00:03 05/09
Δημογραφικό: Υπάρχει μέλλον για την Ελλάδα;
Με δείκτη γονιμότητας 1.4, μειούμενο πληθυσμό και αυξανόμενη υπογεννητικότητα, η Ελλάδα βρίσκεται σε ακραίο δημογραφικό αδιέξοδο.
Η ακρίβεια στην Ελλάδα το 2025 δεν αποτελεί μια παροδική ανωμαλία των τιμών· είναι η αποτύπωση της συνολικής αδυναμίας του οικονομικού μοντέλου να λειτουργήσει με ισορροπία και πλήρη αποδοτικότητα. Ο Ιούλιος κατέγραψε πληθωρισμό 3,1% και εναρμονισμένο δείκτη 3,7%. Οι αριθμοί δείχνουν αποκλιμάκωση, όμως η καθημερινότητα του πολίτη δίνει διαφορετική αίσθηση: το καλάθι μικραίνει, οι λογαριασμοί πιέζουν, τα ενοίκια ξεφεύγουν. Η αντίφαση αυτή εξηγείται από πέντε βασικές εστίες που τροφοδοτούν την ακρίβεια και της "επιτρέπουν" να αναπαράγεται.
Η Ελλάδα έχει φτάσει σε υψηλή διείσδυση ΑΠΕ· σχεδόν το μισό της ηλεκτροπαραγωγής καλύπτεται από ανανεώσιμες πηγές. Κι όμως, οι τιμές για τον καταναλωτή παραμένουν από τις υψηλότερες στην Ευρώπη. Το πρόβλημα δεν είναι η ποσότητα, αλλά η ποιότητα του ενεργειακού συστήματος: δίκτυα που δεν μπορούν να απορροφήσουν την παραγόμενη ισχύ, απουσία υποδομών αποθήκευσης και περιορισμένες διασυνδέσεις με γειτονικές χώρες ή την υπόλοιπη ΕΕ. Το αποτέλεσμα είναι χιλιάδες MWh να χάνονται ή να "κουρεύονται", ενώ η χώρα εξακολουθεί να εξαρτάται από εισαγωγές. Η θεραπεία δεν είναι να χτίσουμε κι άλλες ανεμογεννήτριες, αλλά να επενδύσουμε σε δίκτυα, αποθήκευση και διεθνείς διασυνδέσεις, ώστε το φθηνότερο ρεύμα να φτάσει στον τελικό χρήστη.
Οι συχνοί έλεγχοι, τα πρόστιμα για αισχροκέρδεια και οι κώδικες δεοντολογίας έχουν αξία μόνο προσωρινή, βραχυπρόθεσμη και άρα επικοινωνιακή. Στο λιανεμπόριο τροφίμων και στα καύσιμα, η συγκέντρωση παραμένει υψηλή· λίγοι παίκτες ελέγχουν την διαμόρφωση των τιμών και η αγορά λειτουργεί με χαρακτηριστικά ολιγοπωλίου. Το πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο στην προσφορά. Η ίδια η συμπεριφορά της ζήτησης τροφοδοτεί την ακρίβεια: οι καταναλωτές συνεχίζουν να αγοράζουν, ακόμη και με αυξήσεις, χωρίς την ορθολογική αντίσταση και χωρίς την αξιοποίηση επιλογών που θα έστελνε σήμα στην αγορά. Όταν η εστίαση στα προάστεια της Αθήνας γεμίζει πλήρως ακόμη και τον Αύγουστο και οι έμποροι βλέπουν ότι "ο κόσμος πληρώνει", η προσαρμογή γίνεται απλή. Νέα αύξηση π.χ. στο ενοίκιο, μια αντίστοιχη αύξηση στο ράφι και το πρόβλημα λύνεται. Έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος όπου οι υψηλές τιμές δεν συναντούν αντίσταση, αλλά ενθάρρυνση. Ο πραγματικός ανταγωνισμός προϋποθέτει όχι μόνο ισχυρή εποπτεία και στήριξη μικρότερων παικτών, αλλά και καταναλωτές που λειτουργούν ορθολογικά και ως φρένο στις αυθαιρεσίες.
Η ακρίβεια στα τρόφιμα είναι το πιο οδυνηρό για τα νοικοκυριά, γιατί πρόκειται για αγαθά ανελαστικής ζήτησης. Το κόστος παραγωγής έχει εκτιναχθεί λόγω εισαγόμενων αναγκών σε πρώτες ύλες κ.λπ. (λιπάσματα, καύσιμα, ζωοτροφές), ενώ η κλιματική κρίση κάνει την εγχώρια παραγωγή ασταθή: ξηρασίες, πλημμύρες και απώλειες καλλιεργειών μεταφράζονται σε αυξήσεις τιμών. Χωρίς στρατηγική ανθεκτικότητας η χώρα θα παραμένει όμηρος κάθε επόμενου σοκ. Χρειάζονται επενδύσεις σε σύγχρονα συστήματα άρδευσης, νέες ποικιλίες και καλλιέργειες, ψηφιακή γεωργία και δημιουργία αποθεμάτων τροφίμων. Δεν πρόκειται μόνο για οικονομικό μέτρο, αλλά για ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Είναι εύκολο να στοχοποιούνται η βραχυχρόνια μίσθωση και η golden visa ως υπαίτιες για τα υψηλά ενοίκια. Στην πραγματικότητα όμως, τα καταγεγραμμένα Airbnb στην Αττική δεν ξεπερνούν τις 15.000, οι αγορές golden visa τις 10.000. Την ώρα που οι κλειστές κατοικίες αριθμούν εκατοντάδες χιλιάδες. Το πρόβλημα είναι η τεράστια δεξαμενή ανενεργού αποθέματος που παραμένει εκτός αγοράς λόγω παλαιότητας, φορολογικών αντικινήτρων, πολεοδομικών ή ιδιοκτησιακών προβλημάτων. Η ζήτηση για στέγη είναι ανελαστική, οπότε τα λίγα διαθέσιμα ακίνητα γίνονται πανάκριβα. Αντίστοιχα, στα επαγγελματικά ακίνητα υπάρχει υπερπροσφορά χώρων μέτριας ποιότητας αλλά έλλειψη σύγχρονων εγκαταστάσεων, με στρεβλώσεις στις τιμές και άνιση γεωγραφική κατανομή. Η απάντηση πρέπει να είναι κίνητρα για ανακαίνιση και διάθεση κλειστών κατοικιών, προγράμματα κοινωνικής στέγασης σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα και εξορθολογισμός της φορολογίας που σήμερα αποθαρρύνει την αξιοποίηση ακινήτων. Στα επαγγελματικά, χρειάζεται αναβάθμιση υποδομών και πολεοδομικός σχεδιασμός που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες νέων μορφών εργασίας.
Από το 2019 έως το 2025 ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε από τα 650 στα 880 ευρώ· συνολική άνοδος 35,4%. Το ποσοστό αυτό ξεπερνά το άθροισμα πληθωρισμού και ανάπτυξης της περιόδου (περίπου 27,8%). Σε καθαρούς αριθμούς, οι εργαζόμενοι βελτίωσαν την αγοραστική τους δύναμη. Ωστόσο, αυτή η διαφορά δεν λειτουργεί μόνο ως προστασία· αποτελεί και έναν από τους μηχανισμούς που τροφοδοτούν την ακρίβεια.
Οι επιχειρήσεις γνωρίζουν ότι υπάρχει διαθέσιμο εισόδημα και, βλέποντας ότι οι καταναλωτές δεν λειτουργούν ορθολογικά αλλά συνεχίζουν να πληρώνουν, μετακυλίουν κάθε αύξηση κόστους απευθείας στις τιμές. Έτσι, οι επιπλέον μισθολογικές αυξήσεις απορροφώνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από συγκεκριμένα "αναγκαία αγαθά" όπως η στέγαση, τα καύσιμα, η ενέργεια και τα τρόφιμα, όπου η ζήτηση είναι ανελαστική. Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος: οι μισθοί ανεβαίνουν, οι τιμές ακολουθούν, και η πραγματική αίσθηση βελτίωσης εξαφανίζεται. Εάν δεν υπάρξουν οι πολιτικές εκείνες που θα αλλάξουν τις κύριες παραμέτρους της διαμόρφωσης τιμών, το πρόβλημα θα μεγαλώνει και δημιουργεί ευρύτερο αρνητικό κλίμα στην οικονομία. Κάτι που δεν επιθυμεί καμία κυβέρνηση αλλά και κανένας λογικός άνθρωπος που αντιλαμβάνεται πως λειτουργεί μια οικονομία.
Η ακρίβεια στην Ελλάδα είναι το αποτέλεσμα ενός μείγματος: ενεργειακής αναποτελεσματικότητας, στρεβλωμένων αγορών, ανορθολογικής καταναλωτικής συμπεριφοράς που ενθαρρύνει τις αυθαιρεσίες, τρωτής αγροτικής παραγωγής, ανισορροπίας προσφοράς–ζήτησης στην κατοικία και μισθολογικής ανισορροπίας. Τα πρόστιμα, οι επιδοτήσεις και τα επιδόματα είναι ανακουφιστικά, αλλά όχι θεραπευτικά. Η πραγματική λύση απαιτεί ρήξεις: δίκτυα και αποθήκευση στην ενέργεια, ουσιαστικό ανταγωνισμό στην αγορά, εκσυγχρονισμό, προσαρμογές και ριζικές αλλαγές στην αγροτική παραγωγή, κίνητρα για να ανοίξουν οι κλειστές κατοικίες, νέους κανόνες στη μισθολογική πολιτική και μια στρατηγική που θα ξαναδώσει ρόλο στην κατανάλωση. Χωρίς αυτά, η Ελλάδα κινδυνεύει να μετατραπεί μόνιμα σε μια χώρα όπου οι δείκτες απεικονίζουν αποκλιμάκωση, αλλά οι πολίτες ζουν ακρίβεια. Και το αμείλικτο ερώτημα είναι: υπάρχει η πολιτική βούληση για να αναμετρηθούμε και να αντιμετωπίσουμε τα αίτια ή θα αρκεστούμε για ακόμη μία φορά στην ανακούφιση των συμπτωμάτων;
Πέτρος Λάζος
petros.lazos@capital.gr