Παρασκευή, 12-Δεκ-2025 07:30
Μελέτη: Γιατί οι τιμές του ρεύματος στην Ελλάδα είναι υψηλές
Του Χάρη Φλουδόπουλου
Η Ελλάδα παραμένει σταθερά ανάμεσα στις πιο ακριβές αγορές ηλεκτρικής ενέργειας της Ευρώπης, παρά τη σημαντική διείσδυση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) και τη γενικευμένη αποκλιμάκωση των διεθνών τιμών χονδρικής μετά την κορύφωση της ενεργειακής κρίσης. Η νέα αναλυτική μελέτη του Green Tank, η οποία βασίζεται αποκλειστικά σε πραγματικά δεδομένα του ENTSO-E επιχειρεί να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα: γιατί η ελληνική αγορά ηλεκτρισμού παραμένει ακριβή;
Τα ευρήματά της αποτυπώνουν με σαφήνεια ότι το πρόβλημα δεν είναι συγκυριακό, αλλά συνδέεται με δομικές επιλογές ενεργειακής πολιτικής που τα τελευταία χρόνια ενισχύουν την εξάρτηση από το ορυκτό αέριο, εμποδίζουν την πλήρη αξιοποίηση της φθηνής και άφθονης ενέργειας από ΑΠΕ και καθηλώνουν την ανάπτυξη υποδομών αποθήκευσης.
Σύμφωνα με το Green Tank η Ελλάδα το 2024 βρέθηκε στην 6η θέση των ακριβότερων ευρωπαϊκών αγορών, και το 2025 (έως τον Οκτώβριο) στην 7η. Η χονδρεμπορική αγορά (DAM – Day Ahead Market) επηρεάζει κατά περίπου 70% τη διαμόρφωση των λιανικών τιμολογίων∙ συνεπώς, οι υψηλές τιμές μεταφέρονται απευθείας στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Τα στοιχεία δείχνουν και κάτι ακόμη: οι διαφορές τιμών μέσα στο 24ωρο διευρύνονται. Η διαφορά μεταξύ της χαμηλότερης τιμής της ημέρας (12:00–13:00) και της υψηλότερης (20:00–21:00) αυξήθηκε από 128 €/MWh το 2024 σε 143,4 €/MWh το 2025.
Η "ψαλίδα" αυτή αποτελεί βασικό δείκτη αστάθειας και έλλειψης επάρκειας φθηνών πόρων κατά τις ώρες αιχμής.
Η ελληνική προημερησία αγορά λειτουργεί με το ευρωπαϊκό μοντέλο οριακής τιμής (marginal pricing):
η ακριβότερη μονάδα που χρειάζεται για να καλύψει τη ζήτηση κάθε 15λεπτου καθορίζει την τιμή για όλους.
Επομένως, παρά το γεγονός ότι οι ΑΠΕ προσφέρουν ενέργεια με μηδενικό ή χαμηλό κόστος και μειώνουν τη συνολική ζήτηση από συμβατικές μονάδες, την τιμή τελικά τη διαμορφώνουν οι συμβατικοί σταθμοί — κυρίως ορυκτού αερίου και, σε μικρότερο βαθμό, λιγνίτη και υδροηλεκτρικών.
Αυτό σημαίνει ότι όταν οι ΑΠΕ παράγουν πολύ (μεσημέρι), οι τιμές πέφτουν ενώ όταν οι ΑΠΕ μειώνουν παραγωγή (βράδυ), το σύστημα στρέφεται στο ακριβό αέριο — και οι τιμές εκτινάσσονται
Όσον αφορά στην επίδραση των τεχνολογιών ηλεκτροπαραγωγής το πεδίο των συσχετίσεων (Pearson correlation) εξηγεί με επιστημονικό τρόπο τι οδηγεί τις τιμές. Έτσι για τις ΑΠΕ αποδεικνύεται ότι όσο αυξάνεται η παραγωγή ΑΠΕ, οι τιμές πέφτουν, ενώ για το ορυκτό αέριο ότι έχει μεγαλύτερη επίδραση στην αύξηση των τιμών από αυτή που έχουν οι ΑΠΕ στη μείωσή τους. Για το λιγνίτη φαίνεται ότι παρά το περιορισμένο μερίδιο (6–7%), παρουσιάζει θετική συσχέτιση λόγω της λειτουργίας στις ακριβές ώρες. Τέλος τα υδροηλεκτρικά, λειτουργούν σε ώρες αιχμής και έχουν θετική συσχέτιση, όχι ως αιτία αλλά ως αποτέλεσμα, καθώς αξιοποιούνται όταν οι τιμές είναι ήδη υψηλές.
Συνολικά, η υψηλή εξάρτηση της Ελλάδας από το αέριο δημιουργεί ένα "ακριβό μείγμα" που ανεβάζει τις τιμές τόσο στη χονδρεμπορική όσο και στη λιανική αγορά.
Η Ελλάδα είναι από τις πιο εξαρτημένες χώρες της ΕΕ από το αέριο για ηλεκτροπαραγωγή. Από τον Οκτώβριο 2023 έως τον Οκτώβριο 2025, το αέριο κάλυψε κατά μέσο όρο 43,9% της παραγωγής, ενώ σε ορισμένους μήνες ξεπέρασε και το 55%. Σε αντίθεση, η Πορτογαλία διατήρησε το μερίδιο του αερίου μόλις στο 14%, με ανώτατο όριο το 25%. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα αύξησε την ισχύ αερίου κατά 826 MW το 2023 και σχεδιάζει ακόμη 1,5 GW νέων μονάδων, την ώρα που η Πορτογαλία μείωσε την ισχύ μονάδων αερίου.
Η δεύτερη κρίσιμη αιτία που κρατά την Ελλάδα ακριβή είναι η απουσία ουσιαστικής αποθήκευσης. Η Πορτογαλία ενίσχυσε τις υποδομές αντλησιοταμίευσης κατά 880 MW τα έτη 2022–2023, ενώ η Ελλάδα έμεινε στάσιμη στα 699 MW. Έτσι, η Πορτογαλία αποθηκεύει περίσσεια ΑΠΕ το μεσημέρι, την αποδίδει το βράδυ, μειώνει τη χρήση αερίου στις ώρες αιχμής και σταθεροποιεί τις τιμές.
Η ανάλυση της περιόδου 2023–2025 δείχνει ότι οι τιμές στη χώρα μας κινούνται σε εξαιρετικά μεγάλο εύρος:
- 128 €/MWh έως 942 €/MWh στην Ελλάδα
- 105 €/MWh έως 236 €/MWh στην Πορτογαλία
Αυτή η διαφορά αντικατοπτρίζει την έλλειψη αποθήκευσης και την ένταση χρήσης αερίου.
Στην πράξη, η ελληνική αγορά αντιδρά με ακραίες αυξομειώσεις, διαμορφώνοντας μία από τις πιο ασταθείς αγορές στην Ευρώπη.
Η μελέτη καταλήγει ότι οι τιμές στην Ελλάδα είναι υψηλές για τέσσερις βασικούς λόγους:
1. Υπερβολική εξάρτηση από το ορυκτό αέριο
Παρά την κρίση του 2022, η Ελλάδα διατηρεί εξάρτηση κοντά στο 44%, ενώ η Πορτογαλία στο 14%.
2. Ανεπαρκής αποθήκευση ενέργειας
Η Ελλάδα διαθέτει 0,7 GW αποθήκευσης, έναντι 3,7 GW της Πορτογαλίας.
3. Επενδυτικό μείγμα που ενισχύει το αέριο αντί των ΑΠΕ & της αποθήκευσης
Ανακοινώθηκαν 1,5 GW νέων μονάδων αερίου, χωρίς να υπάρχει στο ΕΣΕΚ σαφής στρατηγική αποθήκευσης. Brief_DAM_prices_EL
4. Μη αξιοποίηση του πλήρους δυναμικού των ΑΠΕ
Παρά την αύξηση 5,5% των ΑΠΕ το 2025, η επίδρασή τους υπονομεύεται από την παράλληλη αύξηση της παραγωγής από αέριο (+12,6%).
Η μελέτη είναι σαφέστατη ως προς την κατεύθυνση που πρέπει να ακολουθήσει η Ελλάδα:
1. Στροφή από το αέριο σε ΑΠΕ + αποθήκευση
Ο συνδυασμός αυτός είναι το μοναδικό σχέδιο που μειώνει μακροπρόθεσμα τις τιμές και τη μεταβλητότητα.
2. Επιτάχυνση υποδομών αντλησιοταμίευσης και μπαταριών
Η Πορτογαλία έδειξε ότι η εγκατάσταση >3,7 GW αποθήκευσης σε λίγα χρόνια οδηγεί σε σταθερή και φθηνή αγορά.
3. Καθορισμός ορίου στην ισχύ νέων μονάδων αερίου
Η Ε.Ε. μεταβαίνει σε συστήματα με περιορισμένο ρόλο για το αέριο∙ η Ελλάδα κινείται αντίθετα.
4. Ενίσχυση της διασύνδεσης και συμμετοχή των ΑΠΕ στην αγορά με ενεργό τρόπο
Πλήρης ένταξη των ΑΠΕ στην αγορά ώστε να σχηματίζεται ορθά το σήμα τιμής