«Η κρίση στην ελληνική οικονομία πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πρόκληση αλλά και ως ευκαιρία για το συνολικό αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής και την προώθηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου» όπως προκύπτει από την Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική 2009 την οποία παρέδωσε στον πρόεδρο της Βουλής κ. Φίλιππο Πετσάλνικο ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γεώργιος Προβόπουλος.
Σύμφωνα με τον κεντρικό τραπεζίτη οι χώρες εκείνες όπως η Ελλάδα, που χαρακτηρίζονται από "δίδυμα" ελλείμματα και χρέη, αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο να είναι πολύ δυσχερέστερη και πιο αργή η έξοδος από την κρίση και να υπάρξει έτσι μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης. Στο πλαίσιο αυτό ο κ. Προβόπουλος εκτιμά ότι ο βασικός άξονας του προγράμματος πρέπει επομένως να είναι: "φρένο στα ελλείμματα – επιτάχυνση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις".
Αναλυτικά το κεντρικό μήνυμα του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος με βάση την Ενδιάμεση Έκθεση συνοψίζεται ως εξής:
«Η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση έχει αναδείξει τις προϋπάρχουσες μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες και διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, κορυφαία εκδήλωση των οποίων είναι τα μεγάλα "δίδυμα" ελλείμματα (το δημοσιονομικό και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) και χρέη (το δημόσιο και το εξωτερικό).
Οι χώρες εκείνες όπως η Ελλάδα, που χαρακτηρίζονται από "δίδυμα" ελλείμματα και χρέη, αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο να είναι πολύ δυσχερέστερη και πιο αργή η έξοδος από την κρίση και να υπάρξει έτσι μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλών ρυθμών ανάπτυξης. Για το λόγο αυτό, επείγει η άμεση εφαρμογή ενός μεσοπρόθεσμου σχεδίου που θα περιλαμβάνει τολμηρές αλλά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Πρώτη προτεραιότητα του σχεδίου πρέπει να είναι η δημοσιονομική εξυγίανση σε συνδυασμό (α) με ανακατανομή των δημόσιων δαπανών υπέρ εκείνων που έχουν το μεγαλύτερο αναπτυξιακό αποτέλεσμα και συμβάλλουν στη στήριξη των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων και (β) με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ιδίως όσες έχουν μηδενικό ή χαμηλό δημοσιονομικό κόστος, οι οποίες μπορούν άμεσα να τονώσουν τις αναπτυξιακές προοπτικές.
Ο βασικός άξονας του προγράμματος πρέπει επομένως να είναι: "φρένο στα ελλείμματα – επιτάχυνση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις". Με τις επιλογές αυτές μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το δίλημμα της οικονομικής πολιτικής σήμερα: δηλαδή πώς να επιτευχθεί η δημοσιονομική εξυγίανση με τρόπο που δεν θα παραβλάπτει, αλλά αντίθετα θα τονώνει την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας – τόσο άμεσα, για την ταχύτερη δυνατή έξοδο από την κρίση, όσο και μεσομακροπρόθεσμα, για την ανάκτηση της απωλεσθείσας διεθνούς ανταγωνιστικότητας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Χρειάζεται επίσης να αναπροσανατολιστούμε προς μια πολυδιάστατη έννοια της ανάπτυξης, που θα ενσωματώνει την προστασία του περιβάλλοντος και τη βελτίωση της κατανομής του εισοδήματος, σύμφωνα και με τους πιο πρόσφατους διεθνείς προβληματισμούς. Η Τράπεζα της Ελλάδος θα παρακολουθεί συστηματικά τα ζητήματα του περιβάλλοντος και της διανομής του εισοδήματος, ενώ έχει ήδη αρχίσει να αναλαμβάνει και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες προς την κατεύθυνση αυτή.
Η κρίση στην ελληνική οικονομία πρέπει να αντιμετωπιστεί ως πρόκληση αλλά και ως ευκαιρία για το συνολικό αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής και την προώθηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου. Σήμερα, αρχίζουν να συνειδητοποιούνται από την κοινωνία τα μεγάλα και χρόνια προβλήματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επώδυνες εξελίξεις στο μέλλον, αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως. Αρχίζει επίσης να γίνεται αντιληπτό ότι, για να βγει η χώρα από το σημερινό αδιέξοδο και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας, δεν υπάρχουν περιθώρια ούτε για καθυστερήσεις ούτε για ημίμετρα. Η διεθνής κρίση και η κρισιμότητα των οικονομικών συνθηκών μπορούν να δράσουν ως καταλύτης προκειμένου να ανοίξει ο διάλογος με τους κοινωνικούς εταίρους για τις μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του δημόσιου τομέα (δημόσια διοίκηση, δημοσιονομική διαχείριση, κοινωνική ασφάλιση, εκπαιδευτικό σύστημα) και στις αγορές προϊόντων και εργασίας, που είναι απαραίτητες για να επιτευχθούν οι προαναφερθέντες στόχοι. Η διεξαγωγή ουσιαστικού διαλόγου θα αποτελέσει ένα βήμα για να ξεπεραστεί η έλλειψη παράδοσης εποικοδομητικού διαλόγου στη χώρα, να ενδυναμωθεί η "κοινωνία των πολιτών" και να ενισχυθεί ο – μέχρι σήμερα ανεπαρκής -- σεβασμός προς τους θεσμούς.
Αντικείμενο του διαλόγου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και του κράτους πρέπει να είναι ο δίκαιος τρόπος με τον οποίο θα κατανεμηθούν τα μεσοπρόθεσμα βάρη και οφέλη. Έτσι μπορεί να οικοδομηθεί η κοινωνική συναίνεση και να υπάρξει ουσιαστική πολιτική στήριξη για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Ασφαλώς, οι αναγκαίες προσαρμογές της οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα που θα αμβλύνουν τις δυσμενείς επιπτώσεις στους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες. Συγχρόνως όμως θα πρέπει να καμφθούν οι αντιδράσεις ομάδων συμφερόντων οι οποίες εκμεταλλεύονται την πολυνομία, τη γραφειοκρατία και την αδιαφάνεια προκειμένου να παρεμποδίσουν την πρόοδο».
Βασικές επισημάνσεις της έκθεσης
Εξέλιξη δημοσιονομικών μεγεθών
Η Τράπεζα της Ελλάδος κάνει λόγο για «δραματική» επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών και για κίνδυνο να «τελματωθούν οι οικονομικές προοπτικές της χώρας» αν δεν προχωρήσει η δημοσιονομική εξυγίανση.
Συγκεκριμένα, η ΤτΕ εκτιμά ότι «απαιτείται μείωση του διαρθρωτικού δημοσιονομικού ελλείμματος σωρευτικά κατά 5% του ΑΕΠ τη διετία 2010-2011 και στη συνέχεια κατά 1,5-2% του ΑΕΠ ετησίως επί σειρά ετών».
Η Κεντρική Τράπεζα αναμένει «πολύ υψηλότερο» το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης του 2009 σε σχέση με το προηγούμενο έτος σημειώνοντας ότι «το χρέος της γενικής κυβέρνησης θα εμφανίσει και αυτό μεγάλη αύξηση».
«Η δημοσιονομική προσαρμογή επίσης επιβάλλεται από τις δημογραφικές εξελίξεις και προοπτικές, οι οποίες είναι ιδιαίτερα δυσμενείς για την Ελλάδα και θα εντείνουν σοβαρά τις δημοσιονομικές πιέσεις μετά το 2015», αναφέρει η ΤτΕ. Χαρακτηρίζει την «εκτεταμένη φοροδιαφυγή» ως «μέρος του δημοσιονομικού προβλήματος» που «διαβρώνει τον κοινωνικό ιστό της χώρας και εντείνει τις κοινωνικές αντιθέσεις» και σημειώνει ότι «η δημοσιονομική προσαρμογή θα ήταν επομένως σκόπιμο να προέλθει περίπου κατά τα δύο τρίτα από την πλευρά των δαπανών και κατά το ένα τρίτο από την πλευρά των εσόδων (δηλαδή από την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης).
Μάλιστα, όπως αναφέρει η έκθεση, «το απαιτούμενο πολυετές σχέδιο δημοσιονομικής εξυγίανσης πρέπει να δημοσιοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν, ώστε οι αγορές να γνωρίζουν εξαρχής τι προτίθενται να κάνουν (και πώς) οι ελληνικές αρχές. Έχει ουσιώδη σημασία να μεταδοθεί στις αγορές το μήνυμα ότι η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στο μεσοπρόθεσμο στόχο της ισχυρής δημοσιονομικής θέσης. Αυτό θα ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας στις διεθνείς αγορές και θα δημιουργήσει θετικές προσδοκίες».
«Στο επίκεντρο κάθε προσπάθειας περιορισμού της φοροδιαφυγής πρέπει να βρίσκεται η ανασυγκρότηση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού. Στο βαθμό που αυτά θα επιτευχθούν, θα καταστεί δυνατή η μείωση των φορολογικών συντελεστών, ώστε να αντιμετωπιστεί και ο έντονος φορολογικός ανταγωνισμός από άλλες χώρες», τονίζεται με έμφαση από την ΤτΕ.
Επιπλέον, σημειώνεται πως η αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος πρέπει επίσης να προχωρήσει με τολμηρά βήματα, δεδομένου ότι μακροπρόθεσμα, οι δημοσιονομικές επιπτώσεις από τη γήρανση του πληθυσμού αποτελούν ένα οξύτατο διαρθρωτικό πρόβλημα. Η έγκαιρη και ουσιαστική αντιμετώπισή του αποτελεί προϋπόθεση για την επίτευξη διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής. Σε σχέση με άλλες χώρες της Ένωσης, στην Ελλάδα έχει μάλλον καθυστερήσει μια ολοκληρωμένη και μακρόπνοη ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Καθώς η Ελλάδα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο χρέος και τις υψηλότερες αναμενόμενες αυξήσεις των δαπανών για συντάξεις, θα πρέπει να έχει και τον πλέον φιλόδοξο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο από όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Οι διαρθρωτικές αδυναμίες και οι απαιτούμενες κεντρικές κατευθύνσεις των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων
Όπως τονίζει η ΤτΕ επείγει η εφαρμογή σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για να ενισχυθούν οι παραγωγικές δυνατότητες της οικονομίας και η απασχόληση. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν κεντρική επιδίωξη τη σταθερή βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης, καθώς και τη δημιουργία των προϋποθέσεων για τη μόνιμη και οριστική εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών. Ειδικότερα, πρέπει να παγιωθούν συνθήκες που θα ευνοούν τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, την ενδυνάμωση των εξαγωγών, την εισροή ξένων άμεσων επενδύσεων και τη δημιουργία θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Επιπλέον, οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να στηρίζουν αποτελεσματικά μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη ανάπτυξη που σέβεται και προστατεύει το περιβάλλον και ενισχύει την κοινωνική συνοχή.
Οι κυριότερες κατευθύνσεις διαρθρωτικής πολιτικής συνοψίζονται στα εξής:
- Εξυγίανση του δημόσιου τομέα και βελτίωση της αποτελεσματικότητάς του
- Ενίσχυση της παραγωγικής βάσης μέσω των επενδύσεων
- Αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και διαρκής ποιοτική αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού
- Ενδυνάμωση του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές
- Αλλαγή του σημερινού προτύπου παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας.
Η ελληνική οικονομία
Υπό την επήρεια του αντίξοου διεθνούς περιβάλλοντος, οι πραγματικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας χειροτέρευσαν, τονίζει η ΤτΕ.
Για ολόκληρο το 2009, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η μείωση του ΑΕΠ μπορεί να προσεγγίσει ή και να ξεπεράσει το 1%. Η συνολική απασχόληση θα μειωθεί κατά 1-1,5%, ενώ το ποσοστό ανεργίας θα αυξηθεί και θα υπερβεί το 9%. Ο πληθωρισμός (βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) θα υποχωρήσει στο 1,1-1,3%, κυρίως λόγω της μείωσης των τιμών του αργού πετρελαίου και των τροφίμων αλλά και της κάμψης της ζήτησης, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού θα εμφανίσει πιο περιορισμένη υποχώρηση (στο 2,1%), παραμένοντας σε υψηλότερο επίπεδο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ, με αποτέλεσμα να συνεχίζεται η διάβρωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας ως προς τις τιμές.
Κυρίως λόγω της μεγάλης πτώσης των εισαγωγών, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να περιοριστεί περίπου στο 11% του ΑΕΠ, εξακολουθώντας όμως να κινείται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Η μείωση του ελλείμματος εφέτος είναι συγκυριακή, ενώ παραμένουν ισχυροί οι παράγοντες που προκαλούν τη διαμόρφωσή του σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια και αντανακλούν την υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης έναντι της εγχώριας επενδυτικής δαπάνης, τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών στις διεθνείς αγορές και το χαμηλό επίπεδο της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας.
Χρηματοπιστωτικές εξελίξεις
Όπως τονίζει η ΤτΕ η επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά συνεχίζεται, ενώ τα τραπεζικά επιτόκια καταθέσεων και δανείων έχουν μειωθεί σημαντικά. Ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης ενδεχομένως θα πλησιάσει το 4% στο τέλος του έτους.
Το τραπεζικό σύστημα
Για το τραπεζικό σύστημα σημειώνεται ότι η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος διαφυλάχθηκε, αλλά οι επισφάλειες συνεχίζουν να αυξάνονται και γι’ αυτό απαιτείται διαρκής επαγρύπνηση.
Επισημαίνεται ταυτόχρονα ότι το πρώτο εξάμηνο του 2009 το ελληνικό τραπεζικό σύστημα αντιμετώπισε σημαντικές προκλήσεις, οι οποίες ωστόσο δεν διατάραξαν τη σταθερότητά του. Μάλιστα η σταδιακή ομαλοποίηση των συνθηκών στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίων από το Μάρτιο του 2009 και η αξιοποίηση των μέτρων του Ν. 3723/2008 συνέβαλαν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού συστήματος. Η εκτιμώμενη ωστόσο μείωση της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα και στις χώρες της ΝΑ Ευρώπης όπου δραστηριοποιούνται ελληνικές τράπεζες απαιτεί διαρκή επαγρύπνηση, καθώς επηρεάζει την ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου και την κερδοφορία των τραπεζών. Ενόψει και των αλλαγών που δρομολογούνται διεθνώς στο εποπτικό πλαίσιο, η Τράπεζα της Ελλάδος θα ασκήσει ακόμη πιο παρεμβατικά την εποπτική της λειτουργία.
Μεταξύ άλλων σημειώνεται ότι μείωση εμφάνισε ο κίνδυνος ρευστότητας. Ο λόγος χορηγήσεων προς καταθέσεις των ελληνικών τραπεζών και των ομίλων τους βελτιώθηκε στη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του 2009 σε σύγκριση με το τέλος του προηγούμενου έτους (τράπεζες: 104,1% στο τέλος Ιουνίου του 2009 έναντι 108,4% στο τέλος Δεκεμβρίου του 2008, τραπεζικοί όμιλοι: 111,7% έναντι 115,1%) και παρέμεινε σε επίπεδο σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο όρο των τραπεζών της ΕΕ-27 (2008: 121,5%). Το επίπεδο των εποπτικών δεικτών ρευστότητας των τραπεζών διατηρήθηκε πάνω από τα ελάχιστα απαιτούμενα όρια και εμφάνισε οριακή περαιτέρω βελτίωση. Στη μείωση του κινδύνου ρευστότητας συνέβαλαν η αξιοποίηση των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας βάσει του Ν. 3723/2008, η αύξηση των καταθέσεων, η επιβράδυνση της πιστωτικής επέκτασης, η σταδιακή ομαλοποίηση των συνθηκών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων από το β’ τρίμηνο του 2009 και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς τις ελληνικές τράπεζες.
Σχετικά με την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών και των ομίλων τους σημειώνεται ότι υποχώρησε σημαντικά το α’ εξάμηνο του 2009 σε σύγκριση με το α’ εξάμηνο του 2008, κυρίως λόγω του υπερδιπλασιασμού των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο και δευτερευόντως λόγω της μείωσης των καθαρών εσόδων από τόκους και προμήθειες. Υποχώρηση εμφάνισαν και οι βασικοί δείκτες αποδοτικότητας.
«Αντίθετα, αξιόλογη βελτίωση παρατηρήθηκε στους Δείκτες Κεφαλαιακής Επάρκειας και Βασικών Κεφαλαίων, η οποία οφείλεται στη σημαντική αύξηση των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών λόγω της έκδοσης προνομιούχων μετοχών που διατέθηκαν στο Ελληνικό Δημόσιο βάσει του Ν. 3723/2008, αλλά και λόγω της επιτυχούς ολοκλήρωσης των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου ορισμένων τραπεζών» επισημαίνει η ΤτΕ.
Όσον αφορά την πορεία υλοποίησης του Ν. 3723/2008, από το συνολικά προβλεπόμενο ποσό των 28 δισεκ. ευρώ έχουν αξιοποιηθεί τα 11,3 δισεκ. ευρώ. Το ποσοστό αξιοποίησης στην Ελλάδα (40%) είναι ουσιαστικά ίδιο με εκείνο στη ζώνη του ευρώ (43%) και στην ΕΕ-27 (40%). Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι το ποσό των 28 δισεκ. ευρώ αντιστοιχούσε στο 11,7% του ΑΕΠ του 2008, δηλαδή σε ποσοστό χαμηλότερο του αντίστοιχου μέσου όρου για τη ζώνη του ευρώ (26,5%) και την ΕΕ-27 (23%) το ίδιο έτος.
* Δείτε την πλήρη ανακοίνωση της ΤτΕ στη δεξιά στήλη "Σχετικά Αρχεία"