Δευτέρα, 15-Σεπ-2025 20:00
Μήπως... κουράστηκε η bull market στη Λεωφόρο Αθηνών;

Της Ελευθερίας Κούρταλη
Εξαιρετικά ανθεκτικές έως και... αδιάφορες στα σοκ αποδεικνύονται για ακόμα μία φορά οι χρηματιστηριακές αγορές, καθώς, παρά την πολιτική κρίση στη Γαλλία, τις απειλές στην ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών έπειτα από τις κινήσεις Τραμπ προς τη Fed, τους νέους γεωπολιτικούς κινδύνους που εμφανίστηκαν την τελευταία εβδομάδα, τις επιπτώσεις των δασμών και τα… σήματα "SOS" που στέλνουν τα υψηλά χρέη πολλών χωρών και ειδικά των μεγαλύτερων, βρίσκονται κοντά σε ιστορικά υψηλά. Το Χρηματιστήριο Αθηνών, από την άλλη, εμφάνισε ξεκάθαρα σημάδια κόπωσης στα υψηλά 15ετίας και στο ορόσημο των 2.000 μονάδων, σε βαθμό που έχει αρχίσει να αμφισβητείται αν η ταχύτητα της ανόδου που είδαμε το τελευταίο 10μηνο μπορεί να επαναληφθεί.
Η Γαλλική Εθνοσυνέλευση απέσυρε την εμπιστοσύνη της προς την κυβέρνηση Μπαϊρού, ενώ ο διορισμός του νέου πρωθυπουργού, Σεμπαστιάν Λεκορνί, από τον Μακρόν δεν θεωρείται από τους αναλυτές ότι αλλάζει ουσιαστικά την κοινοβουλευτική "αριθμητική", επομένως η δύσκολη κατάσταση της πολιτικής αστάθειας και παράλυσης δεν αλλάζει για τη χώρα. Δεν υπάρχει η αναγκαία διάθεση συνεννόησης για να ξεπεραστεί το δημοσιονομικό αδιέξοδο, με το ενδεχόμενο κοινωνικής έκρηξης να μην μπορεί να αποκλειστεί. Την ίδια ώρα, τα δημοσιονομικά προβλήματα απασχολούν και άλλες δυτικές χώρες, όπως τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, τη Μ. Βρετανία, και σύντομα ίσως και άλλες χώρες της ευρωζώνης εν όψει των αυξημένων κονδυλίων για αμυντικούς εξοπλισμούς.
Οι αγορές ωστόσο... δεν ακούν και δεν βλέπουν τίποτα. Το ράλι, όμως, του Ελληνικού Χρηματιστηρίου έχει φρενάρει και οι προβληματισμοί για το εάν μπορεί να επιστρέψει αυξάνονται. Τα θετικά υπάρχουν και καταλύτες είναι πιθανοί στη συνέχεια, αλλά πρέπει να πειστούν και πάλι οι αγοραστές να επιλέξουν το Χ.Α., όπως σχολιάζουν οι αναλυτές.
"Κρίσιμο θα είναι το αν οι γνωστοί σε όλους καταλύτες, τους οποίους το Χ.Α. προεξόφλησε και αποτίμησε τα τελευταία χρόνια, αρκούν για τη συνέχιση του πολυετούς πλέον ράλι, αλλά και το ποιες θετικές εξελίξεις θα φέρουν νέους αγοραστές στη Λεωφόρο Αθηνών", αναφέρει χαρακτηριστικά ο τεχνικός αναλυτής Πέτρος Στεριώτης.
Το καλοκαίρι η Λεωφόρος Αθηνών δεν ταλαιπωρήθηκε από φαινόμενα θερινής ραστώνης, με τον όγκο συναλλαγών να εντυπωσιάζει, το ορόσημο-αντίσταση των 2.000 μονάδων να κατακτιέται και με τον Γενικό Δείκτη να διατηρεί τα πρωτεία της απόδοσης σε παγκόσμια κλίμακα.
Καθώς έχουμε μπει στο φθινόπωρο, η ελληνική αγορά παρακολουθεί από απόσταση τα φρέσκα υψηλά των αμερικανικών δεικτών, διαπραγματευόμενη πέριξ των 2.000 μονάδων. Αυτές, μέχρι την περιοχή των 1.950 μονάδων περίπου, αποτελούν κλειδί για τη συνέχεια, τόσο σε ό,τι αφορά τη βραχυπρόθεσμη ψυχολογία όσο και ως σηματωρός για τις διαθέσεις των θεσμικών χαρτοφυλακίων, αυτών δηλαδή που έχουν αποκομίσει και τα μεγαλύτερα κέρδη από το τρέχον ιστορικό bull market του Χ.Α.
Πλέον, όπως τονίζει ο κ. Στεριώτης, σημασία δεν έχει τόσο η επέκταση του σερί των ανοδικών μηνών στους 11, όσο η ομαλή συντήρηση της μακροπρόθεσμης ανοδικής τάσης, με πιθανό στόχο την επαναπροσέγγιση του αυγουστιάτικου πολυετούς υψηλού.
Η συσχέτιση του X.A. με το εξωτερικό έχει αυξηθεί και ενδεχομένως θα παραμείνει έτσι όσο το περιβάλλον δεν θα δημιουργεί νέα ερείσματα αγορών, ενώ δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι ξένοι επενδυτές να αναμένουν την αλλαγή της κατηγοριοποίησης της ελληνικής αγοράς, κάτι που θα μπορούσε να εξηγεί τη μείωση του όγκου συναλλαγών και την επιφυλακτικότητα που καταγράφεται, επισημαίνει ο Μάνος Χατζηδάκης της Beta Securities. Στο εξωτερικό, τα κακά μάκρο παραμένουν... καλά νέα για τις αγορές. Οι μετοχές έχουν επιστρέψει στον παράδοξο κόσμο όπου οι αρνητικές οικονομικές ενδείξεις ερμηνεύονται θετικά από τους επενδυτές, παρατηρεί ο αναλυτής.
Η τεχνική εικόνα στο Χ.Α. παραμένει πάντως εύθραυστη, τονίζει ο αναλυτής: τυχόν διάσπαση κάτω από τις 2.000 μονάδες θα επιδεινώσει το σκηνικό αδυναμίας και θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για βαθύτερη διόρθωση προς τις 1.950 μονάδες. Αντίθετα, μια ανοδική ανακατάληψη των 2.070 μονάδων θα λειτουργούσε ως ένδειξη ενίσχυσης της αγοραστικής δυναμικής και θα ανανέωνε το σενάριο συνέχισης της μεσοπρόθεσμης ανοδικής τάσης.
Όπως σχολιάζει και ο Δημήτρης Τζάνας, σύμβουλος διοίκησης της Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ, το Ελληνικό Χρηματιστήριο αναπόφευκτα επηρεάζεται από τις διεθνείς εξελίξεις, όπως τα γεγονότα στη Γαλλία, και καθώς οι ξένοι επενδυτές ευθύνονται για τα 2/3 των συναλλαγών, που είναι πλέον καθημερινά χαμηλότερες, κάτω από τα 200 εκατ. ευρώ, ρευστοποιώντας τραπεζικούς τίτλους κυρίως, όπου καταγράφουν σημαντικά κέρδη.
Σε αυτό το πλαίσιο, το εύρος της μεταβλητότητας φαίνεται να περιορίζεται μεταξύ των 2.000 και 2.035 μονάδων για τον Γενικό Δείκτη, τη στιγμή που η τεχνική ανάλυση επισημαίνει ότι μόνο η υπέρβαση των 2.035 μονάδων είναι προϋπόθεση για μια ανοδική κίνηση στον δύσκολο Σεπτέμβριο, προσθέτει ο αναλυτής. Στο εναλλακτικό σενάριο, η στήριξη των 2.000 μονάδων αναπόφευκτα θα δοκιμαστεί και το ενδεχόμενο παραβίασής της είναι πιθανό να οδηγήσει την αγορά χαμηλότερα.
Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις στο τελευταίο τετράμηνο είναι πιθανό να επαναφέρουν σε αυξητική τροχιά το ΑΕΠ, που κατέγραψε επίδοση κάτω από το 2% (μόλις 1,7%) για το 2ο τρίμηνο σε ετήσια βάση, εξαιτίας της υποτονικότητας της κατανάλωσης (μόλις 1% σε ετήσια βάση) και των χαμηλών επιδόσεων στην εξωστρέφεια (+1,9% στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών). Οι βελτιωμένες επιδόσεις μπορεί να προκύψουν αν το πακέτο φορολογικών ελαφρύνσεων που ανακοινώθηκε στη ΔΕΘ συμβάλει άμεσα στην τόνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης από τα νοικοκυριά. Επίσης, θετικά μπορούν να λειτουργήσουν οι αναμενόμενες αυξημένες επενδύσεις λόγω της εντατικοποίησης για απορρόφηση κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης, ενώ οι χρηματικές διανομές των εισηγμένων εταιρειών θα ξεπεράσουν πιθανότατα φέτος τα 5,5 δισ. ευρώ, ξεπερνώντας το ρεκόρ του 2007 και διαμορφώνοντας ιδιαίτερα ελκυστικές μερισματικές αποδόσεις για πλειάδα εταιρειών. Όλα αυτά, κατά τον κ. Τζάνα, μπορούν να προσφέρουν σημαντικά στηρίγματα για το Χ.Α.
Σημαντικό στήριγμα για το Χ.Α. στη συνέχεια, έστω και με καθυστέρηση, αναμένεται να προσφέρουν οι συνεχιζόμενες αναβαθμίσεις των τιμών-στόχων για τις ελληνικές τράπεζες, στις οποίες προχωρούν εγχώριοι και διεθνείς οίκοι.
Η Bank of America δήλωσε θετική για τις ελληνικές τράπεζες σε νέα της ανάλυση, προχωρώντας σε αναβάθμιση των τιμών-στόχων για τις μετοχές τους. Ειδικότερα, για τη Eurobank η τιμή-στόχος της BofA αυξήθηκε στα 4,45 ευρώ από 4,36 ευρώ πριν, για την Alpha Bank στα 3,89 ευρώ από 3,59 ευρώ πριν, για την Τράπεζα Πειραιώς στα 7,78 ευρώ από 6,88 ευρώ πριν και για την Εθνική Τράπεζα στα 12,81 ευρώ από 12,11 ευρώ πριν.
Έπειτα από αρκετά τρίμηνα πίεσης στα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ), το μεγαλύτερο μέρος των μειώσεων έχει τελειώσει και η αμερικανική τράπεζα εκτιμά πως από το τέλος του έτους και μετά τα ΝΙΙ θα αρχίσουν και πάλι να ενισχύονται, με ώθηση από α) την αύξηση των δανείων, β) το υψηλότερο τελικό επιτόκιο της ΕΚΤ σε σχέση με τις εκτιμήσεις, γ) την ανατιμολόγηση των καταθέσεων, που επιταχύνει, και δ) τα πιο σημαντικά κέρδη από την αντιστάθμιση κινδύνου.
Η αμερικανική τράπεζα βλέπει περιθώρια για περαιτέρω άνοδο των αποτιμήσεων των ελληνικών τραπεζών, καθώς, μεταξύ άλλων, οι πληρωμές (payouts) εξακολουθούν να είναι περιορισμένες σε σχέση με την Ευρώπη, αλλά, καθώς βελτιώνεται η ποιότητα του κεφαλαίου, οι δυνατότητες διανομής κεφαλαίου θα πρέπει να συγκλίνουν. Άλλωστε, βλέπει payouts στο 60% για την Εθνική, στο 50% για την Πειραιώς και στο 55% για τις Eurobank και Alpha Bank, με περαιτέρω αύξηση στη συνέχεια.
Και η Alpha Finance προχώρησε σε αναβάθμιση των τιμών-στόχων που δίνει κατά 10%-15%, ενσωματώνοντας στις προβλέψεις της την ισχυρότερη πιστωτική επέκταση, τις βελτιωμένες τάσεις στο κόστος καταθέσεων και την ευνοϊκή εικόνα στα έσοδα από προμήθειες, τα οποία αντισταθμίζουν την πίεση από τα χαμηλότερα επιτόκια.
Οι επικαιροποιημένες εκτιμήσεις της Alpha Finance οδηγούν σε αύξηση εσόδων κατά 1,9% κατά μέσο όρο για την περίοδο 2025-2027, ενώ η προ προβλέψεων κερδοφορία (PPI) και τα καθαρά κέρδη ενισχύονται κατά 2,6% και 3,7% αντίστοιχα. Οι επικαιροποιημένες εκτιμήσεις για την απόδοση επί των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων (RoTE) διαμορφώνονται στο 15,5% για το 2025 και στο 14,7% για το 2026.
Ειδικότερα, για την Τράπεζα Κύπρου, η οποία παραμένει η κορυφαία επιλογή της από τον τραπεζικό κλάδο, η χρηματιστηριακή δίνει νέα τιμή-στόχο τα 8,60 ευρώ από 7,50 ευρώ πριν. Για τη Eurobank δίνει τα 3,80 ευρώ από 3,50 ευρώ πριν, για την Τράπεζα Πειραιώς τα 7,70 ευρώ από 6,60 ευρώ πριν και για την Εθνική Τράπεζα τα 12,80 ευρώ από 11,60 ευρώ πριν. Η Alpha Finance εκτιμά ότι ο τραπεζικός κλάδος διαπραγματεύεται σε ελκυστικά επίπεδα, με περιθώρια περαιτέρω αναβάθμισης, λαμβάνοντας υπόψη τις προοπτικές κερδοφορίας, την κεφαλαιακή ευελιξία και την ανοδική τάση των αντίστοιχων ευρωπαϊκών τραπεζών.
Η πιστωτική επέκταση αποτελεί έναν παράγοντα-κλειδί και σημαντικό καταλύτη για τη συνέχεια όσον αφορά τις αποτιμήσεις καθώς και τα μεγέθη των ελληνικών τραπεζών. Όπως σχολιάζουν οι αναλυτές, έχει μετατραπεί σε ένα ισχυρό πλεονέκτημα έναντι των ευρωπαϊκών τράπεζων, τη στιγμή που έχει περιθώρια να γίνει ακόμα μεγαλύτερο τα επόμενα χρόνια.
Όπως αναφέρει η Alpha Finance, η πιστωτική επέκταση εξακολουθεί να καθοδηγείται κυρίως από τα επιχειρηματικά δάνεια, ενώ παράλληλα τα δάνεια προς ιδιώτες εμφανίζουν σημάδια σταθεροποίησης. Επιπρόσθετα, πρωτοβουλίες του ελληνικού κράτους αναμένεται να στηρίξουν την αγορά στεγαστικών δανείων, ενώ το χαμηλό κόστος καταθέσεων (σε επίπεδο τιμολόγησης και μείγματος), σε συνδυασμό με τις στρατηγικές αντιστάθμισης και τα αυξανόμενα χαρτοφυλάκια σταθερού εισοδήματος, συνεχίζει να ενισχύει τα καθαρά έσοδα τόκων.
H Jefferies εκτιμά πως οι χορηγήσεις δανείων των ελληνικών τραπεζών θα συνεχίσουν να κινούνται σε διπλάσιους ρυθμούς σε σχέση με την υπόλοιπη Ε.Ε. τα επόμενα χρόνια, στο 8% ή και υψηλότερα, έναντι του 3%-5%, καθώς, εκτός από τα εταιρικά δάνεια, τα οποία καταγράφουν σημαντική άνοδο, στο "παιχνίδι" θα μπαίνουν ολοένα και περισσότερο τα στεγαστικά.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιουλίου, η Ελλάδα κατέγραψε συνολικό ετήσιο ρυθμό αύξησης δανεισμού 11%, σε σύγκριση με 3% στην Ε.Ε. Βασικός μοχλός ήταν τα εταιρικά (+16%, έναντι κάτω του 3% στην Ε.Ε.). Τα στεγαστικά δάνεια συνέχισαν να καταγράφουν πτώση, αν και έχουν αρχίσει να βελτιώνονται, όπως σημειώνει.
Οι τράπεζες έχουν αναφέρει ότι αναμένουν ομαλοποίηση των στεγαστικών δανείων και η Jefferies εκτιμά πως θα επιταχυνθούν, στηρίζοντας περαιτέρω την πιστωτική επέκταση στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια. Σε αυτό σημαντικό ρόλο θα παίξει η αύξηση της προσφοράς κατοικιών, δεδομένου και του μεγάλου ελλείμματος που υπάρχει στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή.
Ειδικότερα, επικαλούμενος την πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς, σύμφωνα με την οποία υπάρχει έλλειμμα 180.000 κατοικιών στην ελληνική αγορά, που θα χρειαστεί πέντε χρόνια προσφοράς κατοικιών για να καλυφθεί, ο οίκος επισημαίνει πως το επόμενο σκέλος των επενδύσεων στην Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει η αύξηση της προσφοράς κατοικιών. Όπως εξηγεί, ένας άλλος τρόπος για να εξεταστεί αυτό το ζήτημα είναι να συγκριθούν οι δαπάνες για επενδύσεις σε κατοικίες ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ενώ έχουν αυξηθεί πρόσφατα, εξακολουθούν να είναι κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο 2,3%, έναντι 5,8%, επομένως υπάρχει σημαντικό χάσμα να καλυφθεί.
Και σε αυτό οι τράπεζες μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Από τα δάνεια ύψους 17,7 δισ. ευρώ που αναλογούν στην Ελλάδα από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης, μόνο 4,1 δισ. ευρώ έχουν εκταμιευτεί από τις τράπεζες, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτό, όπως τονίζει η Jefferies, σημαίνει ότι η ισχυρή ανάπτυξη των χορηγήσεων των τραπεζών οφείλεται σε μικρό μόνο βαθμό στο Ταμείο Ανάκαμψης. Συνεπώς, και με δεδομένο ότι οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών έχουν αναφέρει ότι περιμένουν οφέλη από το Ταμείο Ανάκαμψης το 2026-2027, αυτό σημαίνει ότι μπορούν να κατευθυνθούν (και) στη χορήγηση στεγαστικών δανείων, η οποία και έχει μείνει πίσω.
Από την πλευρά της, η Euroxx Securities αναμένει αύξηση 10%-12% σε μέσο όρο ετησίως για τα εταιρικά δάνεια, 5%-7% στα δάνεια προς τα νοικοκυριά και μονοψήφια ανάπτυξη των στεγαστικών δανείων από το 2027 και μετά. Όπως επισημαίνει η χρηματιστηριακή, έως τώρα η πορεία των στεγαστικών δανείων έχει απογοητεύσει, καθώς τα υψηλά επιτόκια της ΕΚΤ και οι αυξανόμενες τιμές των ακινήτων έχουν επηρεάσει την προσιτότητα. Η αύξηση των μισθών, τα χαμηλότερα πλέον επιτόκια, τα υψηλότερα ενοίκια και τα επιδοτούμενα προγράμματα της κυβέρνησης μπορούν σταδιακά να οδηγήσουν σε αλλαγή της τάσης στην αγορά στεγαστικών δανείων.