Σπάνια στο παρελθόν Γερμανοί πολιτικοί μιλούσαν με τόση αναγνώριση για την Ελλάδα όσο σήμερα. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: ο πρώην "προβληματικός μαθητής" αναδεικνύεται πλέον σε πρότυπο καλής διακυβέρνησης.
Αφορμή αποτελούν οι πολυάριθμες διμερείς συναντήσεις που γεμίζουν το πολιτικό ημερολόγιο της περιόδου. "Οι σχέσεις Ελλάδας και Γερμανίας είναι σήμερα ισχυρότερες από ποτέ", δήλωσε ο Έλληνας Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης κατά την επίσκεψή του στο Βερολίνο. Εκεί συναντήθηκε με τον Γερμανό ομόλογό του και αντικαγκελάριο Λαρς Κλινγκμπάιλ και αξιοποίησε εμφάνισή του σε κορυφαία δεξαμενή σκέψης για να παρουσιάσει στο γερμανικό κοινό τον απολογισμό των μεταρρυθμίσεων της χώρας του. "Οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί", σημείωσαν οι οικοδεσπότες – ένας υπαινιγμός για τις εποχές που Έλληνες πολιτικοί προσέρχονταν στο Βερολίνο με σκυμμένο κεφάλι, ζητώντας στήριξη.
Σήμερα Γερμανοί συνομιλητές και ένα κομμάτι του Τύπου κατακλύζουν την Αθήνα με αναγνώριση για τις επιτυχίες στην οικονομική και δημοσιονομική πολιτική. Το κλίμα έχει αλλάξει ριζικά. Και όχι χωρίς λόγο. Πολιτικά και οικονομικά, περισσότερα από δέκα χρόνια μετά την κορύφωση της κρίσης χρέους, η Ελλάδα παρουσιάζει μια εικόνα που δύσκολα θυμίζει το παρελθόν. Η ριζοσπαστική Αριστερά δεν διαδραματίζει πλέον ρόλο στην κυβερνητική πολιτική, ενώ από το 2019 κυβερνά με σταθερή πλειοψηφία η συντηρητικοφιλελεύθερη "Νέα Δημοκρατία".
Ο εκσυγχρονιστής Μητσοτάκης
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προβάλλει το προφίλ ενός πραγματιστή και εκσυγχρονιστή. Ύστερα από μία δεκαετία οικονομικού μαρασμού και τη σοβαρότερη κρίση από μνήμης ανθρώπου, η χώρα εισέρχεται σε φάση ανάκαμψης που προσελκύει τη διεθνή προσοχή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπει για το τρέχον έτος ρυθμό ανάπτυξης 2,3%, ενώ για το 2026 αναμένει παρεμφερή επίδοση. Το ποσοστό του δημόσιου χρέους υποχωρεί ταχύτερα από κάθε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ και η αποπληρωμή των δανείων εξελίσσεται με υψηλούς ρυθμούς.
Επιπλέον, ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το φιλόδοξο πρόγραμμα ψηφιοποίησης της κυβέρνησης. "Η Ελλάδα δείχνει πώς μπορεί να πετύχει η συνεπής ψηφιοποίηση και μάλιστα υπό τους ίδιους κανόνες προστασίας δεδομένων που ισχύουν και στη Γερμανία", δήλωσε ο πρωθυπουργός του κρατιδίου της Έσσης, Μπόρις Ράιν, μετά από επίσκεψή του στην Αθήνα. Όπως υπογράμμισε, η τεχνολογία δεν αποτελεί πρόβλημα. Πολλές από τις λύσεις έχουν αναπτυχθεί από κοινού με γερμανικές επιχειρήσεις. Καθοριστικός παράγοντας είναι το "mindset", ο τρόπος σκέψης. Σε αυτό το πεδίο η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει "πραγματικό πρότυπο".
"Εμείς οι Γερμανοί" και οι Έλληνες
Τον ενθουσιασμό για τον ψηφιακό μετασχηματισμό συμμερίζεται και ο Μάνουελ Χάγκελ, κομματικός σύμμαχος του πρωθυπουργού της Έσσης, ο οποίος βρέθηκε σχεδόν την ίδια περίοδο στην Αθήνα και ακολούθησε ένα πρόγραμμα επισκέψεων πολύ παρόμοιο. Ο Χάγκελ, μόλις 37 ετών, συγκαταλέγεται στους συγκριτικά νεότερους κορυφαίους πολιτικούς της Γερμανίας και έχει θέσει ως στόχο να κερδίσει για τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) τις τοπικές εκλογές που έχουν προγραμματιστεί για την άνοιξη στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης. Η απόκτηση εμπειριών στο διεθνές προσκήνιο λειτουργεί υπέρ του στον προεκλογικό αγώνα γεγονός που ίσως εξηγεί και γιατί ο υποψήφιος συνοδευόταν από πολυμελές κλιμάκιο Γερμανών δημοσιογράφων.
Στους Έλληνες δημοσιογράφους η επίσκεψη του –ακόμη σχετικά άγνωστου στην πατρίδα του– πολιτικού προκάλεσε περιορισμένο ενδιαφέρον. Έτσι, η αξιοσημείωτη προτροπή του Χάγκελ ότι "εμείς οι Γερμανοί θα έπρεπε να υποστούμε όσα υποχρεώσαμε τότε τους Έλληνες να υποστούν" πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Και εύλογα: δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι η έκκληση αυτή διατυπώθηκε απολύτως σοβαρά, καθώς είναι σχεδόν αδιανόητο μια γερμανική κυβέρνηση να υιοθετήσει (εθελοντικά) ένα πρόγραμμα που όπως γινόταν άλλοτε στην Ελλάδα, θα προκαλούσε κοινωνικοοικονομικές καταστροφές και θα οδηγούσε σε κρίση, από την οποία η ελληνική κοινωνία δεν έχει έως σήμερα πλήρως ανακάμψει.
Από την προτροπή ότι οι Γερμανοί θα έπρεπε να λάβουν το ίδιο πικρό φάρμακο που Γερμανοί και άλλοι Ευρωπαίοι είχαν συνταγογραφήσει στους Έλληνες πριν από δέκα χρόνια, αναδύονται τόνοι απογοήτευσης, ακόμη και απελπισίας, για ένα πολιτικό σύστημα στη Γερμανία το οποίο εδώ και χρόνια βρίσκεται αντιμέτωπο με μια σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση και προφανώς δεν είναι σε θέση να επιβάλει τις επειγόντως αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Δύσκολη αρχή για τον Μερτς
Το ό,τι μεγάλο μέρος των πρόσφατων θετικών αναφορών προέρχεται από το περιβάλλον της CDU δεν είναι τυχαίο. Εδώ και έξι μήνες κυβερνά στο Βερολίνο ο ομοσπονδιακός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος διαπιστώνει νωρίτερα απ’ όσο αναμενόταν ότι στην καθημερινότητα της κυβερνητικής συμμαχίας τα περιθώριά του είναι περιορισμένα. Πολλές από τις εξαγγελίες παραμένουν σε εκκρεμότητα.
Αντιθέτως, στην Αθήνα ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να κυβερνά χωρίς να υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη έναν απρόθυμο κυβερνητικό εταίρο, γεγονός που εντυπωσιάζει εμφανώς τους Γερμανούς συντηρητικούς.
Ωστόσο, ο νέος γερμανικός φιλελληνισμός παραβλέπει πολλά. Τα επιτεύγματα της κυβρένησης δεν έχουν φτάσει μέχρι στιγμής σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Οι πραγματικοί μισθοί εξακολουθούν να υπολείπονται των επιπέδων προ κρίσης, η Ελλάδα κατατάσσεται στο κατώτατο άκρο της ευρωπαϊκής κλίμακας ως προς τις αποδοχές και στο ανώτατο ως προς τις ώρες εργασίας. Την ίδια στιγμή, οι τιμές και το κόστος ζωής αυξάνονται. Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες δηλώνουν ότι η οικονομική τους κατάσταση είναι σήμερα χειρότερη από ό,τι πριν έναν χρόνο, ενώ τα δύο τρίτα θεωρούν ότι η χώρα βρίσκεται "σε λάθος πορεία".
Εντυπωσιακές είναι και οι παραλληλίες στο πολιτικό κλίμα. Ο Φρίντριχ Μερτς είναι στη Γερμανία εξίσου αντιδημοφιλής όσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην Ελλάδα. Ωστόσο, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός – παρά την κριτική – εξακολουθεί να διαθέτει σταθερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο Μερτς, μόλις έξι μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του είναι ήδη αντιμέτωπος με τον φόβο πρόωρης κατάρρευσης του κυβερνητικού συνασπισμού. Και μία ακόμη αντίθεση ξεχωρίζει. Την ώρα που η Ελλάδα προβάλλεται ως νέα ιστορία επιτυχίας, η Γερμανία λόγω των διαρθρωτικών της προβλημάτων θεωρείται από πολλούς ο νέος "ασθενής της Ευρώπης". 
Πηγή: Deutsche Welle