Συνεχης ενημερωση

    Τρίτη, 18-Νοε-2025 00:03

    Έχει το ελληνικό έθνος ιστορία μόνον 200 ετών;

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Του Γεωργίου Ι. Μάτσου*

    "Έχουμε ξεχωριστή θέση χωρίς αυτό να συνεπάγεται μία αυτάρεσκη ελληνική ιδιαιτερότητα. Το ελληνικό έθνος έχει ιστορία 200 ετών, ο ελληνισμός και η γλώσσα μας, όμως, μία πορεία χιλιάδων ετών".

    Οι φράσεις του πρωθυπουργού θέτουν το ερώτημα, μήπως οι ιστορικοί από τον Παπαρρηγόπουλο και τον Καρολίδη έως τον Βακαλόπουλο και τον Δεσποτόπουλο σφάλλουν που μας θεωρούν έθνος με διαδρομή διαρκή από τους προϊστορικούς χρόνους έως σήμερα.

    Άραγε όμως έκανε λάθος κι ο Ηρόδοτος; Που από την αρχαιότητα προσδιόριζε τα στοιχεία που, παρά την ύπαρξη χωριστών επιμέρους ελληνικών κρατών, συναπάρτιζαν το ελληνικό έθνος: "Τὸ Ἑλληνικόν ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα" (η΄, 144.3). Χωρίς να χρησιμοποιεί τη λέξη "έθνος" (που στα αρχαία σήμαινε ομάδα, αγέλη) ο Ηρόδοτος έβλεπε σε κοινή καταγωγή, γλώσσα, θρησκεία και ήθη, πολιτική αυτοσυνειδησία πανομοιότυπη με τη σημερινή έννοια "έθνος".

    Ακριβώς οι περσικοί πόλεμοι που ιστοριογραφούσε ο Ηρόδοτος εμβάθυναν καταλυτικά την ελληνική εθνική συνείδηση. Χαρακτηριστικότερη έκφανσή της ήταν η δραπέτευση από το περσικό στρατόπεδο του βασιλιά Αλέξανδρου Α’ της Μακεδονίας την παραμονή της μάχης των Πλαταιών (479 π.Χ.), για να ενημερώσει τους Έλληνες για την επικείμενη αιφνιδιαστική περσική επίθεση, αιτιολογώντας τη στάση του (Ηρόδοτος θ΄, 45.2): "Αὐτός τε γὰρ Ἕλλην γένος εἰμὶ τὠρχαῖον, καὶ ἀντ᾽ ἐλευθέρης δεδουλωμένην οὐκ ἂν ἐθέλοιμι ὁρᾶν τὴν Ἑλλάδα". ("Γιατί Έλληνας είμαι κι εγώ κατά την αρχαία καταγωγή και θέλω την Ελλάδα ελεύθερη, όχι σκλαβωμένη"). Οι "Αχαιοί", "Δαναοί" ή "Αργείοι" του Ομήρου ονομάζονταν πια Έλληνες, παραμένοντας το ίδιο έθνος.

    Στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο ο ορισμός του Ηροδότου μεταβλήθηκε κατά το "όμαιμον", προς δυσαρέσκεια όσων σημερινών Ελλήνων επηρεάζονται από τον δυτικό ορισμό του έθνους. Διότι στη Δύση, η λατινική λέξη "natio", από την οποία προέρχεται η λέξη για το έθνος στις σύγχρονες δυτικοευρωπαϊκές γλώσσες, σημαίνει "γέννηση", "καταγωγή" ή "φυλή".

    Αδιαμφισβήτητα πάντως ο εθνολογικός όρος "Έλληνας" διατηρήθηκε στη ρωμαϊκή περίοδο. Τούτο μαρτυρείται στην Καινή Διαθήκη, όταν Έλληνες ζήτησαν να δουν τον Χριστό (Ιω., ιβ΄ 20-23) και Αυτός αποκρίθηκε: "ἐλήλυθεν [ήλθε] ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου" (ως "Υιό του Ανθρώπου" εννοούσε τον Εαυτό Του). Η Εβραίων συγγραφέων Καινή Διαθήκη μαρτυρεί καθαρά, αντίθετα από την πρωθυπουργική ρήση, την εθνολογική ύπαρξη και διακεκριμένη θέση των Ελλήνων την εποχή της Pax Romana.

    Η μεταφορά της ρωμαϊκής πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη και η αραβική κατάκτηση Αφρικής, Παλαιστίνης και Συρίας περιόρισαν το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος σε περιοχές ελληνικές από την αρχαιότητα ή ολοσχερώς εξελληνισμένες, προσδίδοντας διαρκώς εντονότερο ελληνικό χαρακτήρα στο ρωμαϊκό κράτος. Το 800 π.Χ., η γερμανογενής Δύση ξεκίνησε να αναφέρεται υποτιμητικά στους νομότυπους Ρωμαίους ως "Έλληνες", προκειμένου να σφετεριστεί εκείνη τη ρωμαϊκότητα. Η σχεδόν παράλληλη υιοθέτηση καρολίγγειων γερμανικών αιρέσεων (filioque κλπ.) από την παλαιά Ρώμη διαχώρισε πολιτικο-θρησκευτικά Δύση και Ανατολή αναλόγως της υποταγής ή όχι στη θρησκευτική εξουσία τού υπό γερμανικό (φραγκικό κλπ.) έλεγχο του Πάπα της Ρώμης. Τούτο όμως ενίσχυε περαιτέρω την ταύτιση ρωμαϊκής και ελληνικής αυτοσυνειδησίας στους μόνους νομότυπους Ρωμαίους της Ανατολής.

    Μετά την Άλωση, η οθωμανική θεοκρατική κρατική οργάνωση ενίσχυσε το θρησκευτικό περιεχόμενο της ρωμαϊκότητας-ελληνικότητας. Στο λεγόμενο "ρουμ μιλέτ" (millet-i Rûm, "έθνος των Ρωμαίων") εντασσόταν κάθε Ορθόδοξος Χριστιανός της οθωμανικής αυτοκρατορίας, δηλαδή και Βούλγαροι, Σέρβοι, Αλβανοί, Άραβες όπως και οι σημερινοί Ρουμάνοι, χωρίς οι λαοί αυτοί να έχουν, τότε, ξεχωριστή εθνική αυτοσυνειδησία. Η πολιτική και πολιτισμική κυριαρχία της ελληνικότητας στο πρώην Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος και στην Ορθοδοξία διατηρούσε ακέραιη την ελληνική αυτοκρατορική αυτοσυνειδησία, δια της ταύτισης ελληνικότητας και ρωμαϊκότητας. Η τελευταία αναφερόταν όμως, παράλληλα, σε κάθε Ορθόδοξο Χριστιανό του οθωμανικού κράτους.

    Η ταύτιση εκείνη καταδεικνύεται π.χ. από την εκπόνηση, το 1635, λεξικού "λατινικού, ρωμαϊκού και ελληνικού" (λατινικής, νέας ελληνικής και αρχαίας ελληνικής) ή, το 1804, λεξικού "της γαλλικής και ρωμαϊκής διαλέκτου" (γαλλικής και νέας ελληνικής). Το ίδιο καταδείκνυε η βαλκανική Χάρτα του Ρήγα (1798) και η έναρξη της ελληνικής επανάστασης στις 22-2-1821 στη σημερινή Ρουμανία, που μοιάζει σήμερα υπερβολικά ακατανόητη.

    Ο ταχύς περιορισμός της Επανάστασης (μετά την ήττα του Υψηλάντη, Ιούνιο 1821) στον ελλαδικό χώρο δεν μετέβαλε μεν την τότε ελληνική αυτοσυνειδησία, καθότι στο πρώτο Σύνταγμα της Επιδαύρου (Τμήμα Β΄, παρ. β΄) ως Έλληνες ορίστηκαν "ὅσοι αὐτόχθονες κάτοικοι τῆς ἐπικρατείας τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν". Η φαινομενικά ‘θεοκρατική’ εκείνη προσέγγιση ήταν η μόνη νοητή, διότι αυτός ήταν ο ορισμός του Έλληνα από το 1453 (και νωρίτερα) και τουλάχιστον έως τη Μικρασιατική καταστροφή, όταν ως Έλληνες στην ανταλλαγή πληθυσμών ορίστηκαν πάλι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

    Στην ίδια όμως Εθνοσυνέλευση υιοθετήθηκε η ομώνυμη Διακήρυξη, κατά την οποία κάναμε την επανάσταση "θέλοντες νὰ ἐξομοιωθῶμεν μὲ τοὺς λοιποὺς συναδέλφους μας Εὐρωπαίους Χριστιανούς". Έτσι, το τότε πολιτικό σύστημα ανήγαγε τον πιθηκισμό της γερμανογενούς Δύσης σε ιδρυτική συνθήκη του νέου ελληνικού κράτους.

    Η σύγχρονη εθνογενετική διαδικασία στη Δύση ήταν βέβαια πολύ διαφορετική από την προϊστορική ελληνική εθνογένεση. Καθοριστικά στοιχεία στη Δύση ήταν: α) Ο ανταγωνισμός μεταξύ των γερμανικών φύλων. β) Η ενσωμάτωση των παλαιών λατινόφωνων τοπικών πληθυσμών της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα μεσαιωνικά γερμανικά κράτη που είχαν προκύψει μετά την κατάλυση της Δυτικής Ρώμης. γ) Η παπική εξουσία: Όσο ο Πάπας διατηρούσε την ανώτατη πολιτική εξουσία στη Δύση, ο διαχωρισμός σε έθνη ήταν υποτυπώδης. Ο σχηματισμός κρατών-εθνών αναπτύχθηκε παράλληλα με τη μείωση της παπικής εξουσίας.

    Η Δύση λοιπόν γνώρισε στους νεώτερους χρόνους εθνογενετικές διαδικασίες που δεν γνώρισε η ελληνική Ανατολή. Απλώς, ο νεοελληνικός εξοβελισμός της ρωμαϊκότητας από την ελληνικότητα εξαφάνισε την οικουμενική-αυτοκρατορική αυτοκατανόηση που είχαν οι Έλληνες έως την έναρξη της Επανάστασης. Πολλοί εγχώριοι διανοούμενοι πανηγυρίζουν την εξέλιξη αυτή ως "νεωτερική". Η αντίσταση όμως των ελλαδικών κοινωνικών δομών στην υιοθέτηση της νεωτερικότητας ("modernism"), δείχνει ότι ο δρόμος αυτός ίσως απλώς απετέλεσε τον αδιέξοδο πιθηκισμό της γερμανογενούς Δύσης που εξήγγειλε η Διακήρυξη της Επιδαύρου.

    Ακόμη και η ‘Μεγάλη Ιδέα’, περιορίζοντας την ελληνικότητα στους υπό γερμανογενή-δυτική εθνολογική εκδοχή Έλληνες, αποτέλεσε συλλογική διανοητική διεργασία σμίκρυνσης του άλλοτε οικουμενικού ελληνικού έθνους.

    Το ελληνικό έθνος, το "γένος τὠρχαῖον [το αρχαίον]" του βασιλιά Αλέξανδρου Α΄ της Μακεδονίας, προϋπήρχε πάντως της Επανάστασης, της Άλωσης, ακόμη και των περσικών πολέμων. Αυτό δεν είναι αυταρέσκεια, αλλά πραγματικότητα. Οτιδήποτε λιγότερο είναι κατανοητός και διαδομένος μεν, συμπλεγματικός δε και αντιεπιστημονικός εγχώριος πιθηκισμός μιας άσχετης με την ελληνικότητα δυτικής εννοιολογίας.

    *Δ.Ν., Δικηγόρος

     

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ