρατεία του Κρεμλίνου για την εξουδετέρωση μιας πιθανής απειλής, αλλά ότι κάθε περίπτωση δίωξης προηγήθηκε από τις δικές της μοναδικές συνθήκες.
Η Τατιάνα Μοντιάν ήταν ιδιαίτερα έντονη στην κριτική της προς τον γνωστό τηλεοπτικό παρουσιαστή Βλαντίμιρ Σολοβιόφ — που συχνά αποκαλείται "ο επικεφαλής προπαγανδιστής της Ρωσίας". Η υπόθεση εξτρεμισμού εναντίον της Μοντιάν άνοιξε αφού χρησιμοποίησε γλώσσα την οποία το δικαστήριο έκρινε ως μισαλλόδοξη, για να επιτεθεί σε μια άλλη φιλοπολεμική μπλόγκερ, την Οξάνα Κομπελέβα, της οποίας το κανάλι στο Telegram ανήκει στο μιντιακό δίκτυο του Σολοβιόφ. Η Κομπελέβα, με τη σειρά της, τιμωρήθηκε με πρόστιμο για "δυσφήμηση του στρατού" αφού άσκησε κριτική στον Αλαουντίνοφ, ο οποίος είχε απειλήσει με ποινικές διώξεις όσους "αποσταθεροποιούν τη χώρα" εκ των έσω, γράφουν για τις αποτυχίες του ρωσικού στρατού και επικρίνουν το τάγμα του Αχμάτ — κατηγορία στην οποία εμπίπτει ένα σημαντικό ποσοστό των Ρώσων πολεμοχαρών μπλόγκερ.
Οι βαθύτερες αιτίες αυτών των συγκρούσεων είναι καθαρά οικονομικές. Οι πολεμοχαρείς μπλόγκερ και ο Σολοβιόφ στηρίζουν όλοι με πάθος τον πόλεμο, αλλά συγκρούονται για τους πόρους — σε αυτή την περίπτωση, για τις ολοένα μειούμενες δωρεές προς το μέτωπο.
Ο Ρομάν Αλιόχιν έχει επίσης εμπλακεί στη συγκέντρωση χρημάτων για το μέτωπο και έχει συγκρουστεί με τον Σολοβιόφ. Ο Αλιόχιν, που ζει στην περιφέρεια Κουρσκ στα σύνορα με την Ουκρανία, έχει επίσης δεσμούς με τον πρώην κυβερνήτη της περιοχής Ρομάν Σταρόβοιτ και ιδίως με τον διάδοχό του, Αλεξέι Σμιρνόφ (ο Αλιόχιν υπηρέτησε ως επίσημος σύμβουλος του Σμιρνόφ).
Μετά την παραίτηση του Σμιρνόφ, ο Αλιόχιν συνέχισε να μιλά με ιδιαίτερα θετικά λόγια γι’ αυτόν (σε βάρος του νέου περιφερειακού κυβερνήτη, Αλεξάντρ Χινστάιν). Μετά τον πρόωρο θάνατο του Σταρόβοιτ νωρίτερα φέτος, ο μπλόγκερ μίλησε επίσης με εκτίμηση για εκείνον και διαφώνησε δημόσια με την επίσημη αφήγηση ότι η εισβολή ουκρανικών στρατευμάτων στην περιφέρεια Κουρσκ τον Αύγουστο του 2024 κατέστη δυνατή λόγω της κακής ποιότητας των οχυρώσεων που είχαν κατασκευαστεί επί Σταρόβοιτ και Σμιρνόφ. Τα ζητήματα που έθεσε ο Αλιόχιν ήταν ενοχλητικά για τις αρχές και πλέον του αποδόθηκε το στιγματιστικό καθεστώς του "ξένου πράκτορα".
Με άλλα λόγια, πρόκειται για μεμονωμένες, αποσπασματικές υποθέσεις, οι οποίες κατέστησαν δυνατές επειδή η μία πλευρά μιας εσωτερικής σύγκρουσης διαθέτει προστάτες ή συνεργάτες στις ρωσικές δυνάμεις ασφαλείας και μπορεί έτσι να ζητήσει μια "εξυπηρέτηση" εις βάρος των αντιπάλων της.
Αναδεικνύοντας στα μέσα ενημέρωσης τα προβλήματα μεμονωμένων "διωκόμενων" μπλόγκερ, το Κρεμλίνο παροτρύνει τους συναδέλφους τους να σκεφτούν τη δική τους τύχη και να απέχουν από την κριτική προς την κυβέρνηση. Παράλληλα, αποτελεί σαφές μήνυμα προς το ευρύ κοινό ότι η ηγεσία της χώρας είναι έτοιμη να καταστείλει τους "υπερπατριώτες" οποιαδήποτε στιγμή.
Η υποτιθέμενη μάχη του Κρεμλίνου κατά της διαφθοράς είναι δομημένη με παρόμοιο τρόπο: δεν υπάρχει προοπτική να εξαλειφθεί πραγματικά η διαφθορά στο άμεσο μέλλον, αλλά τα κρατικά και φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης αναφέρουν τακτικά συλλήψεις αξιωματούχων. Κατά κανόνα, αυτοί οι γραφειοκράτες έχουν απλώς πέσει θύματα εσωτερικών διαμαχών και αντίστοιχα στοχευμένης καταστολής. Ωστόσο, το κράτος θεωρεί πιο συμφέρον να προσποιείται ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένα περιστατικά, αλλά για μια ευρείας κλίμακας, σχεδιασμένη εκστρατεία.
Διαβάστε το άρθρο στην αρχική του δημοσίευση εδώ.
Επιμέλεια - Απόδοση: Νικόλας Σαπουντζόγλου