Δευτέρα, 29-Σεπ-2025 08:00
Πακέτο ελάφρυνσης και για τις επιχειρήσεις

Στη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, τις επιχειρήσεις, εξετάζεται να εστιαστεί η δεύτερη δόση των μέτρων που σχεδιάζει να ανακοινώσει τον προσεχή Απρίλιο η κυβέρνηση, όταν θα υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα για τα μεγέθη του 2025.
Οι εξαγγελίες του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη φετινή ΔΕΘ εστίασαν στη φορολογική μεταρρύθμιση για τα φυσικά πρόσωπα, χωρίς όμως να αγγίξουν ζητήματα που αφορούν στις επιχειρήσεις. Αν και είναι εξαιρετικά πρόωρη η λήψη των σχετικών αποφάσεων, καθώς ακόμη δεν έχει ψηφιστεί το πακέτο των φοροελαφρύνσεων για μισθωτούς, συνταξιούχους και επαγγελματίες που θα ενεργοποιηθεί το 2026, υπάρχει ισχυρή πίεση από τον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας για γενναίες φορολογικές παρεμβάσεις.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι επιχειρήσεις έχουν μια σειρά από αιτήματα για τη φορολογική ελάφρυνσή τους, τα οποία θα ενισχύσουν τη ρευστότητά τους και θα διευκολύνουν τη λειτουργία τους.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται η μείωση του εταιρικού συντελεστή φορολόγησης, που είναι σήμερα 22%, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος, η περαιτέρω μείωση του μη μισθολογικού κόστους και ορισμένων παγίων επιβαρύνσεων, ο ακατάσχετος επαγγελματικός λογαριασμός, αλλά και η μείωση της προκαταβολής φόρου. Εάν και ποια από αυτά θα υλοποιηθούν θα εξαρτηθεί από τον δημοσιονομικό χώρο που θα αξιοποιηθεί από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.
Επίσης ζητούνται παρεμβάσεις για πρόσβαση σε χρηματοδότηση, καθώς οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν αυστηρά κριτήρια, ενώ τα εναλλακτικά κανάλια (π.χ. μικροχρηματοδοτήσεις) δεν έχουν επαρκή κλίμακα για να καλύψουν το κενό. Κατά το α’ εξάμηνο του 2025 πάνω από τους μισούς επιχειρηματίες δήλωσαν ότι τα διαθέσιμά τους μειώθηκαν, ενώ ένα τεράστιο ποσοστό αναφέρει διαρκή αύξηση λειτουργικού κόστους από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης.
Ειδικότερα, εξετάζονται:
Μείωση εταιρικού συντελεστή φορολόγησης. Ο εταιρικός συντελεστής είναι σήμερα 22% και θα μπορούσε να διαμορφωθεί στο 20%. Οι ελληνικές επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν σημαντικό φορολογικό μειονέκτημα σε σχέση με τον ανταγωνισμό τους στα Βαλκάνια και στην ευρύτερη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο εταιρικός συντελεστής στην Ελλάδα ανέρχεται σε 22%, όταν στη Βουλγαρία και τη Βόρεια Μακεδονία είναι μόλις 10%, στη Σερβία και την Αλβανία 15%, ενώ στην Κροατία ισχύει 18% ή και χαμηλότερα για μικρότερες εταιρείες. Αυτή η διαφορά οδηγεί σε άνιση κατανομή επενδυτικών ροών, αφού πολυεθνικές ή ακόμα και ελληνικές επιχειρήσεις εξετάζουν τη μετεγκατάσταση δραστηριοτήτων σε χώρες με χαμηλότερη φορολογία, ώστε να μειώσουν το κόστος τους. Επιπλέον, οι υψηλότεροι φόροι στην Ελλάδα επιβαρύνουν τη ρευστότητα, περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα και δημιουργούν αντικίνητρο για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων. Παράλληλα, η έλλειψη σταθερού φορολογικού πλαισίου ενισχύει την αβεβαιότητα. Το αποτέλεσμα είναι ότι, ενώ η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά πλεονεκτήματα σε ανθρώπινο δυναμικό και γεωγραφική θέση, υστερεί σε φορολογική ελκυστικότητα, κάτι που αποτελεί κρίσιμο εμπόδιο για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την εξωστρέφεια των επιχειρήσεών της.
Κατάργηση τέλους επιτηδεύματος. Η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος αποτελεί πάγιο αίτημα της επιχειρηματικής κοινότητας, καθώς θεωρείται ένας άδικος και αντιαναπτυξιακός φόρος. Το τέλος, το οποίο επιβάλλεται ετησίως σε όλες τις επιχειρήσεις ανεξαρτήτως κερδοφορίας, λειτουργεί ως πρόσθετο βάρος, ιδιαίτερα για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Η κατάργησή του θα μείωνε το σταθερό κόστος λειτουργίας, θα ενίσχυε την ανταγωνιστικότητα και θα έστελνε ένα θετικό μήνυμα για στήριξη της επιχειρηματικότητας. Παράλληλα, θα βελτίωνε το επιχειρηματικό περιβάλλον, κάνοντάς το πιο ελκυστικό για επενδύσεις. Αν και το δημοσιονομικό κόστος είναι υπαρκτό, μπορεί να αντισταθμιστεί από την αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης που θα φέρει η ανάπτυξη νέων βιώσιμων επιχειρήσεων.
Αύξηση ακατάσχετου επαγγελματικού λογαριασμού. Ο ακατάσχετος επαγγελματικός λογαριασμός αποτελεί βασικό εργαλείο στήριξης των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς διασφαλίζει ότι μέρος των εσόδων τους παραμένει διαθέσιμο για την κάλυψη βασικών λειτουργικών αναγκών, ακόμα και σε περίπτωση ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο ή τα ασφαλιστικά ταμεία. Η θέσπισή του αποσκοπεί στη διατήρηση της ρευστότητας και την αποφυγή ασφυξίας που προκαλούν οι κατασχέσεις τραπεζικών υπολοίπων. Το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, βάσει του οποίου εφαρμόζεται σήμερα το έμμεσα προσδιοριζόμενο γενικό ακατάσχετο όριο των 1.250 ευρώ ανά τραπεζικό λογαριασμό και πιστωτικό ίδρυμα και με ισχύ μόνο για φυσικά πρόσωπα, κρίνεται ως ανεπαρκές και φαντάζει ως ελάχιστη προστασία, αγνοώντας τα τεράστια οικονομικά βάρη και τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η λειτουργία μιας επιχείρησης σήμερα, και ως εκ τούτου πρέπει να αναπροσαρμοστεί ανοδικά.
Μείωση μη μισθολογικού κόστους. Τα προηγούμενα χρόνια έγιναν βήματα με τη σταδιακή μείωση εισφορών, ωστόσο η Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί υψηλότερο κόστος σε σύγκριση με πολλές χώρες της Ε.Ε. Εξετάζεται να πραγματοποιηθεί εντός του 2026 η –περαιτέρω– μείωση κατά μισή ποσοστιαία μονάδα των ασφαλιστικών εισφορών, για την οποία η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να γίνει το 2027. Μάλιστα, ανοιχτό είναι το ενδεχόμενο η μείωση να είναι υψηλότερη. Με δεδομένη την προγραμματισμένη μείωση της μισής ποσοστιαίας μονάδας, οι ασφαλιστικές εισφορές θα έχουν υποχωρήσει κατά 5,9% από το 2019 και εντεύθεν και θα βρεθούν στο 35,66%, πλησιάζοντας τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η νέα μείωση θα ενισχύσει τη ρευστότητα, θα διευκολύνει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και θα μειώσει τα κίνητρα αδήλωτης απασχόλησης. Παράλληλα, θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών διεθνώς. Το δημοσιονομικό κενό μπορεί να καλυφθεί μέσω αύξησης της απασχόλησης και διεύρυνσης της εισπρακτικής βάσης, διαμορφώνοντας ένα πιο βιώσιμο και δίκαιο εργασιακό περιβάλλον.
Μείωση της προκαταβολής φόρου. Η μείωση της προκαταβολής φόρου θα είχε ουσιαστική θετική επίδραση για τις επιχειρήσεις, κυρίως στη ρευστότητα και τη βιωσιμότητά τους. Σήμερα οι επιχειρήσεις προκαταβάλλουν έως και το 80% του φόρου του επόμενου έτους, ακόμα κι αν τα μελλοντικά τους κέρδη δεν είναι εξασφαλισμένα. Η μείωση θα τους επέτρεπε να κρατούν περισσότερα κεφάλαια για λειτουργικές ανάγκες. Με δεδομένο ότι οι ΜμΕ πλήττονται δυσανάλογα, καθώς συχνά δεν έχουν πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση, μικρότερη προκαταβολή σημαίνει περισσότερος χώρος για να καλύψουν λειτουργικά έξοδα και να αποφύγουν λουκέτα. Συνολικά, η μείωση θα λειτουργούσε ως ένεση ρευστότητας στην αγορά, με πιθανό δημοσιονομικό κόστος βραχυπρόθεσμα, αλλά θετικές επιδράσεις στην ανάπτυξη και στα δημόσια έσοδα μεσοπρόθεσμα.