Του Χρήστου Χωμενίδη
"Για ένα πολύ φθηνότερο Μαϊάμι πρόκειται!" μου λέει ο διπλανός μου στο λεωφορείο προς το αεροπλάνο. Μου πέφτουν τα αυτιά. Λες να έχει δίκιο αυτός ο Καλιφορνέζος έμπορος μαύρης εργασίας; – εφοδίαζε, με είχε ενημερώσει μόλις προηγουμένως, επιχειρήσεις με αδήλωτους Μεξικάνους, ψήφισε ενθουσιασμένος Τραμπ επειδή του φάνηκε αλάνι σαν και του λόγου του, του βγήκε όμως αντιμετανάστης και τον έτσουξε… Εάν δεν τον είχε τσούξει, θα πήγαινε διακοπές στο κανονικό Μαϊάμι. Από το οποίο εγώ ποτέ δεν θα περνούσα ούτε απ’έξω. Πόσο δε μάλλον από μιά απομίμησή του, που ονομάζεται Καρταχένα ντε Ίντιας και της οποίας την ύπαρξη μέχρι πριν από λίγες μέρες αγνοούσα. "Δεν φτάνει που πιάνεις κουβέντα με τον κάθε τυχαίο, τον παίρνεις και στα σοβαρά;" με καθησυχάζει η Άνα με ένα νι, που κάτι παραπάνω ξέρει ως Κολομβιανή. "Θα τρελαθείς με την Καρταχένα. Σου το υπογράφω. Είναι καλλονή."
Η πτήση από την Μπογκοτά διαρκεί μιάμιση ώρα. Αναχωρείς από μια πόλη σκαρφαλωμένη στις Άνδεις, βροχερή, με δεκαπέντε κατά μέσο όρο βαθμούς κελσίου. Και προσγειώνεσαι στον ήλιο τον ηλιάτορα. Στο βόρειο άκρο της Κολομβίας. Η λεωφόρος από το αεροδρόμιο στο κέντρο κυλάει πλάι σε μια απέραντη παραλία. Βγάζεις μες στο αυτοκίνητο μπουφάν και φούτερ, σηκώνεις τα μανίκια σου, ανοίγεις τέντα το παράθυρο και αναπνέεις την αύρα της Καραϊβικής. Στο βάθος διακρίνεις τους ουρανοξύστες, τη μαϊμού-Μαϊάμι. "Εκεί σταυλίζουν τους γκρίνγκος, τους Βορειοαμερικάνους. Εμείς θα μείνουμε στο Γκετσεμάνι, έξω ακριβώς από τα τείχη της παλιάς πόλης…"
Γκετσεμάνι από τη Γεθσημανή. Καρταχένα από την Καρχηδόνα. Έδιναν οι άποικοι, σε τόπους και σε πρόσωπα, ονόματα του παλιού κόσμου. Μια από τις πιο εκτεταμένες φαβέλες της Μπογκοτά λέγεται Αίγυπτος. Στα σοκκάκια της σίγουρα θα κλωτσάνε μπάλες αρκετοί Όμηροι και Σοφοκλήδες με ινδιάνικα χαρακτηριστικά.
Η Καρταχένα ντε Ίντιας είναι οχυρό. Ιδρύθηκε το 1533 ως λιμάνι κλειδί από όπου αναχωρούσαν για την Ισπανία φορτία χρυσού. Και έφθαναν από την Αφρική καραβιές σκλάβων. Το 1586 την κατέλαβε ο "Δράκος". Ο Εγγλέζος πειρατής Φράνσις Ντρέικ. Απαίτησε εκατόν δέκα χιλιάδες δουκάτα για να την αφήσει. Οι Ισπανοί αφού του τα μέτρησαν, τείχισαν την πόλη για να μην την ξαναπατήσουν. Στις πολεμίστρες βλέπεις ακόμα σκουριασμένα κανόνια.
Και τι δεν βλέπεις, βολτάροντας στην Καρταχένα! Τροφαντές κυρίες μιας ηλικίας, φουστάνια με φραμπαλάδες στα χρώματα της σημαίας -κίτρινο, μπλε, κόκκινο-, να πουλάνε φρούτα: ανανάδες, μάνγκο, μπανάνες. Παρέες νεαρών να ραπάρουν κατά παραγγελία. Σε πλησιάζουν, σε ρωτάνε πώς σε λένε και από πού έρχεσαι και αυτοσχεδιάζουν περιπαικτικούς στίχους. Εκατοντάδες άμαξες με άλογα, χαμηλά και σβέλτα, τον νου σου μην σε πατήσουν. Γραμματικούς του δρόμου. Στήνουν στο πεζοδρόμιο την καρέκλα και το τραπεζάκι τους, πάνω του ακουμπάνε μια παλιά γραφομηχανή. Με δάκτυλα εξαιρετικά ευκίνητα, συντάσσουν για λογαριασμό των πελατών συμβόλαια, υπεύθυνες δηλώσεις, διαθήκες. Σε ένα αντίτυπο, ούτε καρμπόν δεν χρησιμοποιούν, ποιός ψηφιακός πολιτισμός; Δυό βήματα παραπέρα, προσφέρονται γαρίδες σε χωνάκια και σεβίτσε που μοσχοβολάνε θάλασσα. Από τις στέγες παρακολουθούν την κίνηση μαυρόγυπες. Τεράστιοι, άκακοι, βαριεστημένοι. Στα πάρκα, αν είσαι τυχερός, θα δεις κολίμπρι. Το μικροσκοπικότερο πουλί του κόσμου, που κινεί τα φτερά του τόσο γρήγορα ώστε δεν τα διακρίνεις. Και πάει και με την όπισθεν.
Η ανάμειξη των γονιδίων δίνει υπέροχα αποτελέσματα. Δεν έχω δει πιο καλοφτιαγμένους ανθρώπους από τους Καρταχένους, απογόνους Καριμπένιων, Αφρικανών και Ευρωπαίων. Η ωραιότης και η χάρη και το μπρίο τους σμπαραλιάζει κάθε εκδοχή ρατσισμού.
Μπρίο; Αλεγρία το λένε οι ίδιοι. Και το ξεχωρίζουν ρητά από τη χαρά. Χαρούμενος γίνεσαι εφόσον τα πράγματα σού πάνε πρύμα. Η αλεγρία αντιθέτως αποτελεί στάση ζωής παντός καιρού. Απόδειξη; Ο γέροντας που είδα έξω από την κεντρική αγορά. Χουζούρευε στη σκιά ενός δέντρου, πάνω σε ένα κρεββάτι τόσο ξεχαρβαλωμένο που εμείς θα το πετάγαμε στα σκουπίδια. Στα πόδια του κουλουριασμένο το σκυλί του. Αμφότεροι έδειχναν μακάριοι, εν τω ολίγω αναπαυόμενοι.
Το 1984, η παλιά πόλη και τα τείχη της Καρταχένας ανακηρύχθηκαν από την Ουνέσκο μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς. Δεν αρκεί ωστόσο αυτό για να εξηγήσει την τόση ομορφιά που σε πολιορκεί από παντού. "Μνημείο" στο κάτω-κάτω σημαίνει τόπος μνήμης. Ενώ εδώ η ζωή κοχλάζει. Προστατεύουν οι κάτοικοι και οι νόμοι το περιβάλλον; Ούτε θέλω να σκέφτομαι πόσα αυθαίρετα θα είχαν στα μουλωχτά φυτρώσει στην Ελλάδα, πόσες κακόγουστες ταμπέλες, πόσα ερκοντίσιον που θα έσταζαν… Σίγουρα αντιστέκονται στη χύδην τουριστικοποίηση. Οι ντόπιοι, για παράδειγμα, μπαίνουν ελεύθερα στα εστιατόρια και στα μπαρ. Οι ξένοι πρέπει να έχουν κάνει κράτηση. Το αμερικάνικο δολάριο και το ευρώ προφανώς εκτιμώνται. Μα δεν ανοίγουν αυτομάτως κάθε πόρτα.
Χαίρομαι να βολτάρω. Να χώνομαι σε ασύχναστα στενά. Να ρίχνω ένα βλέμμα μέσα στα ισόγεια σπίτια των ανθρώπων, οι μπαλκονόρτες και τα παράθυρα είναι ορθάνοιχτα - πού η ανάγκη για ιδιωτικότητα του ανεπτυγμένου κόσμου; Χαίρομαι να αράζω αργά το βράδυ σε μια πλατεία που μού θυμίζει κάπως τον Άγιο Γεώργιο Κυψέλης της δεκαετίας του 1970. Οι παρέες στα γύρω τραπέζια ιδίως. Να, η μικροπαντρεμένη, που ολοφάνερα ασφυκτιά μέσα στον γάμο με εκείνο τον μόσχαρο, να νοιώθει άραγε το μοσχαράκι τους ως παρηγοριά ή ως άχθος; Λυπάμαι που δεν ξέρω τη γλώσσα.
Η Καρταχένα καμαρώνει για τους συγγραφείς της. Για τον παραμυθά της βασικά, τον μεγαλύτερο παραμυθά στα ισπανικά μετά από τον Θερβάντες. Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές, ο Γκάμπο, απολαμβάνει αίγλης μεγαλύτερης από όσο στους Έλληνες ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις μαζί. Ο τάφος του βρίσκεται στην αυλή του πανεπιστημίου, το οποίο εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στο γράψιμο. Υπάρχει εκεί και ένα μικρό μουσείο. Τι εκτίθενται; Κάποια κυρίως ρούχα του. Ανοιχτόχρωμα κοστούμια και πλουμιστά πουκάμισα. Και μία εξαιρετικής ποιότητας γκουαγιαβέρα.
Η γκουαγιαβέρα, το λινό πουκάμισο με την ιδιόρρυθμη ραφή, με τα κεντήματα στο στήθος και τις τέσσερις τσέπες -στο στήθος και στη μέση- είναι το επίσημο ένδυμα των Κεντροαμερικάνων. Έχει αίγλη σμόκιν. Με γκουαγιαβέρα παρέλαβε ο Μαρκές το βραβείο Νόμπελ. Φοριέται με απόλαυση, αν εξαιρέσεις ότι τσαλακώνεται πολύ εύκολα. Χωράει τσιγάρα, στυλό, μπλοκάκι, μέχρι και φρούτα – η ονομασία του κατά την επικρατέστερη εκδοχή προέρχεται από τον τροπικό καρπό γκουάβα. Σας τη συστήνω εγκάρδια.
Εγώ, στη μνήμη του Γκάμπο, αγόρασα δύο γκουαγιαβέρες. Τις φοράω εκ περιτροπής και διαβάζω τα Εκατό Χρόνια Μοναξιά.
* Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας