Τετάρτη, 03-Δεκ-2025 07:30
"Απόβαση" επενδυτών από το Ηνωμένο Βασίλειο στην ελληνική αγορά κατοικίας αναμένεται το 2026
Του Νίκου Ρουσάνογλου
Μαζικό χαρακτήρα αναμένεται να λάβει η "έξοδος" όσων επένδυσαν στο Ην. Βασίλειο και ειδικά στην αγορά κατοικίας του Λονδίνου τις τελευταίες δεκαετίες, εφόσον τελικά η κυβέρνηση της χώρας, προχωρήσει στις αλλαγές που εξετάζει για την αύξηση της φορολόγησης των ακινήτων μεγάλης αξίας. Η εξέλιξη αυτή έχει αρχίσει να γίνεται εμφανής από την ζήτηση που καταγράφεται για προγράμματα επενδυτικής μετανάστευσης στην υπόλοιπη Ευρώπη, με την Ελλάδα να αποτελεί έναν από τους δημοφιλέστερους προορισμούς.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Astons, ενός διεθνούς ομίλου συμβούλων ακινήτων, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται "έκρηξη" των αναζητήσεων Βρετανών και άλλων επενδυτών που βρίσκονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, για προγράμματα χορήγησης άδειας διαμονής, ή ακόμα και υπηκοότητας. Συγκεκριμένα, η αύξηση για προγράμματα αδειών διαμονής (όπως το ελληνικό πρόγραμμα Χρυσής Βίζα), έχει εκτοξευτεί κατά 238,3% το τελευταίο 12μηνο, ενώ αύξηση κατά 206,4% έχει σημειωθεί και σε προγράμματα που συνδυάζουν επένδυση κι απόκτηση υπηκοότητας, που όμως δεν απαντώνται πλέον στην Ε.Ε.
Ειδικά, σε ό,τι αφορά το ελληνικό πρόγραμμα Χρυσής Βίζα, το τελευταίο τρίμηνο, οι αναζητήσεις στο Διαδίκτυο έχουν εκτοξευτεί κατά 304,7% και συνολικά 257,1% τον τελευταίο χρόνο. Στην δε Ιταλία, η αύξηση αγγίζει το 181% τους τελευταίους τρεις μήνες και 389% κατά το προηγούμενο 12μηνο. Σημειωτέον ότι η Ιταλία δεν προσφέρει την δυνατότητα λήψης άδειας διαμονής μέσω αγοράς ακινήτου, αλλά με άλλου τύπου επενδύσεις, όπως 500.000 ευρώ σε μετοχές ιταλικών εταιρειών (ή 250.000 ευρώ αν πρόκειται για νεοφυείς εταιρείες).
Όπως δηλώνει η κα. Σουζάνα Ουζάκοβα, επικεφαλής σύμβουλος για πρόγραμμα διαμονής και υπηκοότητας στην Astons, "η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα πιο προσβάσιμα προγράμματα επενδυτικής μετανάστευσης στην Ευρώπη, καθώς το ελάχιστο κόστος ξεκινά από μόλις 250.000 ευρώ, εφόσον αγοράσει κατοικία που έχει προέλθει από αλλαγή χρήσης, π.χ. κάποιο επαγγελματικό ακίνητο). Για πολλούς από τους πιο εύπορους ανθρώπους διεθνώς, η Ελλάδα προσφέρει έναν ιδανικό συνδυασμό ελεύθερης πρόσβασης στην Ε.Ε., σημαντικών επενδυτικών προοπτικών της εγχώριας αγοράς ακινήτων και έναν πιο χαλαρό τρόπο ζωής.
Επίσης, το πρόγραμμα non-dom της Ελλάδα προσφέρει σημαντικά φορολογικά πλεονεκτήματα, καθώς οι ενδιαφερόμενοι πληρώνουν έναν σταθερό ετήσιο φόρο 100.000 ευρώ, ανεξάρτητα από το ύψος των εισοδημάτων τους".
Πάντως, ήδη οι επενδυτές από το Ηνωμένο Βασίλειο, καταγράφουν σημαντική αύξηση. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπ. Μετανάστευσης και Ασύλου, κατά την διάρκεια του τελευταίου 12μήνου (Σεπτέμβριος 2024 – Σεπτέμβριος 2025), παρατηρείται αύξηση των εγκρίσεων αδειών διαμονής κατά 48,8% σε 737 άδειες, αποτελώντας πλέον το 4% του συνόλου των 18.364 αδειών μόνιμου επενδυτή.
Με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τον προϋπολογισμό που δημοσίευσε εντός της εβδομάδας η βρετανική κυβέρνηση, επιβεβαιώνεται η επιβολή ενός νέου φόρου ακινήτων για τις περιουσίες που ξεπερνούν τα 2 εκατ. στερλίνες, αναφερόμενος και ως "mansion tax”, ή φόρος "έπαυλης". Ο φόρος αυτός αναμένεται να ξεκινήσει να επιβάλλεται από τον Απρίλιο του 2028, εκκινώντας από τα 2.500 στερλίνες ετησίως και φτάνοντας έως τις 7.500 στερλίνες ετησίως, επιπλέον του φόρου που ήδη καταβάλλουν τα ακίνητα αυτά. Άλλη μια διαφορά είναι ότι τα έσοδα θα πηγαίνουν απευθείας στο ταμείο της κεντρικής κυβέρνησης και όχι στην δημοτική αρχή, όπως συμβαίνει σήμερα με τον φόρο κατοχής ακινήτων. Υπολογίζεται ότι το μέτρο αυτό θα αποφέρει 400 εκατ. στερλίνες πρόσθετων εσόδων μέχρι το 2031. Σημειωτέον ότι για την επιβολή του θα γίνουν επανεκτιμήσεις της τρέχουσας αξίας των ακινήτων το 2026, δηλαδή δεν θα χρησιμοποιηθούν οι αξίες που ίσχυαν κατά την αγορά των ακινήτων.
Ο νέος αυτός φόρος έχει ήδη προκαλέσει σημαντική πτώση στις τιμές πώλησης κατοικιών, ιδίως μεταξύ των ακριβότερων ακινήτων του Λονδίνου, όπου άλλωστε συγκεντρώνεται το 60% των κατοικιών της χώρας, με κόστος άνω των 2 εκατ. στερλινών. Κατά την διάρκεια του τελευταίου έτους, οι τιμές στις περιοχές του Κένσινγκτον και του Τσέλσι έχουν μειωθεί κατά 11,3%, ενώ στο Γουεστμίνστερ, η πτώση αγγίζει το 14,4%, καθώς οι ιδιοκτήτες τους προτιμούν να μειώσουν τις απαιτήσεις για να επισπεύσουν τον χρόνο πώλησης των κατοικιών τους, προτού θεσπιστούν οι νέες αλλαγές. Παρότι δεν πρόκειται για μεγάλο κόστος, για τέτοιου είδους ακίνητα, φαίνεται πως οι ιδιοκτήτες θεωρούν ότι η αγορά πολυτελών κατοικιών στην Μεγ. Βρετανία αντιμετωπίζεται πλέον εχθρικά και ως εκ τούτου επιλέγουν την έξοδο.