Σάββατο, 20-Σεπ-2025 08:00
Ποια είναι η ελληνική επένδυση που μπλόκαρε ο Όρμπαν στην Ουγγαρία

Της Ξανθής Γούναρη
Ένα βέτο της κυβέρνησης Όρμπαν, που ανακοινώθηκε την Τρίτη 16/9, σταμάτησε την πορεία μιας μεγάλης ελληνικής επένδυσης στην Ουγγαρία, αφήνοντας στον αέρα το μέλλον της δεύτερης μεγαλύτερης γαλακτοβιομηχανίες της χώρας, της Alföldi Tej Kft.
Ο όμιλος Ελληνικά Γαλακτοκομεία των αδελφών Τάκη και Μιχάλη Σαράντη είχε συμφωνήσει για την εξαγορά του 100% της Alföldi Tej. Το τίμημα που πρόσφερε ο ελληνικός όμιλος στον έλεγχο του οποίου περνάει οσονούπω η ηπειρώτικη γαλακτοβιομηχανία Δωδώνη, ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, περίπου 70 εκατ. ευρώ.
Στόχος της οικογένειας Σαράντη ήταν να διατηρήσει και να επεκτείνει τις εγχώριες δραστηριότητες της προς εξαγορά ουγγρικής εταιρείας, να επενδύσει σε νέες εγκαταστάσεις και να ενισχύσει τη θέση της στην κεντροευρωπαϊκή αγορά. Μάλιστα, οι μέτοχοι του ουγγρικού γαλακτοκομικού συνεταιρισμού είχαν ήδη δώσει το πράσινο φως, όμως η κυβέρνηση παρενέβη επικαλούμενη "λόγους εθνικού συμφέροντος".
Σύμφωνα με πηγές που γνωρίζουν την υπόθεση, οι διαπραγματεύσεις Ελλήνων και Ούγγρων γαλατάδων ξεκίνησαν στις αρχές του 2024 και φαινόταν ότι το deal όδευε προς ολοκλήρωση τον Ιούνιο, όταν από τον όμιλο Ελληνικά Γαλακτοκομεία υπεβλήθη επίσημος φάκελος στο ουγγρικό Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Ωστόσο, βάσει της νομοθεσίας που θεσπίστηκε πριν από πέντε χρόνια για τον έλεγχο άμεσων ξένων επενδύσεων, η συναλλαγή απορρίφθηκε.
Το επιχείρημα της Βουδαπέστης ήταν ότι μια ξένη εξαγορά θα οδηγούσε σε εξαγωγή νωπού γάλακτος και εισαγωγή τελικών προϊόντων σε υψηλότερες τιμές, με αποτέλεσμα να απειληθούν οι εγχώριες ισορροπίες. Η κυβέρνηση αναφέρθηκε επίσης στη σημασία της διατήρησης των μεριδίων αγοράς για τις τοπικές εταιρείες και της στήριξης των Ούγγρων κτηνοτρόφων.
Σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας, το κράτος έχει την επιλογή να ασκήσει το δικαίωμα προτίμησης, αλλά αυτή τη στιγμή εξετάζεται εάν θα αγοράσει το ουγγρικό κράτος την Alföldi Tej.
Ωστόσο, νομικοί κύκλοι στην Ουγγαρία σημειώνουν ότι η νομοθεσία έχει κενά: το κράτος έχει μεν το δικαίωμα προτίμησης να αγοράσει την εταιρεία μέσα σε 90 ημέρες με τους όρους της αρχικής σύμβασης, όμως η ισχύς του σχετικού πλαισίου είχε λήξει πριν από έναν μήνα (σ.σ. Τον Αύγουστο), με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια γκρίζα ζώνη για το τι θα ακολουθήσει.
Η Alföldi Tej, με έδρα τη Székesfehérvár, ιδρύθηκε το 2003 και ελέγχει σχεδόν το 20% της αγοράς νωπού γάλακτος στην Ουγγαρία. Με ετήσιο κύκλο εργασιών περίπου 100 εκατ. ευρώ επεξεργάζεται 270 εκατ. λίτρα γάλα ετησίως και απασχολεί πάνω από 700 εργαζομένους. Διαθέτει δύο βασικά εργοστάσια: το πρώτο αποκτήθηκε το 2005 από την ιταλική Parmalat και το δεύτερο γύρω στο 2010 από τη Friesland, όταν η ολλανδική πολυεθνική αποχώρησε από την ουγγρική αγορά.
Τα κύρια εμπορικά σήματά της είναι τα Magyar Tej και Riska, ενώ το portfolio της συμπληρώνεται από τις μικρότερες μάρκες Pure Milk και το Mesés που στοχεύει στα παιδιά.
Παρά το μέγεθός της, η εταιρεία είναι ζημιογόνα από το 2021. Ο συνεταιρισμός μεγάλων γαλακτοπαραγωγών που τη δημιούργησε συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να εξασφαλίσει το απαραίτητο κεφάλαιο για επενδύσεις και στράφηκε στην αγορά. Η ελληνική πρόταση, που θεωρούνταν από τις πιο σοβαρές, έδινε διέξοδο με νέα κεφάλαια, σχέδια για εκσυγχρονισμό και ένα αναλυτικό business plan για το μέλλον.
Η απόφαση της κυβέρνησης εντάσσεται στο ευρύτερο κλίμα επιφυλακτικότητας απέναντι στις ξένες επενδύσεις σε στρατηγικούς τομείς. Δημοσιεύματα επικαλούμενα πληροφορίες από την ουγγρική αγορά δεν αποκλείουν ότι πίσω από την κίνηση να κρύβεται και η ισχυρή θέληση της Sole-Mizo Zrt., της μεγαλύτερης γαλακτοβιομηχανίας της Ουγγαρίας, με ερείσματα στην ουγγρική κυβέρνηση. Η εταιρεία επεξεργάζεται πάνω από 400 εκατ. λίτρα γάλα τον χρόνο, απασχολεί 1.200 εργαζόμενους και κυριαρχεί σε τέσσερα εργοστάσια ανά τη χώρα.
Η Alföldi Tej είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος "παίκτης". Πολλοί λένε ότι η ουγγρική αγορά γάλακτος μπορεί να οδηγηθεί σε περαιτέρω συγκέντρωση, με κίνδυνο μονοπωλιακών συνθηκών. Ήδη, αγελαδοτρόφοι στην Ουγγαρία έχουν εκφράσει ανησυχίες ότι κάτι τέτοιο θα πλήξει τον ανταγωνισμό. Δεν αποκλείεται μάλιστα να υπάρξουν κινητοποιήσεις και διαμαρτυρίες που θα φτάσουν μέχρι τις Βρυξέλλες, με αίτημα να εξεταστεί το ενδεχόμενο στρέβλωσης της αγοράς.
Για την Ελληνικά Γαλακτοκομεία, η επένδυση στην Ουγγαρία θα αποτελούσε συνέχεια μιας στρατηγικής εξωστρέφειας που την έχει οδηγήσει τα τελευταία χρόνια να πρωταγωνιστεί στην περιοχή των Βαλκανίων (Ελλάδα, Ρουμανία, Βουλγαρία) και στην Κύπρο, τόσο μέσω εξαγορών όσο και με οργανική ανάπτυξη. Οι συνέργειες με την Alföldi Tej κρίνονταν ως ιδιαίτερα αποδοτικές, ενώ θα ενίσχυαν την εξαγωγική δυναμική του ομίλου σε ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη.
Σημαντικό στοιχείο είναι ότι η ελληνική εταιρεία ήδη δραστηριοποιείται στην περιοχή, αγοράζοντας περίπου 100 τόνους γάλα ημερησίως από την Ουγγαρία για τις ανάγκες των εργοστασίων της στη Ρουμανία. Στις προμήθειες αυτές περιλαμβάνονται και ποσότητες από παραγωγούς που συνεργάζονται με την Alföldi Tej. Αυτό σημαίνει ότι, σε λειτουργικό επίπεδο, οι δύο πλευρές είχαν ήδη αναπτύξει συνεργασίες που θα μπορούσαν να επεκταθούν με την εξαγορά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η προμήθεια γάλακτος συνεχίζεται απρόσκοπτα.
Παρότι η επένδυση "πάγωσε", η Ελληνικά Γαλακτοκομεία διατηρεί ανοιχτά τα μάτια της για νέες ευκαιρίες στην ευρύτερη περιοχή. Όπως σχολιάζουν πηγές με γνώση, "όπου δεν μας θέλουν, δεν πάμε, η αγορά είναι μεγάλη και επιλογές υπάρχουν".
Η υπόθεση της Alföldi Tej δεν είναι μόνο μια χαμένη επενδυτική ευκαιρία για μια ελληνική εταιρεία, αναδεικνύει ένα μοτίβο που εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα στην Ευρώπη. Από την Ουγγαρία μέχρι τη Γαλλία και την Πολωνία, οι κυβερνήσεις βάζουν περιορισμούς σε ξένες εξαγορές, προτάσσοντας την ανάγκη προστασίας στρατηγικών κλάδων. Ωστόσο, σε μια ενιαία αγορά όπως η ευρωπαϊκή, τέτοιες κινήσεις συχνά θολώνουν τα όρια ανάμεσα στη νόμιμη προστασία και στον περιορισμό του ανταγωνισμού.