00:04 24/10
Σχηματισμός και διανομή τακτικού αποθεματικού και αποθεματικών του Ν.1892/90
Ο σχηματισμός και η διανομή των Αποθεματικών αποτελεί σημαντικότατο κεφάλαιο της Λογιστικής και του Φορολογικού Δικαίου.
Της Σουζάνας Κλημεντίδη, δικηγόρου
Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο του 2025, με τίτλο "Δίκαιη Εργασία για Όλους", ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή και συνοδεύτηκε από έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις και κοινωνικές αντιδράσεις. Η κυβέρνηση το παρουσιάζει ως μια αναγκαία μεταρρύθμιση που εκσυγχρονίζει την ελληνική αγορά εργασίας και προσαρμόζει το θεσμικό πλαίσιο στις ανάγκες του 2025, επιτρέποντας περισσότερη ευελιξία τόσο στους εργαζόμενους όσο και στις επιχειρήσεις, χωρίς –όπως υποστηρίζει– να θίγονται θεμελιώδη δικαιώματα. Από την άλλη πλευρά, εργατικά συνδικάτα και αντιπολίτευση κάνουν λόγο για βαθιά αντεργατικό χαρακτήρα, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι επιχειρεί ιστορική οπισθοδρόμηση και αποδόμηση του 8ώρου.
Κεντρική και πιο αμφιλεγόμενη διάταξη είναι η δυνατότητα επέκτασης της ημερήσιας εργασίας έως 13 ώρες για έναν εργοδότη, κάτι που μέχρι σήμερα επιτρεπόταν μόνο με συνδυασμό δύο εργασιών. Η κυβέρνηση επισημαίνει πως το όριο των 13 ωρών δεν είναι καθημερινό ή ανεξέλεγκτο, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με ρητή συναίνεση του εργαζομένου και με ανώτατο όριο 37 ημερών ετησίως. Παράλληλα, ο εργαζόμενος αποζημιώνεται με προσαύξηση 20% από την 9η ώρα και 40% από τη 10η έως την 13η ώρα. Υπογραμμίζεται επίσης ότι παραμένει σε ισχύ το πλαφόν των 48 ωρών εβδομαδιαίας εργασίας κατά μέσο όρο σε τετράμηνο, όπως ορίζουν οι ευρωπαϊκοί κανόνες. Ωστόσο, η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα υποστηρίζουν ότι, ανεξάρτητα από τις δικλείδες ασφαλείας, η θεσμοθέτηση του 13ώρου ανοίγει επικίνδυνο παράθυρο για κατάχρηση, μετατρέποντας την "εθελοντική συναίνεση" σε έμμεσο εξαναγκασμό, ειδικά σε μια αγορά με υψηλά ποσοστά ανεργίας ή επισφαλούς απασχόλησης.
Μία από τις πιο προβεβλημένες καινοτομίες είναι η εισαγωγή της 4ήμερης εργασίας, με δυνατότητα να εργάζεται κανείς 10 ώρες την ημέρα για τέσσερις ημέρες και να έχει μία επιπλέον ημέρα ανάπαυσης χωρίς μείωση μισθού. Κατά την κυβέρνηση, αυτό είναι ένα βήμα προς την ευελιξία και την ισορροπία προσωπικής ζωής και εργασίας, ιδίως για γονείς ή εργαζόμενους με οικογενειακές υποχρεώσεις. Ωστόσο, επικριτές τονίζουν ότι η 10ωρη εργασία επί τέσσερις συνεχόμενες ημέρες μπορεί να προκαλέσει σωματική και ψυχική εξάντληση, μετατρέποντας την ευελιξία σε εντατικοποίηση.
Το νομοσχέδιο επιφέρει επίσης σημαντικές αλλαγές για όσους εργάζονται μερικώς ή εκ περιτροπής. Για πρώτη φορά δίνεται η δυνατότητα σε εργαζόμενους μειωμένου ωραρίου να πραγματοποιούν υπερωρίες με προσαύξηση 40%, κάτι που η κυβέρνηση χαρακτηρίζει ως επέκταση δικαιωμάτων και ευκαιρία αύξησης εισοδήματος. Τα συνδικάτα, αντίθετα, φοβούνται ότι αυτό θα οδηγήσει σε περαιτέρω θόλωση των ορίων μεταξύ πλήρους και μερικής απασχόλησης, ενισχύοντας την εργασιακή επισφάλεια.
Σημαντικό στοιχείο αποτελεί και η αλλαγή στο καθεστώς της ετήσιας άδειας. Η ετήσια άδεια μπορεί πλέον να "σπάει" σε περισσότερα μέρη, αρκεί κάθε τμήμα να είναι τουλάχιστον πέντε ημέρες και να υπάρχει αίτημα του εργαζομένου και αποδοχή από τον εργοδότη. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι αυτό προσφέρει μεγαλύτερη αυτονομία, ενώ τα σωματεία φοβούνται ότι μπορεί να δημιουργηθούν περιπτώσεις άνισης αντιμετώπισης και πίεσης κατά τη διεκδίκηση άδειας.
Ιδιαίτερα καθοριστική είναι η θεσμοθέτηση της Ψηφιακής Κάρτας Εργασίας, η οποία ήδη εφαρμόζεται σε πολλούς κλάδους και πλέον απέκτησε πλήρη νομική ισχύ. Μια από τις πιο αυστηρές προβλέψεις είναι ότι οποιαδήποτε μείωση μισθού μετά την ενεργοποίηση της κάρτας θεωρείται μονομερής βλαπτική μεταβολή και είναι άκυρη. Η κυβέρνηση επισημαίνει ότι η κάρτα έχει αποκαλύψει εκατομμύρια ώρες απλήρωτης υπερωρίας, ενώ έχει αναγκάσει πολλές επιχειρήσεις να αποζημιώνουν πλέον κανονικά τις επιπλέον ώρες. Κάποιοι εργοδότες επιχείρησαν να αντισταθμίσουν αυτό το κόστος μειώνοντας βασικούς μισθούς, κάτι που πλέον απαγορεύεται ρητά. Το μέτρο αυτό θεωρείται από την κυβέρνηση ως εγγύηση διαφάνειας και θεμιτού ανταγωνισμού, ενώ οι επικριτές το χαρακτηρίζουν ανεπαρκές χωρίς ταυτόχρονη ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών.
Σε επίπεδο επιχειρηματικότητας, το νομοσχέδιο στοχεύει στη μείωση γραφειοκρατίας και την ταχύτερη κάλυψη αναγκών σε προσωπικό. Εισάγει το σύστημα "πρόσληψης-εξπρές", μέσω ψηφιακής πλατφόρμας, για απασχόληση έκτακτης διάρκειας έως δύο ημερών την εβδομάδα, κυρίως σε τουρισμό και εστίαση. Προβλέπεται υποχρεωτική δήλωση πριν την έναρξη εργασίας, ώστε να μη μετατραπεί σε οδό αδήλωτης απασχόλησης. Παράλληλα, καταργείται η μέχρι τώρα υποχρεωτική αναμονή 10 ημερών μετά από οικειοθελή αποχώρηση εργαζομένου, επιτρέποντας την άμεση αντικατάσταση. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι ρυθμίσεις αυτές ανταποκρίνονται σε αιτήματα εργοδοτικών κλάδων που ζητούσαν πιο ευέλικτες προσλήψεις, χωρίς αλλαγές στο καθεστώς απολύσεων.
Πέρα από τις επιμέρους ρυθμίσεις, το νομοσχέδιο εντάσσεται σε ευρύτερη κυβερνητική στρατηγική για αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και μείωση της ανεργίας. Η κυβέρνηση τονίζει ότι έχουν ήδη δημιουργηθεί πάνω από 500.000 νέες θέσεις εργασίας από το 2019 και θέτει στόχο κατώτατου μισθού 950 ευρώ και μέσου μισθού 1.500 ευρώ έως το 2027. Υποστηρίζει ότι η ευελιξία, όπως το 4ήμερο ή οι προσωρινές υπερωρίες, θα αυξήσουν τις ευκαιρίες απασχόλησης, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζονται ισχυρές δικλείδες προστασίας, όπως η ρητή απαγόρευση απόλυσης σε περίπτωση άρνησης υπερωρίας.
Αντίθετα, όλες οι μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις –ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ και εργατικά κέντρα– έχουν σταθεί απέναντι στο νομοσχέδιο. Το χαρακτηρίζουν "εργασιακό έκτρωμα" και καταγγέλλουν ότι μετατρέπει τον εργαζόμενο σε "λάστιχο", καταργώντας στην πράξη το 8ωρο και παραδίδοντας την αγορά εργασίας στις απαιτήσεις των εργοδοτών. Ήδη, τον Οκτώβριο πραγματοποιήθηκαν μαζικές απεργίες και διαδηλώσεις, με συνθήματα κατά της 13ωρης εργασίας και της κατάτμησης των δικαιωμάτων. Η ΓΣΕΕ ζητά όχι απλώς απόσυρση των ρυθμίσεων, αλλά και θεσμοθέτηση αντίστροφων μέτρων: μείωση της εβδομαδιαίας εργασίας στις 35 ώρες, επαναφορά 13ου και 14ου μισθού και ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων.
Η αντιπολίτευση στη Βουλή υπήρξε απολύτως αρνητική. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης υποστήριξε ότι το νομοσχέδιο αποτελεί συνέχεια μιας συστηματικής αποδόμησης των εργασιακών δικαιωμάτων που ξεκίνησε με την κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης και την υποβάθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Ο Σωκράτης Φάμελλος, επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, έκανε λόγο για "νόμο εργατικού μεσαίωνα" και κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι ικανοποιεί πάγια αιτήματα εργοδοτικών οργανώσεων, εξαντλώντας τους υπάρχοντες εργαζόμενους αντί να ενθαρρύνει νέες προσλήψεις. Το ΚΚΕ, με ακόμη σκληρότερη γλώσσα, κάλεσε σε πλήρη απόσυρση του νομοσχεδίου, χαρακτηρίζοντάς το "δώρο στους επιχειρηματικούς ομίλους".
Από την πλευρά των εργοδοτικών φορέων, η στάση είναι πιο σύνθετη. Ορισμένοι κλάδοι, κυρίως τουρισμός και εστίαση, επικροτούν την απλούστευση των προσλήψεων και την ευελιξία, θεωρώντας ότι βοηθά στην αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών και στη διατήρηση προσωπικού. Ωστόσο, υπάρχουν ανησυχίες ότι οι υποχρεωτικές προσαυξήσεις 40% θα αυξήσουν το μισθολογικό κόστος, ιδίως για μικρές επιχειρήσεις. Ειδικοί της αγοράς εργασίας εμφανίζονται διχασμένοι: άλλοι θεωρούν πως το νομοσχέδιο εναρμονίζει την Ελλάδα με ευρωπαϊκές πρακτικές, προσφέροντας επιλογές στον εργαζόμενο, ενώ άλλοι προειδοποιούν πως, σε μια αγορά όπου η διαπραγματευτική ισχύς γέρνει προς τον εργοδότη, η εθελοντικότητα μπορεί να αποδειχθεί προσχηματική.
Συνοψίζοντας, το εργασιακό νομοσχέδιο του 2025 αποτελεί βαθιά τομή στον τρόπο οργάνωσης της εργασίας στην Ελλάδα. Η επιτυχία ή η αποτυχία του θα κριθεί όχι στη Βουλή αλλά στην πράξη, από το αν οι ρυθμίσεις θα εφαρμοστούν με σεβασμό στην ελευθερία επιλογής του εργαζομένου ή αν θα καταλήξουν εργαλείο πίεσης και εξάντλησης. Για τους υποστηρικτές του, είναι ένα "εργαλείο σύγχρονης ευελιξίας". Για τους επικριτές του, είναι το προοίμιο μιας νέας περιόδου εργασιακής ανασφάλειας. Το βέβαιο είναι ότι η συζήτηση για το τι συνιστά "δίκαιη εργασία για όλους" μόλις ξεκίνησε.