Κυριακή, 17-Δεκ-2023 12:00
Τα 4 "καμπανάκια" του ΟΟΣΑ για το ασφαλιστικό σύστημα

Του Κώστα Κατίκου
Τέσσερα "καμπανάκια" χτυπά για το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας η νέα έκθεση του ΟΟΣΑ.
Μπορεί το ελληνικό σύστημα συντάξεων να κατατάσσεται στα πιο γενναιόδωρα των κρατών-μελών του οργανισμού, καθώς τα ποσοστά αναπλήρωσης αγγίζουν και το 100% για τους χαμηλόμισθους, αλλά την ίδια στιγμή προβάλλουν σύννεφα στον ορίζοντα, καθώς μέσα από την έκθεση αποκαλύπτεται ότι το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα:
1. Απειλείται από τη δημογραφική γήρανση, με τον δείκτη εξάρτησης των ηλικιωμένων προς εργαζομένους, από το 39% σήμερα, να εκτοξεύεται στο 70,7% έως το 2052.
2. Διατηρεί υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, που, παρά τη μείωσή τους κατά 4,5 μονάδες, βρίσκονται στο 26% και είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (18,2%).
3. Διατρέχει τον κίνδυνο σημαντικής μείωσης του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας κατά 30% στα επόμενα χρόνια, λόγω δημογραφικού και μειωμένων γεννήσεων.
4. Θα έχει θύματα τους σημερινούς 22άρηδες, που θα πληρώσουν τα "σπασμένα" με αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά 4 χρόνια, από τα 62 στα 66 έτη, δηλαδή θα πάρουν σύνταξη με σχεδόν 45 έτη ασφάλισης.
Στο δημογραφικό, που θεωρείται και ο πιο ανησυχητικός δείκτης, αυτή τη στιγμή ο μέσος όρος ατόμων άνω των 65 ετών προς 100 εργαζόμενους είναι 31%, δηλαδή σε όλα τα κράτη του ΟΟΣΑ υπάρχουν κατά μέσο όρο 31 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω για κάθε 100 άτομα εργάσιμης ηλικίας (ηλικίας 20 έως 64 ετών). Η γήρανση του πληθυσμού επιταχύνεται και ο δείκτης προβλέπεται να φτάσει το 54% στα επόμενα 30 χρόνια. Στην Ελλάδα, από 39% που είναι σήμερα, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων από εργαζομένους θα φτάσει στο 70,7% έως το 2052.
Αυτό σημαίνει ότι σε 100 άτομα εργάσιμης ηλικίας θα αντιστοιχούν 71 άτομα άνω των 65 ετών. Στην Ιταλία θα είναι στο 78,1%, στην Ιαπωνία 80%, στην Ισπανία 77,2%. Η γήρανση του πληθυσμού, δηλαδή, εξελίσσεται σε παγκόσμιο πρόβλημα, με το αντίδοτο να αναζητείται στην αύξηση των γεννήσεων, που μέχρι στιγμής δεν είναι ενθαρρυντικές, καθώς στην Ελλάδα δεν φαίνεται να υπερβαίνουν ανά γυναίκα τις 1,5 γεννήσεις, από 2,30 που ήταν το 1962 και 2,10 το 1982.
Η επιδείνωση του δημογραφικού θα προκαλέσει και μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας. Ο προβλεπόμενος πληθυσμός σε ηλικία εργασίας (20-64 ετών) θα μειωθεί κατά 11% στον ΟΟΣΑ κατά μέσο όρο έως το 2062, δηλαδή κατά 0,28% ανά έτος. Θα μειωθεί κατά περισσότερο από 35% στην Κορέα, τη Λετονία, τη Λιθουανία και Πολωνία, αλλά και κατά περισσότερο από 30% στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ιαπωνία, τη Σλοβακική Δημοκρατία και την Ισπανία.
Η μείωση του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας θα οδηγήσει υποχρεωτικά πολλούς ασφαλισμένους σε οικειοθελή παράταση του εργασιακού τους βίου και σε έμμεση επιμήκυνση της ηλικίας συνταξιοδότησης, ενώ παράλληλα θα δημιουργηθεί η ανάγκη εξεύρεσης συμπληρωματικών παροχών μέσα από τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα που προβλέπει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο ή και την αύξηση των ιδιωτικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Τα συμπληρωματικά συστήματα έχουν στόχο όχι να υποκαταστήσουν τις κύριες συνταξιοδοτικές παροχές του κράτους, αλλά να δώσουν ένα 20% συμπλήρωμα σύνταξης, καθώς για τις δαπάνες του Προϋπολογισμού στις συντάξεις υπάρχει ψηφισμένη ρήτρα από το 2010 που δεν επιτρέπει να αυξάνονται σε ετήσια βάση πάνω από 2,5% του ΑΕΠ έως το μακρινό 2060.
Η δημογραφική γήρανση είναι πιθανόν να έχει και αντίκτυπο στις εισφορές και, αντί να μειώνονται, να μείνουν στα ίδια επίπεδα για πολλά ακόμα χρόνια, ώστε να υπάρχουν έσοδα για να στηρίξουν τη συνταξιοδοτική δαπάνη.
Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα είναι από τις ακριβότερες χώρες του ΟΟΣΑ ως προς τις εισφορές, με 26%, έναντι 18,2% που είναι ο μέσος όρο των εισφορών στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ.
Στον σχετικό πίνακα φαίνεται ότι η Ελλάδα έχει υψηλότερες εισφορές ακόμα και από κράτη που, εκτός από τις υποχρεωτικές εισφορές που εισπράττει το κράτος, πληρώνουν και συμπληρωματικές εισφορές ιδιωτικής ασφάλισης. Στη Σουηδία, όπου ισχύει μικτό σύστημα με εισφορές σε κράτος και ιδιωτικά συστήματα, το συνολικό ποσοστό που πληρώνουν εργαζόμενοι και εργοδότες είναι 22,3%, ενώ στην Ελβετία στο 21,2%.
Ως προς τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, προβλέπεται αύξησή τους σε όλες τις χώρες και αυτό γιατί οι περισσότερες έχουν συνδέσει την εξέλιξη των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής μετά το 65ο έτος.
Παράλληλα, σε αρκετές χώρες έχουν ληφθεί μέτρα για τον περιορισμό της πρόωρης συνταξιοδότησης και την παροχή κινήτρων για παράταση της εργασίας. Οι ηλικίες συνταξιοδότησης αναμένεται να αυξηθούν σε 23 από τις 38 χώρες του ΟΟΣΑ, φτάνοντας κατά μέσο όρο τα 66,3 έτη για τους άνδρες και τα 65,8 έτη για τις γυναίκες που ξεκινούν σήμερα την καριέρα τους. Για την Ελλάδα η έκθεση αναφέρει ότι έχει ψηφιστεί η σύνδεση της ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής, μεταφέροντας την πλήρη αύξηση του προσδόκιμου ζωής σε αύξηση της νόμιμης και της ελάχιστης ηλικίας συνταξιοδότησης. Στο μέλλον η κανονική ηλικία συνταξιοδότησης προβλέπεται να είναι μόνο λίγο κάτω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, καθώς η έξοδος στη σύνταξη προϋποθέτει 40 χρόνια δουλειάς. Για τους άνδρες που εισέρχονται στην αγορά εργασίας στην ηλικία των 22 ετών, η ηλικία συνταξιοδότησής τους προβλέπεται να αυξηθεί από 62 σε 66 έτη.
Ειδική αναφορά γίνεται στην έκθεση του ΟΟΣΑ και για τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, δείχνοντας με έμμεσο τρόπο ότι πιθανώς να χρειαστούν αλλαγές στο μέλλον, που επί της ουσίας θα περιορίζουν την προστασία που παρέχει σήμερα η νομοθεσία στους εργαζόμενους με "βαρέα", επιτρέποντας την έξοδο στη σύνταξη κατά 5 χρόνια νωρίτερα από τους υπόλοιπους ασφαλισμένους. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα αναφέρεται ότι "η κατάσταση της υγείας των εργαζομένων σε βαρέα επαγγέλματα δεν είναι χειρότερη από άλλα κανονικά επαγγέλματα".
Μια εξαιρετικά χρήσιμη αναφορά γίνεται και στα όρια ηλικίας των ασφαλισμένων που ξεκίνησαν να εργάζονται από τα 20 και από τα 18, καθώς επισημαίνεται ότι σε πολλά κράτη έχουν δικαίωμα να αποχωρήσουν με 40 χρόνια ασφάλισης από τα 57, 58, 60. Στην Ελλάδα, όμως, δεν τους επιτρέπεται να αποχωρήσουν αν δεν πιάσουν και το 62ο έτος, που πολλές φορές οδηγεί και σε αύξηση του εργάσιμου βίου έως τα 42 ή και 44 έτη ασφάλισης. Για παράδειγμα, ασφαλισμένος με ένσημα από 20 ετών θα έχει 40 χρόνια ασφάλισης στην ηλικία των 60, πλην όμως δεν επιτρέπεται να συνταξιοδοτηθεί αν δεν πιάσει και το 62ο έτος της ηλικίας του. Όταν θα είναι όμως 62, θα έχει 42 χρόνια ασφάλισης. Σε άλλες χώρες θα μπορούσε να φύγει στα 60, ενώ στην Ελλάδα θα πρέπει να κλείσει και το 62ο έτος. Η Γαλλία, για παράδειγμα, επιτρέπει άτομα που άρχισαν να εργάζονται στα 16, 18, 20 και 21 να συνταξιοδοτηθούν στην ηλικία των 58, 60, 62 και 63 ετών, αντίστοιχα, υπό την προϋπόθεση της πλήρους σταδιοδρομίας, η οποία αυξάνεται από 42 σε 43 έτη. Η Ιταλία επιτρέπει σε άτομα που εργάστηκαν τουλάχιστον 12 μήνες πριν από την ηλικία των 19 ετών να συνταξιοδοτηθούν έπειτα από 41 χρόνια εργασίας.
Στο Λουξεμβούργο, η πρόωρη σύνταξη γήρατος είναι καταρχήν διαθέσιμη από την ηλικία των 60 ετών για άτομα με σταδιοδρομία τουλάχιστον 40 έτη εργασίας.
Στην έκθεση επισημαίνονται ακόμα τα εξής:
1. Τα ποσοστά αναπλήρωσης συντάξεων στην Ελλάδα είναι 80%, έναντι 50,7% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Όταν η σύγκριση γίνεται με τα καθαρά ποσοστά αναπλήρωσης, δηλαδή μετά τους φόρους ή άλλες κρατήσεις (ασθένειας), τότε παρατηρείται οι ασφαλισμένοι που συνταξιοδοτήθηκαν με χαμηλούς μισθούς να έχουν αναπλήρωση σχεδόν στο 100% και οι υψηλόμισθοι λίγο πάνω από το 75%. Ο λόγος που τα ποσοστά αναπλήρωσης συντάξεων πλησιάζουν στο 100% για τους χαμηλότερα αμειβόμενους ασφαλισμένους, όπως παρατηρεί ο ΟΟΣΑ, έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι χαμηλοί συντελεστές αναπλήρωσης που θεσπίστηκαν με τον νόμο 4387/2016 (νόμος Κατρούγκαλου) έως τα 30 έτη ενισχύονται από το ποσό της εθνικής σύνταξης και ευνοούν εργαζόμενους με χαμηλό μισθό, οι οποίοι φτάνουν να παίρνουν σχεδόν τα ίδια χρήματα ως συνταξιούχοι. Με τις βελτιώσεις που έγιναν στα ποσοστά αναπλήρωσης μετά τα 30 έτη με τον νόμο 4670/2020 (νόμος Βρούτση), οι χαμηλόμισθοι διατηρούν υψηλή αναπλήρωση έως και τα 40 έτη. Η πριμοδότηση προέρχεται κυρίως από την εθνική σύνταξη.
Για παράδειγμα, ασφαλισμένος που βγήκε στη σύνταξη με μισθό 700 ευρώ και 27 έτη ασφάλισης παίρνει σήμερα 572 ευρώ σύνταξη, δηλαδή το ποσοστό αναπλήρωσης μισθού από σύνταξη είναι 82%. Αν πιάσει τα 29 έτη ασφάλισης, θα πάρει 590 ευρώ, δηλαδή αναπλήρωση 84%. Αν έχει 35 έτη, η σύνταξη με τον μισθό των 700 ευρώ θα βγει στα 675 ευρώ, δηλαδή το ποσοστό αναπλήρωσης ανεβαίνει στο 96%. Εργαζόμενος με συντάξιμο μισθό 800 ευρώ και 40 έτη ασφάλισης θα πάρει 400 ευρώ ανταποδοτική και άλλα 413,76 ευρώ από την εθνική σύνταξη, δηλαδή σύνταξη 813,76 ευρώ με μισθό 800 ευρώ, που σημαίνει ποσοστό αναπλήρωσης 101,7%!
2. Στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, και παρά τις μεταρρυθμίσεις που προηγήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, η Ελλάδα είναι κάτω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ και απέχει από τα 67. Η μέση ηλικία αποχώρησης διαμορφώνεται για τις γυναίκες κάτω από το 60ό έτος (στα 59,7 έτη) και για τους άνδρες στα 63,2 έτη, όταν ο μέσος όρος για τον ΟΟΣΑ είναι 63,1 έτη για τις γυναίκες και 64,4 έτη για τους άνδρες. Η Δανία έχει εκτιμώμενη ηλικία συνταξιοδότησης τα 74 έτη, ενώ στην Κολομβία η ηλικία συνταξιοδότησης για όσους ξεκίνησαν να εργάζονται το 2022 θα είναι 57 έτη για τις γυναίκες και 62 έτη για τους άνδρες.
3. Ως προς τις συνταξιοδοτικές δαπάνες, η Ελλάδα ξοδεύει το 15,7% του ΑΕΠ σε συντάξεις, έναντι 8,9% του ΑΕΠ που είναι ο μέσος όρος των συνταξιοδοτικών δαπανών του ΟΟΣΑ και 8,5% στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι συνταξιοδοτικές δαπάνες είναι υψηλές στην Ελλάδα και η εκτίμηση του ΟΟΣΑ δείχνει να μειώνονται στα επόμενα χρόνια πάνω από 3 ποσοστιαίες μονάδες και, από το 15,7% σήμερα, να φτάσουν στο 12% έως το 2050.
4. Ως προς το προσδόκιμο ζωής μετά τη συνταξιοδότηση, η Ελλάδα είναι πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, καθώς οι άνδρες ζουν κατά μέσο όρο 19,1 έτη μετά την ηλικία συνταξιοδότησης και οι γυναίκες πιάνουν τα 25,5 έτη, όταν ο μέσος όρος για το προσδόκιμο ζωής στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι, αντίστοιχα, τα 18,4 και 22,8 έτη.