Συνεχης ενημερωση

    Τετάρτη, 08-Οκτ-2025 00:01

    Η στιγμή για μια μίνιμουμ ατζέντα εθνικής ανάτασης

    • Εκτύπωση
    • Αποστολή με email
    • Προσθήκη στη λίστα ανάγνωσης
    • Μεγαλύτερο μέγεθος κειμένου
    • Μικρότερο μέγεθος κειμένου

    Δεν είναι καθόλου παράξενο σήµερα, σε µια εποχή όπου ο Δυτικός άνθρωπος αντιµετωπίζει προκλήσεις που αµφισβητούν όχι µόνο τη θέση του στον κόσµο αλλά και το ίδιο το αξιακό του σύστηµα, να αισθανόµαστε πιο έντονη τη σχέση µας µε την Ιστορία. Να νιώθουµε πως ζούµε "ιστορικές στιγµές". Πρόκειται για την άλλη όψη του ίδιου νοµίσµατος που κάποτε µας έκανε να πιστέψουµε ότι η Ιστορία είχε φτάσει στο τέλος της, όταν οι διεθνείς συγκυρίες έκαναν το σύστηµά µας να µοιάζει ακλόνητο και παντοδύναµο. Ήταν τα χρόνια της ιστορικής ανεµελιάς. 

    Κοινός τόπος των δύο εποχών, της περιόδου, δηλαδή, που εγώ έµπαινα στην πολιτική και η δυτική φιλελεύθερη δηµοκρατία εµφανιζόταν ως η τελική µορφή πολιτειακής οργάνωσης, και της σηµερινής περιόδου, όπου αυταρχικά καθεστώτα και νοοτροπίες εντός κι εκτός Δύσης ενισχύονται και κανονικοποιούνται, είναι η διαδεδοµένη και ενστικτώδης, πλην όµως εντελώς ανιστόρητη, αντίληψη ότι ο κόσµος αύριο θα µοιάζει µε εκείνον σήµερα. 

    Ένα, όµως, από τα σπουδαιότερα µαθήµατα που µας διδάσκει η Ιστορία είναι ότι τίποτα δεν είναι προδιαγεγραµµένο. Οι "σιδερένιοι νόµοι" κάθε εποχής –οι βεβαιότητες, οι ισορροπίες, οι ιδεολογικές σταθερές– µοιάζουν ακλόνητοι, µέχρι τη στιγµή που νέοι νόµοι και πραγµατικότητες έρχονται να τους συντρίψουν. Και, πολύ συχνά, το σήµερα δεν θυµίζει τελικά σε τίποτα το χθες. Όπως πολύ εύστοχα συνοψίζει ο Ivan Krastev, "η Ιστορία παρουσιάζεται ως γραµµική µόνο σε κακά ιστορικά βιβλία".

    Όταν, τον Ιανουάριο του 1989, ο George H. W. Bush ορκιζόταν 41ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν φανταζόταν ότι σε λίγους µόλις µήνες ολόκληρο το σοβιετικό οικοδόµηµα που για τέσσερις δεκαετίες στεκόταν απέναντι θα κατέρρεε: αναπάντεχα, ακανόνιστα και σχεδόν αναίµακτα. 

    Κι όταν πάλι Ιανουάριο, αυτή τη φορά του 2008, ο κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ, Ben Bernanke, διαβεβαίωνε ότι η αµερικανική οικονοµία είναι "εξαιρετικά ανθεκτική και θα συνεχίσει να αναπτύσσεται", σίγουρα δεν φανταζόταν ότι η µεγαλύτερη οικονοµική κρίση των τελευταίων 80 ετών βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη.

    Η Ιστορία προχωρά µε άλµατα, ρήξεις, απρόβλεπτες καµπές. Κι όµως, όσο τροµακτική κι αν µοιάζει αυτή η όψη της Ιστορίας, άλλο τόσο λυτρωτική και ελπιδοφόρα είναι, γιατί µας θυµίζει ότι καµία ισορροπία και καµία "αιώνια" τάξη πραγµάτων δεν µένει αµετάβλητη. Και για εµάς, µια χώρα γεωγραφικά στο περιθώριο αλλά από επιλογή στον πυρήνα της Δύσης, η διαπίστωση αυτή δεν είναι απαραίτητα αρνητική σήµερα. 

    Πολίτες και πολιτικοί, ιδιαίτερα στις δηµοκρατικές κοινωνίες όπου η προσωρινότητα αποτελεί γενετική ουσία της λειτουργίας τους, πολύ συχνά εγκλωβιζόµαστε στη συγκυρία. Και η συγκυρία σήµερα για τη Δύση είναι εξαιρετικά δυσµενής. 

    Δεν χρειάζεται πολλή ανάλυση: χάνουµε. Χάνουµε σε ανταγωνιστικότητα, χάνουµε σε επιρροή, και ολοένα περισσότερο χάνουµε τον ίδιο µας τον εαυτό – την πίστη µας στις αξίες και στα ιδανικά που µας συγκρότησαν. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι αρχίζουµε να αποδεχόµαστε την παρακµή ως µοιραία και, µαζί της, την επικράτηση του αναθεωρητισµού, του αυταρχισµού και του κυνισµού ως αναπόφευκτη.

     

    Εδώ έρχεται η ιστορία, ως αναλγητικό και αφύπνιση, να µας θυµίσει ότι πολλά "αναπόφευκτα" του παρελθόντος τελικά µαταιώθηκαν, αλλά και να µας προειδοποιήσει ότι, αν τίποτα δεν είναι προδιαγεγραµµένο, τότε τόσα περισσότερα εξαρτώνται από εµάς. Η ευθύνη µάς βαραίνει. Δεν υπάρχει "αυτόµατος πιλότος" στην Ιστορία.

    Αυτό είναι κάτι που πρέπει κι εµείς οι Έλληνες να αναλογιστούµε µε υπευθυνότητα, τώρα που οι εξελίξεις τρέχουν, οι παλιές σταθερές ανατρέπονται και το διεθνές σκηνικό ρευστοποιείται. 

    Στον βαθύ ιστορικό χρόνο, οι σηµερινές συµµαχίες ίσως µοιάζουν αύριο µακρινή ανάµνηση. Εκείνο που µετρά είναι η Ελλάδα να µεγαλώσει, να δυναµώσει, να γίνει περισσότερο ανθεκτική και απαραίτητη στους υπάρχοντες και τους µελλοντικούς διεθνείς συσχετισµούς. 

    Κι αυτό, ενώ επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες, βαραίνει πρωτίστως εµάς. Άλλωστε, για εµάς, η ανάγκη να ξεβαλτώσουµε και να µεγαλώσουµε δεν είναι µόνο ζήτηµα ευηµερίας, αλλά επιβίωσης. Ο ρεαλισµός επιβάλλει να κοιταχτούµε στον καθρέφτη της ισχύος, πλάι σε εκείνους που µας απειλούν ευθέως. 

    Όταν παρέδωσα το χαρτοφυλάκιο του Υπουργείου Εξωτερικών το 2009, το ΑΕΠ της Τουρκίας βρισκόταν περίπου στα 650 δισ. δολάρια. Σήµερα ξεπερνά το 1,3 τρισ. δολάρια. Στον αντίποδα, εµείς µετρούσαµε τότε 326 δισ. δολάρια, ενώ τώρα βρισκόµαστε περίπου στα 257. Κατά το ίδιο διάστηµα η Τουρκία έχει προσθέσει στον πληθυσµό της περίπου µιάµιση Ελλάδα, το δηµόσιο χρέος της είναι στο 25% του ΑΕΠ της (ενώ της Ελλάδας 146%) και η βιοµηχανική της βάση
    –στρατιωτική και µη– έχει διευρυνθεί εντυπωσιακά. Όποιος δεν προβληµατίζεται µε αυτή την κατάσταση είτε εθελοτυφλεί είτε συναινεί. 

    Η αντίστασή µας στον τουρκικό αναθεωρητισµό σε διεθνείς οργανισµούς και φόρα είναι αυτονόητη και πρέπει να συνεχιστεί. Ο διάλογος µε τη γείτονα χώρα είναι επίσης αναγκαίος – οι ανοιχτοί δίαυλοι µειώνουν κινδύνους παρεξηγήσεων και ατυχηµάτων. Όµως ας µη γελιόµαστε: τίποτα από τα δύο δεν θα µας προσφέρει µια δίκαιη λύση. Αυτό είναι ένα από τα πικρά µαθήµατα εξωτερικής πολιτικής της Μεταπολίτευσης.

    Αν η Ελλάδα θέλει να αυξήσει µεσοπρόθεσµα τις πιθανότητες µιας βιώσιµης ειρήνης µέσω µιας έντιµης διευθέτησης, θα πρέπει να εστιάσει τις προσπάθειές της πρωτίστως στο να αυξήσει το οικονοµικό αποτύπωµά της στην περιοχή και το στρατιωτικό αποτύπωµά της στο πεδίο. 

    Αυτά προϋποθέτουν ριζικές και αντιδηµοφιλείς µεταρρυθµίσεις στο εσωτερικό µε στόχο την παραγωγικότητα, την καινοτοµία, τη θεσµική ποιότητα, την ενηµερωµένη εκπαίδευση, τη δηµοσιονοµική αξιοπιστία, τη δικαιοσύνη που λειτουργεί γρήγορα και δίκαια. Μια οικονοµία που παράγει αξία και εξαγωγές, µε υποδοµές που µειώνουν τις αποστάσεις και αυξάνουν την ταχύτητα. Ένα κράτος που εµπνέει εµπιστοσύνη στους πολίτες και στους επενδυτές. 

    Βήµατα προς αυτή την κατεύθυνση έχουν γίνει πολλά την τελευταία εξαετία. Απαιτούνται όµως πολύ περισσότερα και, κυρίως, πολύ γενναιότερα. Το έλλειµµά µας δεν είναι τεχνοκρατικό. Αν υπάρχει ένα "πλεονέκτηµα" στο να υστερείς διαχρονικά ως κράτος, είναι ότι τα περισσότερα από τα προβλήµατα που αντιµετωπίζεις σήµερα έχουν ήδη λυθεί αλλού.

    Το πρόβληµα είναι βαθιά πολιτικό και κοινωνικό. Ριζώνει σε νοοτροπίες και πρακτικές, πολιτών και πολιτικών, που µας καθηλώνουν σε χαµηλές πτήσεις. Δεν αρκεί η αυτοκριτική. Το ζητούµενο είναι η υπέρβαση.

    Πιστεύω ότι έχει φτάσει η στιγµή στον τόπο µας για πολιτική σύγκλιση των κοµµάτων εξουσίας γύρω από µια µίνιµουµ κοινή ατζέντα εθνικής ανάτασης. Μια τέτοια συνεννόηση είναι αναγκαία για να προχωρήσουν οι κρίσιµες µεταρρυθµίσεις –από τη συνταγµατική αναθεώρηση έως την κοινωνική αποδοχή δύσκολων αλλά αναγκαίων πολιτικών– και για να ανασχεθεί ο λαϊκισµός που δηλητηριάζει τον δηµόσιο λόγο. Αν η πλειονότητα της κοινωνίας κατανοήσει το µέγεθος των προκλήσεων, ίσως σταθεί µε µεγαλύτερη αποφασιστικότητα πίσω από τις αλλαγές που απαιτούνται. Το βλέµµα των επόµενων γενεών είναι στραµµένο πάνω σε όλους µας.

    Η Ντόρα Μπακογιάννη είναι Ελληνίδα πολιτικός, νοµικός και βουλευτής Χανίων, ενώ έχει διατελέσει υπουργός σε διάφορα χαρτοφυλάκια.

    Διαβάστε ακόμα για:

    ΣΑΣ ΑΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ;

    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ