00:04 02/10
Σαμαράς, Τσίπρας, Καρυστιανού και στη μέση η αυτοδυναμία
Η ελληνική πολιτική σκηνή βρίσκεται σε μια φάση έντονης ρευστότητας, με το πολιτικό τοπίο να επηρεάζεται από φημολογούμενες κινήσεις προσωπικοτήτων.
Η ανακοίνωση υπερπλεονάσματος 4,8% για το 2024 και η ανακοίνωση, την ίδια ημέρα, ενός επιδόματος προς συνταξιούχους και ενός προς ενοικιαστές, γέννησε προσδοκίες ότι η κυβέρνηση θα υλοποιούσε στην επερχόμενη ΔΕΘ την προεκλογική "συμφωνία αλήθειας" για μείωση των φόρων.
Τα ρεπορτάζ για τις εξαγγελίες της ΔΕΘ ήταν υπερβολικά πολλά, περισσότερα από όσα χρειάζονταν. Το πόσο είχε επενδύσει η κυβέρνηση στις φορολογικές εξαγγελίες της ΔΕΘ, αποκαλύφθηκε τη στιγμή των ανακοινώσεων, καθώς εξαπολύθηκε έντονη επικοινωνιακή εκστρατεία μεγιστοποίησης του πολιτικού αποτελέσματος των εξαγγελιών.
Τα μέτρα συζητήθηκαν για μερικές ημέρες, αλλά δεν έφεραν το επιδιωκόμενο πολιτικό αποτέλεσμα.
Στην κυβέρνηση νομίζουν ότι τα μέτρα δεν επικοινωνήθηκαν επαρκώς, οπότε ετοιμάζουν, κατά το ρεπορτάζ, "επικοινωνιακή αντεπίθεση", που περιλαμβάνει μάλιστα και εφαρμογή για τα οφέλη της ΔΕΘ. Διάφορες παροιμίες και λαϊκές εκφράσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να ειπωθεί εύσχημα προς την κυβέρνηση ότι δεν φταίει καμία "κακή επικοινωνία" των μέτρων που ο κόσμος "δεν τα κατάλαβε". Αφήνουμε τους αναγνώστες να επιλέξουν όποια θεωρούν ότι ταιριάζει καλύτερα.
Το βασικό πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση προκύπτει από άλλο ρεπορτάζ, πρωτοσέλιδο μάλιστα του "Κεφαλαίου" του περασμένου Σαββάτου: Η κυβέρνηση στο πακέτο της ΔΕΘ 2025 "ξέχασε" τις επιχειρήσεις.
Καταρχάς η ΔΕΘ, ως οικονομικό συμβάν που κυρίως είναι, έπρεπε από τη φύση της να αφορά περισσότερο την οικονομία και λιγότερο τα φυσικά πρόσωπα, ακόμη κι αν αυτά είναι κοινωνικές ομάδες άξιες κάθε ενίσχυσης, όπως οι πολύτεκνοι.
Διότι η οικονομία, μετά τη φορολογική λαίλαπα των Μνημονίων, είχε ανάγκη περισσότερων και ουσιαστικότερων ελαφρύνσεων.
Χρειάζονται και τα φυσικά πρόσωπα φοροελαφρύνσεις, όμως Οι φοροελαφρύνσεις της οικονομίας θα είχαν πολλαπλά οφέλη.
Θα έφερναν καταρχάς περισσότερους φόρους στα κρατικά ταμεία, λόγω της καμπύλης Laffer (όσο μειώνονται οι φόροι, τόσο αυξάνει η απόδοσή τους), άρα και μελλοντικές δυνατότητες περισσότερων φοροελαφρύνσεων.
Χαμηλότεροι φόροι για την οικονομία, θα σήμαιναν επίσης αύξηση του ΑΕΠ, αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος πολιτών και επιχειρήσεων, άρα έμμεση αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Σημαντική παράμετρος που η κυβέρνηση διαρκώς παραβλέπει, είναι η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, που πλήττεται από τη φορολογική πολιτική: Κατά το ρεπορτάζ, εξετάζεται μείωση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή. Όμως εταιρικός συντελεστής 22% δεν είναι πρόβλημα. Πρόβλημα είναι ο ανώτατος συντελεστής των φυσικών προσώπων στο 42%, ενώ ήδη από τις 30.000 ευρώ φορολογητέο εισόδημα επιβάλλεται συντελεστής 34%.
Οι υψηλοί συντελεστές στα (δήθεν) "υψηλά" εισοδήματα των εργαζομένων (μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων), δεν επηρεάζουν μόνον το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων, αλλά και τη δυνατότητα προσέλκυσης εξειδικευμένου (και ακριβοπληρωμένου) προσωπικού στην Ελλάδα, όπως και τη διάθεση ξένων επιχειρήσεων να εγκατασταθούν εδώ. Καμιά επιχείρηση δεν θα έλθει, αν το προσωπικό της θα είναι εδώ πιο δυσαρεστημένο οικονομικά.
Η Βουλγαρία δεν έχει μόνον εταιρικό συντελεστή 10%, έναντι του ελληνικού 22%. Και οι μισθωτοί εκεί φορολογείται επίσης με σταθερό συντελεστή 10%, ανεξαρτήτως ύψους εισοδήματος. Μια ξένη επιχείρηση θα διάλεγε προφανώς τη Βουλγαρία έναντι της Ελλάδας, ή τη Ρουμανία, που από το 2018 έχει ομοίως συντελεστή 10% για τα φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως ύψους εισοδήματος.
Οι Βούλγαροι εντωμεταξύ έχουν ήδη αγοράσει όλη τη Χαλκιδική. Ψάχνουν πια να βρουν εξοχικά σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Δεν πρόκειται για τους λίγους της πρώην κομμουνιστικής νομενκλατούρας της δεκαετίας ‘90, αλλά για κανονικούς πολίτες και επαγγελματίες "της διπλανής πόρτας". Γιατί εκείνοι μπορούν να αγοράσουν τα εξοχικά μας, ενώ εμείς δεν μπορούμε, όχι να τα αγοράσουμε, αλλά ούτε να τα κρατήσουμε; Πρόσφατα ακόμη, τα εξοχικά αγοράζονταν σχεδόν αποκλειστικά από Έλληνες. Ακόμη κι αν η ευημερία εκείνη ήταν τάχα "των δανεικών" (αν και η Ελλάδα το 2010 είχε συνολικό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος στον μέσο όρο της Ε.Ε.), οι Βούλγαροι πάντως σήμερα μπορούν και τα αγοράζουν. Εμείς όχι. Το αντίθετο.
Αυτό συμβαίνει διότι η Βουλγαρία είναι χώρα χαμηλής φορολογίας, ενώ εμείς είμαστε και μάλλον θα παραμείνουμε χώρα υψηλής φορολογίας.
Η Ελλάδα βέβαια έχει εδώ και δεκαετίες υψηλούς φορολογικούς συντελεστές. Δεν τους απέκτησε τώρα. Γιατί όμως μέχρι το 2010 μπορούσαν οι Έλληνες να αγοράζουν εξοχικά και τώρα όχι; Δεν ήμασταν και τότε χώρα υψηλής φορολογίας;
Όχι! Διότι η εκτεταμένη φοροδιαφυγή των παλαιότερων ετών καθιστούσε έμμεσα την Ελλάδα χώρα χαμηλής φορολογίας. Οι ονομαστικοί συντελεστές ήταν υψηλοί, όμως η φοροδιαφυγή καθιστούσε εντέλει το πραγματικό φορολογικό βάρος χαμηλό.
Ασφαλώς είναι κακό, μια χώρα να βασίζεται στη φοροδιαφυγή για να έχει φορολογικό βάρος ανεκτό από την οικονομία. Επρόκειτο όμως για κατάσταση συνειδητά και διαχρονικά ανεκτή από τις κυβερνήσεις, προκειμένου αυτές να διατηρούν πολιτικά ορθούς, "σοσιαλιστικούς" ονομαστικούς φορολογικούς συντελεστές. Άλλωστε, σε όλη την Ευρώπη ίσχυαν επί δεκαετίες συντελεστές 50% και 60%, με παράλληλες όμως δυνατότητες ("ευγενέστερης" από τη φοροδιαφυγή και συνήθως εντελώς νόμιμης) φοροαποφυγής, που ακύρωναν εντέλει τους υψηλούς συντελεστές.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη όμως, όταν ξεκίνησαν αρχές της δεκαετίας του 2000 πολιτικές περιορισμού της φοροαποφυγής, ξεκίνησαν παράλληλα να μειώνονται οι ονομαστικοί συντελεστές.
Στην Ελλάδα δεν συνέβη αυτό. Στη ΔΕΘ 2025 το ελλαδικό κράτος απέδειξε πάλι τη στρεβλή ηθικολογική του σχέση με τη φορολογία. "Εσείς φταίτε που φοροδιαφεύγετε", λέει έμμεσα στους πολίτες, "εσείς φταίτε που δεν τηρείτε τους νόμους", άρα "τώρα που σας εξανάγκασα κάπως να τους τηρείτε, θα τους τηρήσετε". Γιατί; Διότι απλά "έτσι πρέπει". Το ότι η οικονομία δεν αντέχει το φορολογικό αυτό βάρος, απλά παραβλέπεται.
Το ρεπορτάζ του "Κεφαλαίου" προανήγγειλε και πάλι κατάργηση του εταιρικού τέλους επιτηδεύματος, του εξωφρενικού μνημονιακού μέτρου που επιβάλλει φόρο εισοδήματος ακόμη κι όταν υπάρχουν ζημιές. Και παλαιότερα ρεπορτάζ είχαν όμως προαναγγείλει κατάργηση. Θα καταργηθεί έστω τώρα;
Για το ελάχιστο τεκμαιρόμενο εισόδημα δεν διαβάσαμε τίποτε. Εσφαλμένα ίσως νομίζει η κυβέρνηση ότι έχει τάχα "χωνευτεί" πολιτικά. Το ότι δεν γίνεται πια συζήτηση για αυτό, δεν σημαίνει ότι η "μικρή" οικονομία δεν παραμένει εξοργισμένη με τον θάνατο που επιχειρείται να της επιβληθεί.
Το εκλογικό σώμα και ιδίως η παραγωγική οικονομία, είχαν επενδύσει πολιτικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη ότι θα έβαζε την Ελλάδα στην οδό να γίνει κάποτε χώρα χαμηλής φορολογικής επιβάρυνσης. Αυτό όμως φαίνεται ότι δεν θα συμβεί στο ορατό μέλλον.
Ας μην απορεί λοιπόν η κυβέρνηση, γιατί η οικονομία δεν είναι ευχαριστημένη με τη μείωση των συντελεστών φυσικών προσώπων κατά 2%, του δε ανώτατου από το 44% στο 42%. Το πρόβλημα ξεκινά από τη συνολική προσέγγιση.
Δυστυχώς, ούτε κανένα άλλο κόμμα δεν υπόσχεται να κάνει την Ελλάδα χώρα χαμηλής φορολογίας. Όλα τους στοχεύουν κατά βάθος στη (νομιζόμενη…) εξαγορά ψηφοφόρων με επιδόματα.
Για να γίνουμε συνεπώς χώρα χαμηλής φορολογίας δεν χρειαζόμαστε απλά άλλη κυβέρνηση. Μάλλον χρειαζόμαστε εντελώς διαφορετικό κράτος.
*Δ.Ν., Δικηγόρος