Δευτέρα, 15-Δεκ-2025 09:56
To Κόστος Ζωής Εκτοξεύεται, Οι Παροχές Μένουν Ίδιες: Η Χαμένη Ισορροπία Για Εργαζομένους Και Επιχειρήσεις
Με ορίζοντα εφαρμογής το νέο έτος και ειδικότερα την πρώτη Απριλίου, η κυβέρνηση εξετάζει μια σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, καθώς και του εισαγωγικού μισθού στο Δημόσιο, κατά περίπου 50 ευρώ μηνιαίως. Το μέτρο εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο ενίσχυσης των αποδοχών και συνοδεύεται από φορολογικές ελαφρύνσεις που προγραμματίζονται από την 1η Ιανουαρίου 2026. Με τον κατώτατο μισθό σήμερα να διαμορφώνεται στα 880 ευρώ, ένα σενάριο αύξησης κατά 50 ευρώ τον οδηγεί στα 930 ευρώ από τον Απρίλιο, ενώ στόχος την κυβέρνησης είναι η διαμόρφωση στα 950 ευρώ, έως την άνοιξη του 2027, κάτι το οποίο έχει ήδη συζητηθεί δημόσια.
Η κίνηση αυτή φαίνεται πως έρχεται ως μια αναγκαία παρέμβαση για την τόνωση της αγοράς εργασίας και την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης. Ωστόσο, οι ανάγκες του καθημερινού νοικοκυριού φαίνεται να ξεπερνούν κατά πολύ τις αυξήσεις αυτές, ενώ ο μέσος εργαζόμενος δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Σύμφωνα με τα δελτία της Κεντρικής Αγοράς Αθηνών, στο διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου καταγράφεται έντονη άνοδος τιμών στα βασικά αγαθά, η οποία συνεχώς επιταχύνεται. Και ενώ ο μέσος όρος του κωδικού τροφίμων δημιουργεί μια επίπλαστη εικόνα σταθερότητας, η πραγματικότητα είναι ότι οι αυξήσεις σε συγκεκριμένα προϊόντα έφτασαν έως και το 92,8% μέσα σε μόλις ενάμιση μήνα. Οι καταναλωτές βλέπουν καθημερινά το καλάθι τους να συρρικνώνεται και η αύξηση στις τιμές θυμίζει εποχές κρίσης. Μάλιστα, έρευνα της Eurostat για το 2024 καταδεικνύει ότι δύο στους τρεις Έλληνες (66,8%) θεωρούν ότι είναι φτωχοί, το υψηλότερο με διαφορά ποσοστό στην ΕΕ, σχεδόν διπλάσιο από της Βουλγαρίας (37,4%), που βρίσκεται στη δεύτερη θέση της κατάταξης, και τετραπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται ένα ζήτημα που συχνά μένει στο περιθώριο των συζητήσεων. Αν το κράτος προχωρά σε μια στρατηγική αύξησης εισοδημάτων και βελτίωσης προοπτικών, ιδίως για τους νέους και τα χαμηλά εισοδήματα, χρειάζεται να επανεξεταστούν κατάλληλα και οι συμπληρωματικές παροχές που στηρίζουν τον μέσο εργαζόμενο στην καθημερινότητά του.
Η οικονομική στενότητα των Ελλήνων αποτυπώνεται ολοένα και συχνότερα σε διάφορες μελέτες. Σύμφωνα με στοιχεία από έρευνες που πραγματοποίησε η Dynata τους τελευταίους 12 μήνες για λογαριασμό της Revolut, το 58% των Ελλήνων δηλώνει ότι δεν του απομένει διαθέσιμο εισόδημα μετά την κάλυψη βασικών αναγκών, ενώ μόλις το 49% αναφέρει ότι αποταμιεύει κυρίως για περιπτώσεις ανάγκης, φοβούμενο κυρίως τα απρόοπτα έξοδα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η αξία κάθε στοχευμένης προσπάθειας για ενίσχυση της κάλυψης βασικών αναγκών, όπως η συμμετοχή στο κόστος της καθημερινής σίτισης, καθίσταται προτεραιότητα.
Οι διατακτικές σίτισης εισήχθησαν στη νομοθεσία πριν από 20 χρόνια και δημιουργήθηκαν για να καλύπτουν στην πράξη το κόστος σίτισης κατά τον χρόνο εργασίας. Οι διατακτικές σίτισης εντάσσονται στις παροχές σε είδος από τον εργοδότη στον εργαζόμενο, δεν υπόκεινται σε ασφαλιστικές και φορολογικές κρατήσεις και η αξία τους καθορίζεται στα έξι (6) ευρώ ανά εργάσιμη ημέρα. Όταν θεσπίστηκε το συγκεκριμένο ρυθμιστικό πλαίσιο, το 2004, το ποσό αυτό ενδεχομένως κάλυπτε τις ανάγκες σίτισης ενός εργαζομένου κατά τον χρόνο εργασίας. Σήμερα, όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το κόστος για την αγορά πρώτων υλών, αν παρασκευάσει το γεύμα στο σπίτι, όσο και για την αγορά μίας έτοιμης μερίδας φαγητού. Και ενώ στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες το ποσό έχει αναπροσαρμοστεί με την πάροδο των ετών, στην Ελλάδα έχει παραμείνει στάσιμο. Ενδεικτικά, στη Ρουμανία το αντίστοιχο ποσό αυξήθηκε από 1,94 ευρώ ημερησίως το 2017 σε 8,04 ευρώ το 2024.
Η χρήση των διατακτικών όλα αυτά τα χρόνια έχει στεφθεί με επιτυχία, καθώς προσφέρει πολλαπλά οφέλη σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Ο εργοδότης επωφελείται επειδή αποτελούν κίνητρο για την αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων, ο ίδιος ο εργαζόμενος καλύπτει ένα σημαντικό μέρος του κόστους της καθημερινής του σίτισης αλλά και του οικογενειακού προγραμματισμού, ενώ το κράτος αυξάνει τα φορολογικά του έσοδα και διαθέτει ένα επιπλέον εργαλείο για την καταπολέμηση της παραοικονομίας. Συνολικά, ενισχύονται η κατανάλωση, ο τζίρος των επιχειρήσεων και η ευημερία των εργαζομένων και των οικογενειών τους.
Αν οι διατακτικές σίτισης ακολουθούσαν αναλογικά την αύξηση του κατώτατου μισθού, σήμερα θα έπρεπε να διαμορφώνονται στα 7,68 ευρώ ημερησίως, με στόχο να φτάσουν στο τέλος της τετραετίας τα 8,79 ευρώ ημερησίως. Η σύγκριση αυτή δεν αποτελεί επικοινωνιακή υπερβολή. Είναι ένας τρόπος να αποτυπωθεί το αυτονόητο: όταν αναπροσαρμόζονται οι βασικοί δείκτες αμοιβών, δεν μπορεί να παραμένουν στάσιμες οι παροχές που συνδέονται με το καθημερινό κόστος ζωής.
Το σχέδιο αύξησης του κατώτατου μισθού, σε συνδυασμό με τις φοροελαφρύνσεις, φιλοδοξεί να διαμορφώσει ένα νέο μισθολογικό τοπίο, αποτελώντας μέρος μιας συνεκτικής πολιτικής για τη βελτίωση των εισοδημάτων του μέσου νοικοκυριού και των νέων ανθρώπων. Ωστόσο, για να θεωρηθεί επιτυχημένο, απαιτεί συνέπεια και "μικρά" βήματα που θα καθορίσουν τα "μεγαλύτερα", με στόχο τη βελτίωση της καθημερινότητας.