00:04 16/10
Απόσβεση υπεραξίας κτήσης καταστημάτων
Η υπεραξία που καταβάλλεται για την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων μιας οικονομικής οντότητας και οι φορολογικές διατάξεις.
Η απάντηση στο ερώτημα είναι σχετικά απλή και σχετίζεται με ένα γενικότερο ζήτημα. Για να δημιουργηθεί νέα ή να μεταβιβαστεί υφιστάμενη υποχρέωση είναι αναγκαία η δικαιοπρακτική συναίνεση εκείνου που την αποκτά. Επιβολή ξένης υποχρέωσης σε τρίτον δεν νοείται. Πρόκειται για αποτέλεσμα που αναιρεί την προσωπική και οικονομική του ελευθερία αλλά και προσβάλλει την περιουσία του, επειδή την μειώνει, δια της αύξησης του παθητικού που προκαλεί. Παραβιάζει δηλαδή το άρθρ. 5 § 1 του Συντάγματος (προσωπική και οικονομική ελευθερία), το άρθρ. άρθρ. 17 § 1 Σ καθώς και το άρθρ. 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (περιουσία). Το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται με πληρότητα στον Αστικό Κώδικα, ο οποίος για την αναδοχή χρέους (άρθρ. 471) απαιτεί ως αυτονόητη την σύμπραξη του αναδοχέα. Τα δεδομένα είναι ακριβώς ίδια, όταν αντί για μία οι υποχρεώσεις που αποκτώνται από κάποιον είναι πολλές.
Είναι όμως δυνατό ο ΑΚ, το αρτιότερο νομοθέτημα της σύγχρονης Ελλάδας, να επιτρέπει μια έννομη συνέπεια που είναι αντίθετη στο Σύνταγμα; Το αποτέλεσμα αυτό επήλθε ακουσίως για τον ιστορικό νομοθέτη, ο οποίος δεν μπορούσε να φανταστεί το σύγχρονο ημεδαπό φαινόμενο της έντονης υπερχρέωσης των περιουσιών. Υπό το θεμέλιο της κληρονομικής διαδοχής, ότι οι κληρονομίες είναι υγιείς γι’ αυτό και γίνονται δεκτές, κάθε πιθανή αντισυνταγματικότητα προλαμβάνεται με μόνη την θεσμοθέτηση του δικαιώματος αποποίησης. Δι’ αυτής επιδιώκεται να μην επιβληθεί στον κληρονόμο η κτήση ωφέλειας από την υγιή κληρονομία, κάτι που θα παραβίαζε την θεμελιώδη αρχή της προσωπικής και οικονομικής του ελευθερίας (άρθρ. 5 § 1 Σ). Ο νομοθέτης που ενδιαφέρεται να προασπίσει τα συνταγματικά δικαιώματα του κληρονόμου ακόμη και όταν αυτός αποκτά ωφέλεια, με βεβαιότητα θα ήθελε να προλάβει την εντονότερη παραβίαση συνταγματικών αρχών, που προκαλείται από την επιβολή υποχρέωσης.
Το ακούσιο αυτό νομοθετικό κενό που προέκυψε ιστορικά καλείται να αντιμετωπίσει η συσταθείσα από το Υπουργείο Δικαιοσύνης ομάδα εργασίας για την αναμόρφωση του κληρονομικού δικαίου. Το έργο της είναι αναμφισβήτητα ιδιαίτερα δύσκολο καθώς της ανατέθηκε η αναθεώρηση και ο εκσυγχρονισμός του κληρονομικού δικαίου συνολικά. Το κρίσιμο ζήτημα της κληρονομικής διαδοχής των χρεών είναι τόσο δυσχερές και πολύπλοκο, που θα απαιτούσε μια επιτροπή επιστημόνων να ασχοληθεί αποκλειστικά με αυτό.
Η κτήση συνόλου υποχρεώσεων της περιουσίας (καθολική διαδοχή) χωρίς την ρητά εκπεφρασμένη βούληση του κληρονόμου είναι νοητή, μόνο όταν το ενεργητικό ξεπερνά το παθητικό· όταν η ωφέλεια από τις απαιτήσεις υπερτερεί των υποχρεώσεων. Όταν κάποιος ωφελείται, μπορεί να θεωρηθεί ότι σιωπηρά συναινεί στην κτήση της ωφέλειας. Τότε μόνη η δυνατότητα αποποίησης διασφαλίζει το συνταγματικό του δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία. Η σκέψη είναι ανάλογη με την αρχή που διέπει την αποποίηση στην σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθρ. 413 ΑΚ). Αντίθετα, όταν το τελικό περιουσιακό ισοζύγιο είναι αρνητικό, η βούληση περί κτήσης περιουσίας πρέπει να εκφραστεί ρητά. Αλλά και επί πλέον ο δηλών πρέπει να γνωρίζει με πληρότητα ότι οι υποχρεώσεις που αποκτά ξεπερνούν το ενεργητικό. Αν δηλώσει ότι αποδέχεται την κληρονομία, χωρίς να γνωρίζει την υπερχρέωση, και πάλι η δήλωσή του είναι ελαττωματική. Ο κληρονόμος όμως, όσο είναι προσωρινός, επειδή δικαιούται να αποποιηθεί, δεν έχει πραγματικό δικαίωμα πληροφόρησης της περιουσίας του τεθνεώτος, αφού δεν είναι ο ίδιος οριστικός φορέας της περιουσίας, ώστε να αξιώσει δικαιωματικά ενημέρωση. Συνεπώς πάντα η όποια βούλησή του περί αποδοχής εκφράζεται υπό τυχαία ή πάντως ελλιπή πληροφόρηση.
Το αποτέλεσμα της κτήσης της υπερχρεωμένης κληρονομίας πάσχει από ακυρότητα, είτε επέρχεται ακουσίως είτε εκουσίως για τον κληρονόμο. Ο καθένας που απέκτησε υπερχρεωμένη κληρονομία μπορεί να επικαλεστεί την συγκεκριμένη ακυρότητα οποτεδήποτε και αν επήλθε αυτή.
Η επιβολή της υπερχρεωμένης κληρονομίας θα μπορούσε ως έννομη συνέπεια να μην είναι αντίθετη στο Σύνταγμα, αν ο κληρονόμος είχε άμεση, εύκολη και χωρίς χρονικό περιορισμό διέξοδο. Η ένσταση της ανεπάρκειας της κληρονομίας, που προβλέπεται σε αλλοδαπές έννομες τάξεις, αίρει την αντισυνταγματικότητα σε όλες τις περιπτώσεις. Η ανυπαρξία της στο κείμενο του ΑΚ μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιαστική έλλειψη. Ο κληρονόμος, εφόσον αποκτά υπερχρεωμένη κληρονομία, πρέπει να έχει το δικαίωμα να απεγκλωβιστεί από αυτήν άμεσα, εύκολα και χωρίς κανέναν περιορισμό. Αυτός θα μπορούσε να είναι ένας πρώτος πόλος πλήρους προστασίας του.
Ωστόσο η υφιστάμενη στην ελληνική κοινωνία κατάσταση επιβάλει δραστικότερη επέμβαση. Η χωρίς περιορισμούς ένσταση της ανεπάρκειας της κληρονομίας θα μπορούσε να συνιστά επαρκές μέτρο σε παλαιότερο χρόνο. Η ένταση του φαινομένου των υπερχρεωμένων κληρονομιών και η καθυστέρηση του νομοθέτη έχουν παγιώσει καταστάσεις, για την ανατροπή των οποίων η παρέμβαση πρέπει να είναι δραστικότερη. Στην συνείδηση του μέσου νομικού και του μέσου συναλλασσομένου έχει εμπεδωθεί η ιδέα ότι από την υπερχρεωμένη κληρονομία λυτρώνεται κάποιος δια της αποποίησης. Έτσι όμως το πρόβλημα παραμένει και απλώς μετατίθεται στο επόμενο κληρονόμο. Στην δραστική αντιμετώπιση της εν λόγω κατάστασης πρέπει να εντοπιστεί ο δεύτερος, θεμελιώδης για την κοινωνία, πόλος προστασίας.
*Επίκουρου Καθηγητή Αστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.