Τρίτη, 01-Φεβ-2022 16:00
Πόσο αντέχουν οι ελληνικές τράπεζες την ενεργειακή κρίση
Του Λεωνίδα Στεργίου
Η πρόσφατη εκτίναξη των τιμών ενέργειας που πυροδότησε τον πληθωρισμό και απειλεί την ανάπτυξη παρουσιάζει με τον πιο έκδηλο τρόπο τον κίνδυνο μιας προβληματικής πράσινης μετάβασης σύμφωνα με τους στόχους της Ε.Ε. για το κλίμα το 2050. Πόσω μάλλον αν η εκτίναξη των τιμών ενέργειας συνδυαστεί με φυσικές καταστροφές, όπως ξηρασία και πλημμύρες, λόγω της κλιματικής αλλαγής. Επίσης, τα αποτελέσματα είναι σημαντικά για τις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ, καθώς από το 2023 θα δίνεται προτεραιότητα στα πράσινα ομόλογα και σε εκείνα που συνδέονται με μικρότερους κλιματικούς κινδύνους.
Σε αυτό το πλαίσιο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και ο εποπτικός της βραχίονας SSM ανακοίνωσαν στις συστημικές τράπεζες τα σενάρια με τους αντίστοιχους κινδύνους κατά την πράσινη μετάβαση και στην περίπτωση φυσικών καταστροφών. Για την περίπτωση των ελληνικών τραπεζών, έχουν διαμορφωθεί 806 μεταβλητές και τιμές για πέντε συνδυαστικά σενάρια για τις επιπτώσεις από άνοδο των τιμών ενέργειας και περιβαλλοντικούς κινδύνους μέχρι το 2050 και για επιπτώσεις από το 2022 και μέχρι 30 χρόνια μετά.
Οι ελληνικές τράπεζες θα ξεκινήσουν να απαντούν στα σχετικά ερωτηματολόγια και να στέλνουν τους υπολογισμούς τους τον Μάρτιο. Τα κλιματικά stress test για όλες τις ευρωπαϊκές συστημικές τράπεζες θα ανακοινωθούν τον Ιούνιο. Σύμφωνα με την ΕΚΤ αναμένεται μόνο έμμεση κεφαλαιακή επίπτωση στις τράπεζες, δηλαδή να χρειαστεί αύξηση των κεφαλαίων του λεγόμενου Πυλώνα 2 (κεφάλαια για την αντιμετώπιση υποβαθμισμένων κινδύνων ή κινδύνων που δεν έχουν ληφθεί υπόψη).
Τα σενάρια έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να ποσοτικοποιούν τις επιπτώσεις στο ευρύτερο μακροοικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον στο τραπεζικό σύστημα. Για παράδειγμα, η εκτίναξη των τιμών ενέργειας πυροδοτεί πληθωρισμό που μπορεί να αυξήσει απότομα τα επιτόκια, να επέλθει ύφεση και μείωση εισοδημάτων, ανεργία κλπ. Σε αυτό το περιβάλλον, οι πιθανότητες πτωχεύσεων και δημιουργίας κόκκινων δανείων αυξάνονται.
Επίσης, οι κίνδυνοι και τα κόστη στις τράπεζες μπορεί να προέλθουν από απότομες μεταβολές στις τιμές ακινήτων (κατοικιών και εμπορικών), λόγω πληθωρισμού, ανεργίας, φυσικών καταστροφών, κλπ, ενώ για τις ελληνικές τράπεζες μπορεί να προκύψουν συνέπειες και μέσω του τουρισμού.
Οι περισσότερες μεταβλητές, στα διάφορα σενάρια, αφορούν κυρίως στις τιμές ενέργειας -από τιμές της βιομάζας και του πετρελαίου μέχρι των δικαιωμάτων για τις εκπομπές ρύπων. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει ακραίες τιμές σε διάφορα μακροοικονομικά μεγέθη που μπορεί να επηρεαστούν, όπως ο πληθωρισμός, τα βραχυπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα επιτόκια, η ανεργία, το διαθέσιμο εισόδημα, ο ρυθμός ανάπτυξης, τα φορολογικά έσοδα, η παραγωγικότητα, κ.ά. Η τρίτη ομάδα περιλαμβάνει τιμές για επιπτώσεις στην αγορά ακινήτων, σε κατοικίες και εμπορικά ακίνητα. Μάλιστα για κάθε κατηγορία (κατοικία ή εμπορικό ακίνητο) υπάρχουν πέντε υποκατηγορίες και την κάθε μία. Κάθε υποκατηγορία προβλέπει διαφορετική μεταβολή τιμών στη δεκαετία του 2030, του 2040 και του 2050. Προφανώς, ανάλογα με τις τιμές για την ενέργεια δημιουργείται διαφορετικό σενάριο για τα μακροοικονομικά μεγέθη και τον αντίκτυπο στην αγορά ακινήτων.
Για κάθε σενάριο ξεχωριστά υπολογίζεται ο κίνδυνος στις τράπεζες που προέρχεται από το μακροοικονομικό περιβάλλον, τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά, κυρίως μέσω των δανείων. Τα κλιματικά στρες τεστ περιλαμβάνουν δύο ομάδες κινδύνων.
Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τους κινδύνους που σχετίζονται με την πράσινη μετάβαση μέχρι το 2050. Σε αυτή την ομάδα, εξετάζονται τα εξής σενάρια:
Ομαλή πράσινη μετάβαση. Δηλαδή, η Ευρώπη και η χώρα μας προχωρούν συντονισμένα και επιτυγχάνουν τους ενδιάμεσους στόχους μέχρι το 2050. Εδώ προβλέπεται μέση αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμούς Κελσίου.
Μη ομαλή μετάβαση. Το 2030 διαπιστώνεται ότι υπάρχουν προβλήματα στην επίτευξη των στόχων και στις πολιτικές μετάβασης, οπότε χρειάζεται αναθεώρηση και επιτάχυνση. Πλέον, ο στόχος είναι να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς, με πιθανότητες 67%.
Υπερθέρμανση του πλανήτη. Όλες οι προσπάθειες έχουν αποτύχει και πλέον προβλέπεται αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη μέχρι το 2030 κατά 3 βαθμούς Κελσίου. Η πράσινη μετάβαση, όπως είχε σχεδιαστεί δεν πρόκειται να επιτευχθεί και οι φυσικές καταστροφές αυξάνονται λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Βραχυπρόθεσμη κρίση από μη ομαλή μετάβαση. Η πράσινη μετάβαση δεν εξελίσσεται ομαλά. Αλλά οι πρώτες συνέπειες δεν εντοπίζονται το 2030 αλλά φέτος, το 2022, με την εκτίναξη των τιμών ενέργειας.
Η δεύτερη ομάδα κινδύνων περιλαμβάνει αυτούς που σχετίζονται με τις φυσικές καταστροφές, όπως ξηρασία και πλημμύρες, με τις αντίστοιχες συνέπειες σε οικονομία, επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Σε αυτή την ομάδα κινδύνων, γίνεται η υπόθεση ότι τα ακραία καιρικά φαινόμενα έγιναν τον Ιανουάριο του 2022.
Κατά το 2021, η ΕΚΤ έτρεξε άτυπα κλιματικά στρες τεστ (και στις ελληνικές τράπεζες), με στόχο κυρίως την εξοικείωση των τραπεζών με αυτό το νέο είδος δοκιμασιών.
Στις ελληνικές τράπεζες, το κόστος και ο κίνδυνος της μετάβασης είναι σημαντικά μικρότεροι από ό,τι η απειλή από την κλιματική αλλαγή. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, η έκθεση των ελληνικών τραπεζών σε επιχειρήσεις που έχουν μετρήσει τον περιβαλλοντικό κίνδυνο ανέρχεται σε 40%, ενώ διπλάσιο είναι σχεδόν το ποσοστό που προετοιμάζεται για αυτό. Το ποσοστό έκθεσης σε περιβαλλοντικούς κινδύνους των ελληνικών τραπεζών υπολογίστηκε από την ΕΚΤ σε 10%. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε περιβαλλοντικούς κινδύνους προς το σύνολο της έκθεσης σε δάνεια προς επιχειρήσεις. Πάνω από το 90% των κινδύνων σχετίζονται με πυρκαγιές, άνοδο της θερμοκρασίας, πλημμύρες κλπ.
Από τα πανευρωπαϊκά στρες τεστ προέκυψε ότι το κόστος της μετάβασης, δηλαδή της προετοιμασίας για μέτρηση κινδύνων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, με αντίστοιχη προσαρμογή των μοντέλων πιστωτικών κινδύνων, είναι μικρότερο από την απραξία. Συγκεκριμένα, το μέσο δάνειο στην Ε.Ε. θα έχει υψηλότερες πιθανότητες κατά 8% να μετατραπεί σε κόκκινο, λόγω της ανόδου της θερμοκρασίας σε 30 χρόνια, από ό,τι αν ληφθούν μέτρα για την πράσινη μετάβαση. Επίσης, δάνεια που είναι πιο ευάλωτα σε θέματα κλιματικής αλλαγής είναι πιθανότερο να γίνουν κόκκινα κατά 30% σε τριάντα χρόνια, δηλαδή ο κίνδυνος είναι πέντε φορές υψηλότερος μέχρι το 2050, σε σχέση με το 2020.
Σύμφωνα με την έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή, προκύπτουν τα εξής εντυπωσιακά συμπεράσματα:
* Η παρούσα αξία των άμεσων οικονομικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στα δασικά οικοσυστήματα, για τα δύο πιο πιθανά σενάρια κλιματικής αλλαγής, υπολογίζεται μεταξύ 1,4 δισ. ευρώ με προεξοφλητικό επιτόκιο 3% έως 9,5 δισ. ευρώ με προεξοφλητικό επιτόκιο 1%.
* Το συνολικό κόστος για τις παντοειδείς υλικές επιπτώσεις από την κλιματική μεταβολή, μέχρι το τέλος του αιώνα, ανέρχεται σε 4,3-9,5 δισ. ευρώ με προεξοφλητικό επιτόκιο 1% και 1,4-3 δισ. ευρώ με προεξοφλητικό επιτόκιο 3%.
* Το συνολικό κόστος προσαρμογής ανέρχεται σε 70-130 εκατ. ευρώ ανά έτος και εφάπαξ 2,35-4,70 δισ. ευρώ.
Σε όλα αυτά δεν περιλαμβάνονται άμεσες και έμμεσες συνέπειες από προβλήματα στο φυσικό περιβάλλον, όπως:
1. Τουρισμό. Η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος εκτιμά ότι η διεύρυνση της τουριστικής περιόδου που επιχειρεί η χώρα μας από Μάιο μέχρι Σεπτέμβριο "εξουδετερώνει” μακροπρόθεσμα τις άμεσες αρνητικές επιπτώσεις από πυρκαγιές.
2. Υποβάθμιση περιβάλλοντος που έχει άμεσο αντίκτυπο στο σύστημα υγείας και τις αξίες ακινήτων. Υπενθυμίζεται ότι οι τελευταίες αποτελούν εξασφαλίσεις για δάνεια προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
3. Ποιότητα βιοτικού επιπέδου λόγω περιβαλλοντικής υποβάθμισης, ανεργίας σε κλάδους που πλήττονται, επιδείνωση υγείας πληθυσμού και απότομης πτώσης περιουσίας νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
4. Αποζημιώσεις (ιδιωτικές και κρατικές) και κρατικές ενισχύσεις.
5. Κόστος πιστωτικού κινδύνου λόγω προστασίας δανειοληπτών (πυρόπληκτων) και μείωσης της οικονομικής τους δυνατότητας με ταυτόχρονη ανάγκη για νέα στήριξη. Και αυτά τα κόστη θεωρούνται από τραπεζικά στελέχη ότι σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα έχουν ουδέτερο αντίκτυπο. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, τράπεζες και κράτος επιβαρύνονται άμεσα (πχ πάγωμα επιστρεπτέας, αναστολές οφειλών προς Δημόσιο, Ταμεία, Τράπεζες, αναστολή κατασχέσεων, κλπ).
6. Κόστος αντιπλημμυρικών έργων.
7. Ανταγωνιστικότητα και ΑΕΠ (πχ μείωση της παραγωγής ξυλείας και αύξηση εισαγωγών πρώτων υλών, real estate, κά).