00:04 21/11
Ο πιο δύσκολος και σκοτεινός χειμώνας για την Ουκρανία
Τα αποτελέσματα των συνεχών ρωσικών επιθέσεων και βομβαρδισμών επιδεινώνονται από τις επιπτώσεις ενός μεγάλου σκανδάλου διαφθοράς.
Η Eurostat δημοσίευσε πρόσφατα τα στοιχεία για τον μέσο μισθό εργαζομένων με πλήρη απασχόληση στις χώρες της Ένωσης για το 2024: Ο μέσος μισθός στην ΕΕ έφτασε τα 39.808 ευρώ για το 2024 και σημείωσε αύξηση κατά 5,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Οι χώρες με τις υψηλότερες αποδοχές παραμένουν το Λουξεμβούργο με 83.000 ευρώ, η Δανία με 71.600 ευρώ και η Ιρλανδία με 61.100 ευρώ. Στον αντίποδα, οι χαμηλότεροι μισθοί καταγράφονται στη Βουλγαρία με 15.400 ευρώ, την Ελλάδα με 18.000 ευρώ και την Ουγγαρία με 18.500 ευρώ (τα ποσά είναι στρογγυλοποιημένα).
Η χώρα μας εμφανίζεται σταθερά στις τελευταίες θέσεις: Το 2023 η Ελλάδα βρισκόταν τρίτη από το τέλος με 17.770 ευρώ. Το 2022 βρισκόταν πέμπτη από το τέλος με 16.515 ευρώ. Δηλαδή όχι μόνο παραμένουμε χαμηλά αλλά χάνουμε και έδαφος σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, που ανεβαίνουν με ταχύτερο ρυθμό. Οι άλλοι κινούνται και μάλιστα γρήγορα, εμείς παραμένουμε καθηλωμένοι και υποχωρούμε.
Δεν χρειάζεται καν στατιστική για να το καταλάβει κανείς. Αρκεί ένα ταξίδι στην Ευρώπη για να δει πόσο έχει πιο ακριβές φαίνονται για το ελληνικό πορτοφόλι ορισμένες υπηρεσίες όπως είναι η εστίαση και η διαμονή, σε σχέση με παλαιότερα. Αντίστοιχα, επειδή αυτές οι υπηρεσίες στην Ελλάδα, που είναι τουριστική χώρα, απευθύνονται και σε ξένους, οι τιμές είναι και εδώ αυξημένες, με αποτέλεσμα ορισμένοι προορισμοί να έχουν γίνει ιδιαίτερα ακριβοί για πολύ κόσμο.
Το πιο οδυνηρό είναι ότι η σύγκριση αυτή είναι εις βάρος μας ακόμη και με χώρες που πέρασαν, όπως κι εμείς, βαθιά κρίση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ιρλανδία. Το 2024 βρίσκεται στην τρίτη καλύτερη θέση της κατάταξης, με μέσο εισόδημα 61.051 ευρώ. Το 2023 ήταν στα 58.856 ευρώ και το 2022 στα 54.312 ευρώ. Δηλαδή μέσα σε τρία χρόνια οι μισθοί στην Ιρλανδία αυξήθηκαν κατά 12,4%.
Η Ελλάδα την ίδια τριετία είχε αύξηση περίπου 9%. Και αυτά σε περιβάλλον όπου η Ιρλανδία έχει ήδη πολλαπλάσιο σημείο εκκίνησης.
Αν δει κανείς την Πορτογαλία η εικόνα είναι ακόμη πιο χαρακτηριστική. Το 2024 βρίσκεται στη δέκατη έβδομη θέση με 24.818 ευρώ και μέσα σε τρία χρόνια έχει σημειώσει αύξηση 17,44%. Η Πορτογαλία, που συχνά χρησιμοποιούμε ως παράδειγμα χώρας που "μοιάζει με εμάς", απομακρύνεται σταθερά και αποκτά πλεονέκτημα που δύσκολα θα καλυφθεί αν συνεχίσουμε με αυτόν τον ρυθμό.
Ακόμη και η Βουλγαρία που βρίσκεται τελευταία και τα τρία χρόνια που εξετάζουμε, έχει κάνει άλμα. Από τα 11.880 ευρώ το 2022 ανέβηκε στα 15.837 ευρώ το 2024 σημειώνοντας αύξηση 33,3%. Αν ο ρυθμός αύξησης παραμείνει ο ίδιος για τη Βουλγαρία και την Ελλάδα, η Βουλγαρία θα ξεπεράσει την Ελλάδα μέσα στην επόμενη τριετία. Το σενάριο αυτό μοιάζει απολύτως πιθανό, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι η σημερινή ανάπτυξη της Ελλάδας (πιθανώς όμως και της Βουλγαρίας) στηρίζεται σε σημαντικό βαθμό στα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και όχι σε ένα δομικό μοντέλο παραγωγής πλούτου που να μπορεί να διατηρηθεί για χρόνια χωρίς εξωτερικές ενισχύσεις.
Σαν να μην έφτανε αυτό, το πολύ χαμηλό επίπεδο μισθών στην Ελλάδα συνδυάζεται και με ένα δραματικά χαμηλό ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2025 το ποσοστό απασχόλησης για το σύνολο του πληθυσμού είναι μόλις 53,3%. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ο μέσος όρος είναι 76,2% και στον ΟΟΣΑ 58%. Με τόσο χαμηλή συμμετοχή στην αγορά εργασίας και τόσο χαμηλούς μισθούς, οι αριθμοί αποκτούν άλλη διάσταση: Δεν είναι απλώς ότι ο μέσος μισθός είναι χαμηλός, είναι και ότι από αυτόν τον μισθό εξαρτώνται αναλογικά περισσότεροι άνθρωποι. Δηλαδή λιγότεροι άνθρωποι μοιράζονται το βάρος και επωφελούνται από την όποια ανάπτυξη.
Αν αυτό το περιβάλλον δεν αλλάξει με ρυθμούς πολύ πιο γρήγορους από τους σημερινούς, η σύγκλιση με την "Ευρώπη" θα παραμείνει όνειρο μακρινό. Το ζητούμενο δεν είναι απλώς να αυξηθεί ο μέσος μισθός. Το ζητούμενο είναι να αυξηθεί πιο γρήγορα από τους άλλους, να κλείσει η ψαλίδα. Να αλλάξει η ποιότητα της εργασίας. Να δημιουργηθούν πραγματικές προοπτικές, να κάνουμε και να προσελκύσουμε επενδύσεις σε τομείς που προσφέρουν υψηλούς μισθούς και απαιτούν εξειδικευμένη τεχνογνωσία, όχι σε κλάδους χαμηλής εξειδίκευσης όπως η εστίαση και ο τουρισμός (η "βαριά βιομηχανία της χώρας"!), η γεωργία και κτηνοτροφία, κ.α.
Τα στοιχεία της Eurostat είναι ένας καθρέφτης, και όποιος τον κοιτάζει και λέει ότι όλα πάνε καλά απλώς δεν θέλει να δει την πραγματικότητα. Οι αριθμοί δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν υποχωρεί μόνο επειδή οι άλλοι τρέχουν πολύ, αλλά και επειδή εμείς δεν τρέχουμε αρκετά γρήγορα. Κι όσο συνεχίζουμε έτσι, η συζήτηση για το αν θα μας ξεπεράσει η Βουλγαρία θα είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μας.
*Η Γεωργία Πανοπούλου είναι σύμβουλος επικοινωνίας