ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 23.55
Στην αναβάθμιση των προοπτικών της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας σε "θετικές" από "σταθερές" προχώρησε ο γερμανικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Scope Ratings, διατηρώντας παράλληλα τη χώρα μας στη βαθμίδα BBB.
Η αναβάθμιση των προοπτικών αντανακλά, όπως σημειώνει η Scope, την αυξημένη ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας σε εξωτερικούς κλυδωνισμούς, τη διατηρούμενη δημοσιονομική πειθαρχία και την προοδευτική μείωση του χρέους, παρά την ύπαρξη δομικών περιορισμών στην ανάπτυξη και το επίμονο εμπορικό έλλειμμα.
Πιο αναλυτικά, αιτιολογώντας την κίνησή της, η Scope τονίζει ότι η ελληνική οικονομία παρουσίασε σταθερή ανάπτυξη και ανθεκτικότητα σε σοκ τα τελευταία χρόνια, με εκτιμώμενη αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 2% για ολόκληρο το 2025, υπερβαίνοντας τις περισσότερες ομολόγους της στην ευρωζώνη.
Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση, ο δυναμικός τουρισμός και οι επενδύσεις που χρηματοδοτούνται από την ΕΕ μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας συνεχίζουν να στηρίζουν την ανάπτυξη. Παράλληλα, οι μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, τη φορολογία και την αγορά εργασίας ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, ενώ ο τραπεζικός τομέας ενισχύεται περαιτέρω, ενδυναμώνοντας τη χρηματοοικονομική σταθερότητα.
Ισχυρή δυναμική χρέους με συνετή δημοσιονομική διαχείριση
Σύμφωνα με τον γερμανικό οίκο αξιολόγησης, τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας συνεχίζουν να υπερβαίνουν τους στόχους του προϋπολογισμού, με πλεόνασμα γενικής κυβέρνησης περίπου 0,6% του ΑΕΠ και πρωτογενές πλεόνασμα γύρω στο 3,6% για το 2025.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί από περίπου 145% το 2025 σε 122% το 2030, στηριζόμενος σε συντηρητικού προσανατολισμού προϋπολογισμούς, ισχυρή απόδοση εσόδων και μέτρια ονομαστική ανάπτυξη. Η κυβέρνηση διατηρεί σημαντικό ταμειακό απόθεμα ύψους περίπου 42 δισ. ευρώ (περίπου 17% του ΑΕΠ) και επωφελείται από χαμηλού κόστους δομή χρέους, λόγω χαμηλών επιτοκίων και μακράς λήξης.
Όπως σημειώνει η Scope, στο μέλλον θα παρακολουθείται η συνέχεια και η διάρκεια της δημοσιονομικής πειθαρχίας, η πρόοδος στις δομικές μεταρρυθμίσεις για στήριξη των επενδύσεων και της παραγωγικότητας, οι προσπάθειες μείωσης των ανισορροπιών στο εξωτερικό ισοζύγιο και η συνεχιζόμενη βελτίωση της απόδοσης του τραπεζικού τομέα, καθώς αυτά θα καθορίσουν την περαιτέρω θετική δυναμική της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας.
Οι κύριες προκλήσεις για τη χώρα, σύμφωνα με τη Scope Ratings, περιλαμβάνουν:
i) το υψηλό δημόσιο χρέος, που παραμένει μια μακροπρόθεσμη ευπάθεια παρά τη μειωτική του πορεία,
ii) δομικούς περιορισμούς στη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, όπως η περιορισμένη διαφοροποίηση της ελληνικής οικονομίας και οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις,
iii) εξωτερικές ανισορροπίες, λόγω επίμονου ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών και αρνητικής καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης, καθώς και υπολειπόμενες προκλήσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αντανακλώντας τον ισχυρό δεσμό κράτους–τραπεζών και το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με την Scope, η ελληνική οικονομία παρουσίασε ανθεκτική ανάπτυξη, ξεπερνώντας τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία και τις ανατιμήσεις ενέργειας, χάρη στη χαμηλή εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, τη γρήγορη διαφοροποίηση ενεργειακών προμηθειών και την ισχυρή εξαγωγή υπηρεσιών, κυρίως τουρισμού.
Μετά από ανάπτυξη 2,3% το 2024, το ΑΕΠ αυξήθηκε 2% στο α' εξάμηνο του 2025 και προβλέπεται να μεγεθυνθεί κατά 2,2% για το σύνολο του έτους, στηριζόμενο στη δυνατή εγχώρια ζήτηση, τις επενδύσεις και τον ισχυρό τομέα υπηρεσιών. Η ανεργία μειώθηκε στο 9,5% το α' εξάμηνο του 2025 από 11% το προηγούμενο έτος.
Η χρηματοδότηση μέσω του ΤΑΑ συνεχίζει να ενισχύει τις επενδύσεις. Οι μεταρρυθμίσεις στην ψηφιοποίηση, τη φορολογική διοίκηση και την ευελιξία της αγοράς εργασίας ενισχύουν την ικανότητα της χώρας να απορροφά κλυδωνισμούς.
Η επενδυτική δραστηριότητα ενισχύει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Το ακαθάριστο πάγιο κεφάλαιο αυξήθηκε περίπου 60% από το 2019, ανεβάζοντας το ποσοστό επενδύσεων προς το ΑΕΠ στο 15,5% το 2024. Οι επενδύσεις επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στην ψηφιακή υποδομή και στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Η Scope προβλέπει ότι το σύνολο των επενδύσεων θα φτάσει το 18% του ΑΕΠ το 2027, ποσοστό πάντως χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Ο τραπεζικός τομέας παρουσιάζει σημαντική βελτίωση. Τα επιχειρηματικά δάνεια παρουσιάστηκαν αυξημένα κατά 15,9% στο β’ τρίμηνο του 2025. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα μειώθηκαν στο 3,6% τον Ιούνιο, κοντά στον μέσο όρο της ευρωζώνης (2,2%). Η κεφαλαιακή επάρκεια και η ρευστότητα παραμένουν ισχυρές, με CET1 στο 15,8% και συνολικό δείκτη κεφαλαίου 20,4%, ενώ η κερδοφορία έχει ομαλοποιηθεί, με απόδοση ιδίων κεφαλαίων 13% και κέρδη μετά από φόρους 2,5 δισ. ευρώ στο α’ εξάμηνο 2025.
Παρά το γεγονός ότι οι servicers διαχειρίζονται ακόμη περίπου 94 δισ. ευρώ ιδιωτικού χρέους (περίπου 44% του ΑΕΠ), κυρίως μη εξυπηρετούμενου, αυτό το απόθεμα επηρεάζει νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά δεν αποτελεί πλέον συστημικό κίνδυνο για τις τράπεζες, τονίζει ο οίκος.
Η πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδος, περιλαμβανομένης της αύξησης του Αντικυκλικού Αποθεματικού Κεφαλαίου στο 0,5% (από τον Οκτώβριο 2026) και μέτρων για δανειολήπτες από τον Ιανουάριο 2025, ενισχύει περαιτέρω τη χρηματοοικονομική σταθερότητα. Οι υπολειπόμενες ευπάθειες, όπως ο δεσμός κράτους–τραπεζών και το υψηλό μερίδιο αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων (~45% CET1), μειώνονται.
Συνολικά, η ισχυρή κεφαλαιοποίηση, η κερδοφορία και η ρευστότητα του τραπεζικού κλάδου, μαζί με τη μείωση των παλαιών κινδύνων, αναδεικνύουν τη βελτίωση της χρηματοοικονομικής ανθεκτικότητας και τη μεγαλύτερη συνεισφορά της στην μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη της Ελλάδας, υπογραμμίζει η Scope.
Οι δημόσιοι οικονομικοί δείκτες παραμένουν ισχυροί. Το 2025 εκτιμάται ότι θα κλείσει με πλεόνασμα 0,6% του ΑΕΠ και πρωτογενές πλεόνασμα 3,6%, χάρη στις ισχυρές εισπράξεις και τη συντηρητική δημοσιονομική πολιτική. Το χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 122% του ΑΕΠ έως το 2030, σημαντική μείωση από το 206% του 2020, χάρη σε προβλεπόμενα συνεχή πρωτογενή πλεονάσματα κατά μέσο όρο 2,9% του ΑΕΠ την περίοδο 2025–2030 και υψηλή ονομαστική ανάπτυξη.
Για το 2026, η Scope προβλέπει συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα 0,1% του ΑΕΠ, ελαφρώς κάτω από τον προϋπολογισμένο στόχο πλεονάσματος 0,1%. Η μακροπρόθεσμη δημοσιονομική πορεία δείχνει βελτίωση της βιωσιμότητας του χρέους, υποστηριζόμενη από συνεχιζόμενα πρωτογενή πλεονάσματα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο βασίζεται σε συντηρητικές μακροοικονομικές και εισπρακτικές παραδοχές και περιορισμένη αύξηση δαπανών, δημιουργώντας περιθώρια υπεραπόδοσης εσόδων αν η ανάπτυξη παραμείνει ισχυρή. Η Scope αναμένει ότι η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει συνετή, υποστηριζόμενη από διαρθρωτικές βελτιώσεις και επενδύσεις του ΤΑΑ. Επιπλέον, το Ταμείο Ανάκαμψης εδραιώνει τη δημοσιονομική πολιτική σε πολυετή, αναπτυξιακά προσανατολισμένα επενδυτικά σχέδια, ενισχύοντας ένα πιο σταθερό, βασισμένο σε κανόνες περιβάλλον που στηρίζει τη βιωσιμότητα του χρέους.
Το μεγάλο ταμειακό απόθεμα περίπου 42 δισ. ευρώ (17% του ΑΕΠ) παρέχει άνετη κάλυψη ρευστότητας για αρκετά χρόνια εξυπηρέτησης χρέους, ενισχύοντας τη δημοσιονομική και χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα του κράτους. Το υψηλό ποσοστό μακροπρόθεσμου, χαμηλού επιτοκίου χρέους, κυρίως σε κράτος-πιστωτές, μαζί με το σημαντικό ταμειακό απόθεμα, στηρίζει την ικανότητα εξυπηρέτησης χρέους της κυβέρνησης και μετριάζει την επίδραση πιθανών διακυμάνσεων της αγοράς και επιτοκίων.
Η Scope αναμένει ότι το κόστος τόκων θα παραμείνει σχετικά σταθερό γύρω στο 3% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Αναμένει επίσης ότι η κυβέρνηση θα επιταχύνει τις πρόωρες αποπληρωμές δανείων της εποχής της χρηματοοικονομικής κρίσης και των μνημονίων, αντανακλώντας τη δέσμευσή της σε συνετή και προληπτική διαχείριση χρέους, στηρίζοντας την πορεία του δημόσιου χρέους.
Δημόσιο χρέος, δημογραφικό και έλλειμα τρεχουσων συναλλαγών
Παρά τη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους από το υψηλό επίπεδο του 2020, (περίπου 206% του ΑΕΠ) το χρέος της Ελλάδας παραμένει το υψηλότερο στην ευρωζώνη, φτάνοντας το 145% του ΑΕΠ το 2025. Αυτό το υψηλό επίπεδο χρέους συνεχίζει να περιορίζει τον δημοσιονομικό χώρο. Ωστόσο, η ευνοϊκή δομή του χρέους, με μακροπρόθεσμες λήξεις, ως επί το πλείστον σταθερά επιτόκια και χαμηλές ανάγκες αναχρηματοδότησης, υποστηρίζει τη βιωσιμότητά του. Η Scope αναμένει ότι ο λόγους χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά έως το 2030, υποστηριζόμενος από διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρια ονομαστική ανάπτυξη.
Η Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει δομικούς περιορισμούς στην ανάπτυξη, όπως μια στενή οικονομική βάση με υψηλή εξάρτηση από υπηρεσίες όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία. Η συμμετοχή στην αγορά εργασίας, ιδίως των γυναικών και των εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας, παραμένει κάτω από τους μέσους όρους της ΕΕ, ενώ η γήρανση του πληθυσμού, η μείωση των γεννήσεων και η εκροή εξειδικευμένων νέων επαγγελματιών περιορίζουν το δυναμικό ανάπτυξης.
Αυτές οι δομικές αδυναμίες τονίζουν την ανάγκη να συνεχιστούν οι μταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με έμφαση στην ψηφιοποίηση, την καινοτομία και την αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα, προκειμένου να διατηρηθεί η ανταγωνιστικότητα και οι επενδύσεις.
Τέλος, οι εξωτερικές ανισορροπίες και οι συνεχιζόμενες προκλήσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα συνεχίζουν να περιορίζουν τη μακροπρόθεσμη μακροοικονομική βιωσιμότητα της Ελλάδας. Το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε στο 7,1% του ΑΕΠ το 2024 από 6,8% το 2023, αποτυπώνοντας την αδύναμη ζήτηση στην ευρωζώνη και τον αυξημένο όγκο εισαγωγών που συνδέεται με την αύξηση της επενδυτικής δραστηριότητας. Παρότι έχει βελτιωθεί από την ενεργειακή κρίση του 2022, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να διατηρηθεί, κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης εξάρτησης της χώρας από τις εισαγωγές ενέργειας.
Επιπλέον, η αρνητική καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας αντανακλά τη συνεχιζόμενη εξάρτηση από τις εισροές ξένου κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση αυτού του ελλείμματος. Η πρόοδος στην ενεργειακή μετάβαση, η οποία θα μειώσει την εξάρτηση από τις εισαγωγές ενέργειας, θα μπορούσε να ενισχύσει σταδιακά την εξωτερική θέση της Ελλάδας, αν και η βελτίωση αυτή αναμένεται να χρειαστεί χρόνο για να υλοποιηθεί.
Παράγοντες που επηρεάζουν την αξιολόγηση
Αναβάθμιση για την αξιολόγηση ή τις προοπτικές, αν κατά μόνας ή συλλογικά υπάρξει:
- Bιώσιμη και ουσιαστική μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ, υποστηριζόμενη από συνεχιζόμενα πρωτογενή πλεονάσματα και συνετή δημοσιονομική διαχείριση και/ή
- Βελτίωση των μεσοπρόθεσμων προοπτικών ανάπτυξης και ενίσχυση της εξωτερικής ανθεκτικότητας, που αντικατοπτρίζονται στη συνεχή εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, στην αύξηση των επενδύσεων, στη διαρκή βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ή στη συνεχή ενίσχυση του τραπεζικού τομέα και του πλαισίου χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Υποβάθμιση για την αξιολόγηση ή τις προοπτικές, αν κατά μόνας ή συλλογικά υπάρξει:
- Στασιμότητα ή αντιστροφή της μείωσης του λόγου δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, λόγω αδύναμη δημοσιονομικής πειθαρχίας ή δυσμενούς ανάπτυξης, και/ή
- Αποδυνάμωση της μακροοικονομικής ανθεκτικότητας, που αντικατοπτρίζεται σε σημαντική επιδείνωση των εξωτερικών ισοζυγίων ή σε νέα αύξηση των κινδύνων στον τραπεζικό τομέα.