00:01 22/09
Εκκλησία Αλεξανδρείας: Αγκαλιάζοντας την Αφρική
Το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, η δευτερόθρονος Εκκλησία της καθ’ ηµάς ορθοδόξου Ανατολής, έχει µια ιστορική πορεία στην Αίγυπτο και την Αφρική δύο χιλιάδων ετών.
Άρθρο του Θεόδωρου Β'
Στις µέρες µας θεωρούµε ότι η λέξη "µύθος" είναι συνώνυµη του "ψεύδους". Οι πρόγονοί µας δεν την αντιλαµβάνονταν έτσι. Πράγµατι, ο αρχαίος νους δεν έβαζε διαχωριστική γραµµή ανάµεσα στον µύθο και το γεγονός, όπως κάνουµε σήµερα.
Είτε µιλάµε για τον Δία, που ανάγκασε τον πατέρα του να "ξεράσει" τα αδέλφια του, είτε για τον Ιησού, που γεννήθηκε στη φάτνη, οι ιστορίες αυτές δεν επιδίωκαν να αποτελέσουν ιστορικές αναφορές. Αποσκοπούσαν να κεντρίσουν τη φαντασία, να φωτίσουν υποκρυπτόµενες αλήθειες και, κυρίως, να φέρουν αλλαγές. Η δύναµη του µύθου έγκειται στο να µεταφέρει τον ακροατή από µια κατάσταση σε µιαν άλλη – από την απελπισία στην ελπίδα, από τη συσκότιση στο νόηµα.
Οι µύθοι είναι το περιτύλιγµα της αλήθειας. Είναι η γλώσσα της θρησκείας.
Η Αγία Γραφή ασχολείται µε αυτό που θα µπορούσαµε να ορίσουµε ως "ιερή ιστορία", ένα αφηγηµατικό πεδίο που συµπλέκει γεγονότα και µυθοπλασία για να µεταλαµπαδεύσει αιώνιες αλήθειες. Οι συγγραφείς και οι "ποµποί" αυτών των ιερών κειµένων δεν αναζητούσαν γεγονότα
– αναζητούσαν το νόηµα.
Η σύγχρονη αντίληψή µας για την Ιστορία –η κριτική ανάλυση γεγονότων που έχουν καταγραφεί και επαληθευθεί πως συνέβησαν– έχει ηλικία λίγων αιώνων. Προέκυψε κατά τον Διαφωτισµό, σύµφωνα µε τις επιστηµονικές µεθόδους του 1600, και, µολονότι πολύτιµη, δεν είναι η οπτική βάσει της οποίας γράφτηκαν τα ιερά κείµενα.
Το να διαβάζουµε την ιστορία της γέννησης του Ιησού στη Βηθλεέµ ή την αποκάλυψη του Μωάµεθ στη σπηλιά της Χιρά σαν να είναι σύγχρονες βιογραφίες µάς οδηγεί στο να τις παρερµηνεύσουµε και να τις αποκόψουµε από τον σκοπό τους. Για τους Ευαγγελιστές ή τους συγγραφείς της πρώιµης ισλαµικής παράδοσης το ερώτηµα δεν ήταν αν µια ιστορία συνέβη όντως όπως περιγράφεται, αλλά ποιο το νόηµά της.
Και εδώ φαίνεται η δύναµη του µύθου: να εκφράζει µια µοναδική αλήθεια που ισχύει σε όλες τις εποχές, σε όλους τους τόπους. Εν ολίγοις, ως προς την ιερή ιστορία, ο µύθος είναι το µήνυµα. Ο µύθος ενσαρκώνει τη βαθύτερη αλήθεια, καθιστώντας το νόηµα εύληπτο µέσω της αφήγησης.
Τότε γιατί συνεχίζουµε να διαβάζουµε τα ιερά κείµενα λες και πρόκειται για ρεπορτάζ; Γιατί έχουµε την παρόρµηση να εξάγουµε συµπεράσµατα και γιατί απαιτούµε αντικειµενικότητα από τις αρχαίες αφηγήσεις;
Εν µέρει εξαιτίας της κληρονοµιάς που µας άφησε ο Διαφωτισµός: που µας εµφύσησε την πεποίθηση ότι η αλήθεια πρέπει να είναι "µετρήσιµη" για να έχει νόηµα. Εν µέρει επειδή έτσι εκδηλώνουµε τη δυσφορία µας για ό,τι είναι ασαφές. Μας αρέσει η αλήθεια καθαρή και απόλυτη, όµως η ιερή ιστορία αψηφά και τις δύο αυτές πτυχές. Το να αποδεχτείς το παράδοξο είναι δύσκολο, µα το απαιτεί ο µύθος.
Η συνθήκη αυτή είναι αφάνταστα απογοητευτική αφενός για τους σύγχρονους ιστορικούς, που προσπαθούν να εντοπίσουν την ιστορικότητα στη θρησκεία, και αφετέρου για τους πιστούς, οι οποίοι θέλουν να επιβεβαιώσουν την πίστη τους µέσα από την αυθεντικότητα των γεγονότων. Πώς να ξεχωρίσουµε τον πραγµατικό Ιησού, Μωυσή, Μωάµεθ ή Βούδα από τους µύθους που γράφτηκαν εδώ και αιώνες µετά τον θάνατό τους;
Ίσως πρέπει, αντί να προσπαθούµε να αποσπάσουµε το ιστορικό πρόσωπο από τον µύθο, να διερωτηθούµε: "Τι επιδίωκε ο µύθος;" Και αµέσως να θέσουµε άλλο ένα ερώτηµα: "Οι αφηγητές στα αρχαία χρόνια, µέσα από τους µύθους, ήθελαν να αποκαλύψουν κρυφές αλήθειες ή µήπως οι ιστορίες αυτές εξελίχθηκαν σε κάτι άλλο που σήµερα αναγνωρίζουµε ως µύθο;"
Ισχύουν και τα δύο. Υπήρχαν φορές όπου οι ιστορίες ήταν κυριολεκτικές· άλλες, πάλι, το µήνυµα κοινωνούνταν µέσα από την αλληγορία. Ας λάβουµε υπόψη ότι στις προνεωτερικές κοινωνίες η διαχωριστική γραµµή µεταξύ ιερής µνήµης και ιστορικής καταγραφής υπήρξε ασαφής – και παραµένει ασαφής.
Στη σύγχρονη εποχή η διάκριση αυτή έχει νόηµα, διότι το πώς βλέπουµε την Ιστορία επηρεάζει το πώς ζούµε στην καθηµερινότητα. Αν µελετούµε τις ιερές ιστορίες µε εσφαλµένες προσδοκίες, κινδυνεύουµε να παρερµηνεύσουµε τις ιστορίες τις ίδιες, καθώς και το σκεπτικό των ανθρώπων που έζησαν σύµφωνα µε αυτές. Αναρωτιόµαστε πώς γίνεται κάποιος να πιστεύει κάτι που δεν είναι αληθές· δεν συνειδητοποιούµε, όµως, ότι η αλήθεια, υπό την έννοια του ιερού, δεν προοριζόταν για να ενυπάρχει στα γεγονότα. Ενυπήρχε στο νόηµα, στη θρησκευτική κοινότητα, στη διαµόρφωση της ταυτότητας και στον σκοπό.
Επίσης ελλοχεύει ο κίνδυνος, εκλαµβάνοντας αυτές τις ιστορίες ως κυριολεκτικές, να επιβάλουµε τη σύγχρονη αντίληψη για την Ιστορία στην αρχαία αντίληψη για την ιερή ιστορία. Οι µύθοι που παρερµηνεύονται ως γεγονότα ενδεχοµένως αιτιολογούν τη βία, τον αποκλεισµό και την καταστολή της διαφορετικότητας. Όταν οι µεταφορές µετατρέπονται σε δόγµατα, το ιερό παύει πλέον να εµπνέει και αρχίζει να επιβάλλει. Αποδώ προκύπτουν θρησκευτικά και ιστορικά προβλήµατα. Η αντίληψή µας για την Ιστορία είναι, τρόπον τινά, µια µορφή δόγµατος: είναι άκαµπτη, εστιάζει στα γεγονότα και απορρίπτει το ασαφές.
Για να αντιληφθούµε πλήρως τη δύναµη της θρησκείας, οφείλουµε να την προσεγγίζουµε µε δύο τρόπους: αφενός να ζητάµε αποδείξεις, αφετέρου νοήµατα. Η ιερή ιστορία δεν µας ζητά να αδιαφορήσουµε για τα γεγονότα. Μας ζητά να αναγνωρίσουµε ότι η αλήθεια δεν βρίσκεται µόνο στα γεγονότα.
Μας υπενθυµίζει ότι οι ιστορίες που λέµε για την καταγωγή µας δεν αφορούν ποτέ µόνο το παρελθόν. Αφορούν –πάντα– και το ποιοι είµαστε σήµερα.
Ο Reza Aslan είναι Ιρανοαµερικανός συγγραφέας και µελετητής θρησκειών.
©2025 The New York Times Company and Reza Aslan