Πέμπτη, 20-Νοε-2025 12:45
Προϋπολογισμός 2026: Ανάπτυξη 2,4% με οδηγό τις επενδύσεις - Φορολογική μεταρρύθμιση και αύξηση του μέσου μισθού κατά 10%
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ 13:30
Του Τάσου Δασόπουλου
Αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με βασικό μοχλό ανάπτυξης τις επενδύσεις οι οποίες θα φτάσουν το 18,8% του ΑΕΠ, αλλά και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις όπως η αλλαγή της φορολογίας, αύξηση του μέσου μισθού κατά 10% και ανάπτυξη 2,4% φέρνει ο προϋπολογισμός του 2026 που κατατέθηκε στη Βουλή.
Ο ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων αναμένεται να αυξηθεί από 4,5% το 2024 σε 5,7% το 2025 και σε 10,2% το 2026, καθ’ όσον σε συνδυασμό με τη δυναμική που επιδεικνύουν οι ιδιωτικές επενδύσεις, αναμένεται να υλοποιηθεί ένα σημαντικά διευρυμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων το 2026, με πόρους ύψους 16,7 δισ. ευρώ, έναντι 14,6 δισ. ευρώ το 2025. Η ανωτέρω αύξηση των επενδύσεων είναι πολλαπλάσια αυτής του μέσου όρου της Ευρωζώνης, που εκτιμάται σε 2,2% για το 2025 και σε 2,5% για το 2026, μειώνοντας περαιτέρω το παραγωγικό κενό. Σε αυτό το πλαίσιο ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από 16,4% το 2025 σε 17,7% το 2026.
Οι επενδύσεις προβλέπεται να αποτελέσουν τον κύριο μοχλό ανάπτυξης για το 2026, συμβάλλοντας στην ετήσια πραγματική ανάπτυξη κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το αρνητικό επενδυτικό κενό της Ελλάδας απέναντι στην Ευρωζώνη, το οποίο βαίνει συνεχώς μειούμενο από το 2020, αναμένεται στο τέλος του 2026 να έχει συρρικνωθεί στο μικρότερο μέγεθος για όλη την περίοδο από την έναρξη της οικονομικής προσαρμογής.
Σημαντικό ρόλο στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης διαδραματίζουν τόσο η φορολογική μεταρρύθμιση όσο και οι λοιπές παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης.
Θετική επίδραση στον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να προέλθει από την περαιτέρω ενίσχυση της δυναμικής του εξωτερικού τουρισμού και της ναυτιλίας, από τις εγχώριες εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας και των προγραμματιζόμενων επενδύσεων, από την ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, συνδεόμενη και με τις διεθνείς εξελίξεις στις τιμές ενέργειας, καθώς και από τη μεγαλύτερη του αναμενόμενου επενδυτική και αναπτυξιακή ώθηση, ως επακόλουθο των συνεργιών που απορρέουν από τις υλοποιούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Το ποσοστό ανεργίας, έχοντας υποχωρήσει σε μονοψήφιο αριθμό ήδη από το 2025, προβλέπεται να βελτιωθεί περαιτέρω το 2026 κατά μισή ποσοστιαία μονάδα του εργατικού δυναμικού, διαμορφούμενο σε 8,6% βάσει της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, το οποίο αντιστοιχεί στο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μετά το 2008.
Ο ρυθμός αύξησης του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή το 2026 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,2%, προσεγγίζοντας τον μεσοπρόθεσμο στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει την εξομάλυνση των υποκείμενων πιέσεων τόσο στον τομέα των τροφίμων όσο και στον δομικό πυρήνα του πληθωρισμού καθώς και την αρνητική επίδραση της συνιστώσας της ενέργειας, της τάξεως των 0,2 ποσοστιαίων μονάδων, στον ετήσιο ρυθμό μεταβολής του εναρμονισμένου δείκτη.
Με βάση στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών σε ότι φορά την εξέλιξη των εισοδημάτων το 2026 θα έχουμε τα εξής:
Ο κατώτατος μισθός θα είναι >40% υψηλότερος από το 2019
Οι συνολικές αμοιβές εξαρτημένης εργασίας θα είναι 37% υψηλότερες από το 2019
Οι κατά κεφαλήν μικτές αμοιβές θα είναι 21% υψηλότερες και οι καθαρές αμοιβές 32% υψηλότερες από το 2019 (καθώς μειώθηκαν φόροι και εισφορές)
Τα ανωτέρω σημαίνουν ότι ο καθαρός μέσος μισθός θα έχει αυξηθεί περίπου 10% περισσότερο από τον πληθωρισμό και ο κατώτατος μισθός περίπου 18% περισσότερο από τον πληθωρισμό.
Η ανεργία θα έχει μειωθεί κάτω από το μισό σε σχέση με το 2019 (8,6% έναντι 17,3%)
Για το σύνολο του έτους 2025 εκτιμάται αύξηση κατά 3,7% της αμοιβής ανά εργαζόμενο (μέσος μισθός), διαμορφούμενης συνεπώς της αύξησης των συνολικών αμοιβών εξαρτημένης εργασίας σε 6,3% έναντι αντίστοιχων αυξήσεων 5,8% και 7,3% που σημειώθηκαν το 2024. Η αύξηση του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος για το 2025 εκτιμάται σε 3,7% έναντι αύξησης 3,1% το 2024, σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Οκτώβριος 2025).
Βασιζόμενη στα ενισχυμένα εισοδήματα, η πραγματική καταναλωτική δαπάνη προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,5% το 2026 σε ετήσια βάση, δεδομένου ότι η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,7% και η δημόσια κατανάλωση κατά 0,7%, με εφαλτήριο τις παρεμβάσεις εισοδηματικής πολιτικής για τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, τις θετικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας, την επιβράδυνση του ρυθμού πληθωρισμού καθώς και την ενίσχυση του καταναλωτικού κλίματος.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,7% του ΑΕΠ για το 2025 και σε 2,8% το 2026, ενώ το συνολικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε 0,6% το 2025 και σε -0,2% το 2026.
Σε αυτό το πλαίσιο το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να παρουσιάσει για έκτο συνεχόμενο έτος τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 140%, με την πρόβλεψη να διαμορφώνεται σε 138,2%, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.
Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 362.800 εκατ. ευρώ ή 145,9% ως ποσοστό του ΑΕΠ στο τέλος του 2025 έναντι 364.965 εκατ. ευρώ ή 154,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2024, παρουσιάζοντας μείωση κατά 8,3 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2024. Το 2026 το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί σε 359.300 εκατ. ευρώ ή 138,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,7 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2025.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά, πέρα από το καθιερωμένο USB‐stick, ο προϋπολογισμός υποβλήθηκε στη Βουλή και σε πλήρως άυλη μορφή. Είναι διαθέσιμος μέσω υπερσυνδέσμου ενσωματωμένου σε QR-Code που παραπέμπει στο site του YΠΕΘΟΟ , το οποίο φιλοξενείται στο G-Cloud.
Στη σχετική επιστολή προς τους Βουλευτές, ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης και ο Υφυπουργός Θάνος Πετραλιάς, αναφέρουν:
Η έναρξη του έτους 2026 θα βρει την ελληνική οικονομία σε συνθήκες συνεχιζόμενης δυναμικής ανάπτυξης, σε ένα διεθνές περιβάλλον που εξακολουθεί να διέπεται από γεωπολιτική αβεβαιότητα, από μεταβαλλόμενες συνθήκες στο παγκόσμιο εμπόριο και στις αγορές ενέργειας καθώς και από κινδύνους για τη δημοσιονομική και πολιτική σταθερότητα σε μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Παρά την αβεβαιότητα στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει για έκτο συναπτό έτος να καταγράφει σημαντικά υψηλότερο ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να ανέλθει σε 2,2% το 2025 και 2,4% το 2026, έναντι 1,3% και 1,2% για την Ευρωζώνη αντίστοιχα. Το ονομαστικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από τα 248,7 δισ. ευρώ το 2025 σε 260 δισ. ευρώ το 2026. Παράλληλα, ο εγχώριος πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθεί από 2,6% το 2025 σε 2,2% το 2026.
Σημαντικό ρόλο στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης διαδραματίζουν τόσο η φορολογική μεταρρύθμιση όσο και οι λοιπές παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης. Μέσω της διαρθρωτικής αναμόρφωσης της φορολογίας εισοδήματος με έμφαση στους νέους, στις οικογένειες με παιδιά και στη μεσαία τάξη, ενισχύεται άμεσα το εισόδημα των πολιτών. Παράλληλα, η μείωση των φορολογικών συντελεστών συνεπάγεται μεγαλύτερη ωφέλεια για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες με κάθε μελλοντική αύξηση των αποδοχών τους. Στο πλαίσιο της δημογραφικής φορολογικής μεταρρύθμισης εισάγονται επιπλέον μέτρα με τοπικά χαρακτηριστικά και παρεμβάσεις που σχετίζονται με το στεγαστικό πρόβλημα, όπως η σταδιακή κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για οικισμούς με πληθυσμό έως 1.500 κατοίκους, η μείωση του ΦΠΑ στα ακριτικά νησιά με πληθυσμό έως 20.000 κατοίκους, η μείωση της φορολογίας ενοικίων σε συνδυασμό με την επιστροφή ενός ενοικίου ετησίως καθώς και η μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης για τις κατοικίες και άλλα περιουσιακά στοιχεία με απαλλαγή των εξαρτώμενων τέκνων από την ελάχιστη δαπάνη διαβίωσης. Επιπροσθέτως, ενισχύεται το εισόδημα των συνταξιούχων μέσω της σταδιακής κατάργησης του συμψηφισμού των αυξήσεων των συντάξεων με την προσωπική διαφορά, με την περαιτέρω αύξηση των συντάξεων βάσει ΑΕΠ και πληθωρισμού καθώς και με την ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων, των ανασφάλιστων υπερηλίκων και των ατόμων με αναπηρία κάθε Νοέμβριο.
Ο ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων αναμένεται να αυξηθεί από 4,5% το 2024 σε 5,7% το 2025 και σε 10,2% το 2026, καθ’ όσον σε συνδυασμό με τη δυναμική που επιδεικνύουν οι ιδιωτικές επενδύσεις, αναμένεται να υλοποιηθεί ένα σημαντικά διευρυμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων το 2026, με πόρους ύψους 16,7 δισ. ευρώ έναντι 14,6 δισ. ευρώ το 2025. Η ανωτέρω αύξηση των επενδύσεων είναι πολλαπλάσια αυτής του μέσου όρου της Ευρωζώνης που εκτιμάται σε 2,2% για το 2025 και 2,5% για το 2026, μειώνοντας περαιτέρω το παραγωγικό κενό. Σε αυτά τα πλαίσια ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από το 16,4% το 2025 σε 17,7% το 2026.
Το ποσοστό ανεργίας, έχοντας υποχωρήσει σε μονοψήφιο αριθμό ήδη από το 2025, προβλέπεται να βελτιωθεί περαιτέρω το 2026 κατά μισή ποσοστιαία μονάδα του εργατικού δυναμικού, διαμορφούμενο σε 8,6% βάσει της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, το οποίο αντιστοιχεί στο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μετά το 2008.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,7% του ΑΕΠ για το 2025 και σε 2,8% το 2026, ενώ το συνολικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε 0,6% το 2025 και σε -0,2% το 2026. Σε αυτό το πλαίσιο, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να παρουσιάσει για έκτο συνεχόμενο έτος τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 140%, με την πρόβλεψη να διαμορφώνεται σε 138,2%, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.
Παρά το ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον, η Ελλάδα αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς για τη σταθερότητα και τη συνέπεια της οικονομικής της πολιτικής. Η αναγνώριση αυτή από τους διεθνείς θεσμούς και τους οίκους αξιολόγησης που αναβαθμίζουν περαιτέρω το αξιόχρεο της χώρας δεν είναι αυτονόητη, αλλά συνιστά αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας, υπευθυνότητας και σταθερού μεταρρυθμιστικού προσανατολισμού. Η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας, σε συνδυασμό με τη συνέχιση των επενδύσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών, αποτελεί το έναυσμα για βιώσιμη ανάπτυξη και ουσιαστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων των πολιτών.
To 2026 η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα συνεχίσει με την ίδια δυναμική ανάπτυξης σε ένα διεθνές περιβάλλον που εξακολουθεί να διέπεται από γεωπολιτική αβεβαιότητα, μεταβαλλόμενες συνθήκες στο παγκόσμιο εμπόριο και στις αγορές ενέργειας καθώς και από κινδύνους για τη δημοσιονομική και πολιτική σταθερότητα σε μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Παρά την αβεβαιότητα στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει για έκτο συναπτό έτος να καταγράφει σημαντικά υψηλότερο ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να ανέλθει σε 2,2% το 2025 και σε 2,4% το 2026 έναντι 1,3% και 1,2% για την Ευρωζώνη, αντίστοιχα. Το ονομαστικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από 248,7 δισ. ευρώ το 2025 σε 260 δισ. ευρώ το 2026. Παράλληλα, ο εγχώριος πληθωρισμός αναμένεται να αποκλιμακωθεί από 2,6% το 2025 σε 2,2% το 2026.
Σημαντικό ρόλο στην επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης διαδραματίζουν τόσο η φορολογική μεταρρύθμιση όσο και οι λοιπές παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης. Μέσω της διαρθρωτικής αναμόρφωσης της φορολογίας εισοδήματος με έμφαση στους νέους, στις οικογένειες με παιδιά και στη μεσαία τάξη, ενισχύεται άμεσα το εισόδημα των πολιτών. Παράλληλα, η μείωση των φορολογικών συντελεστών συνεπάγεται μεγαλύτερη ωφέλεια για τους εργαζόμενους, τους συνταξιούχους, τους αγρότες και τους ελεύθερους επαγγελματίες με κάθε μελλοντική αύξηση των αποδοχών τους. Στο πλαίσιο της δημογραφικής φορολογικής μεταρρύθμισης εισάγονται επιπλέον μέτρα με τοπικά χαρακτηριστικά και παρεμβάσεις που σχετίζονται με το στεγαστικό πρόβλημα, όπως η σταδιακή κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για οικισμούς με πληθυσμό έως 1.500 κατοίκους, η μείωση του ΦΠΑ στα ακριτικά νησιά με πληθυσμό έως 20.000 κατοίκους, η μείωση της φορολογίας ενοικίων σε συνδυασμό με την επιστροφή ενός ενοικίου ετησίως καθώς και η μείωση των τεκμηρίων διαβίωσης για τις κατοικίες και άλλα περιουσιακά στοιχεία με απαλλαγή των εξαρτώμενων τέκνων από την ελάχιστη δαπάνη διαβίωσης. Επιπροσθέτως, ενισχύεται το εισόδημα των συνταξιούχων μέσω της σταδιακής κατάργησης του συμψηφισμού των αυξήσεων των συντάξεων με την προσωπική διαφορά, με την περαιτέρω αύξηση των συντάξεων βάσει ΑΕΠ και πληθωρισμού καθώς και με την ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων, των ανασφάλιστων υπερηλίκων και των ατόμων με αναπηρία κάθε Νοέμβριο.
Ο ρυθμός μεταβολής των επενδύσεων αναμένεται να αυξηθεί από 4,5% το 2024 σε 5,7% το 2025 και σε 10,2% το 2026, καθ’ όσον σε συνδυασμό με τη δυναμική που επιδεικνύουν οι ιδιωτικές επενδύσεις, αναμένεται να υλοποιηθεί ένα σημαντικά διευρυμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων το 2026, με πόρους ύψους 16,7 δισ. ευρώ έναντι 14,6 δισ. ευρώ το 2025. Η ανωτέρω αύξηση των επενδύσεων είναι πολλαπλάσια αυτής του μέσου όρου της Ευρωζώνης, που εκτιμάται σε 2,2% για το 2025 και σε 2,5% για το 2026, μειώνοντας περαιτέρω το παραγωγικό κενό. Σε αυτό το πλαίσιο ο λόγος επενδύσεων προς ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί από 16,4% το 2025 σε 17,7% το 2026.
Το ποσοστό ανεργίας, έχοντας υποχωρήσει σε μονοψήφιο αριθμό ήδη από το 2025, προβλέπεται να βελτιωθεί περαιτέρω το 2026 κατά μισή ποσοστιαία μονάδα του εργατικού δυναμικού, διαμορφούμενο σε 8,6% βάσει της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, το οποίο αντιστοιχεί στο χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μετά το 2008.
Το πρωτογενές αποτέλεσμα του κρατικού προϋπολογισμού αναμένεται να διαμορφωθεί σε 3,7% του ΑΕΠ για το 2025 και σε 2,8% το 2026, ενώ το συνολικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης σε 0,6% το 2025 και σε -0,2% το 2026. Σε αυτό το πλαίσιο το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να παρουσιάσει για έκτο συνεχόμενο έτος τη μεγαλύτερη αποκλιμάκωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 140%, με την πρόβλεψη να διαμορφώνεται σε 138,2%, που είναι το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.
Παρά το ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον, η Ελλάδα αποτελεί πλέον σημείο αναφοράς για τη σταθερότητα και τη συνέπεια της οικονομικής της πολιτικής. Η αναγνώριση αυτή από τους διεθνείς θεσμούς και τους οίκους αξιολόγησης, που αναβαθμίζουν περαιτέρω το αξιόχρεο της χώρας, δεν είναι αυτονόητη, αλλά συνιστά αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας, υπευθυνότητας και σταθερού μεταρρυθμιστικού προσανατολισμού. Η διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας, σε συνδυασμό με τη συνέχιση των επενδύσεων και των διαρθρωτικών αλλαγών, αποτελεί το έναυσμα για βιώσιμη ανάπτυξη και ουσιαστική βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων των πολιτών.
Κατά τη διάρκεια του 2025 η παγκόσμια οικονομία κινείται σε ένα περιβάλλον αστάθειας, το οποίο διαμορφώνεται κυρίως από τις γεωπολιτικές εντάσεις, τις εμπορικές αντιπαραθέσεις και την κλιματική αλλαγή. Οι κυβερνήσεις καλούνται να προσαρμοστούν χρησιμοποιώντας κατάλληλο μίγμα οικονομικών πολιτικών, το οποίο θα αντιμετωπίζει τις νέες προκλήσεις και θα συμβάλλει στον περιορισμό της αβεβαιότητας και στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις τον Νοέμβριο 2025 εκτιμά ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) θα διαμορφωθεί από 1,1% το 2024 σε 1,4% τα έτη 2025 και 2026, υποστηριζόμενος από την ανθεκτική αγορά εργασίας, τη μείωση του πληθωρισμού και τις ευνοϊκές χρηματοδοτικές συνθήκες. Στην Ευρωζώνη ο ρυθμός ανάπτυξης εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί από 0,9% το 2024 σε 1,3% το 2025 και σε 1,2% το 2026. Για τη Γαλλία ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να επιβραδυνθεί από 1,2% το 2024 σε 0,7% το 2025 και να αυξηθεί σε 0,9% το 2026. Για τη Γερμανία, ύστερα από δύο έτη ύφεσης, ο ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να ανέλθει σε 0,2% το 2025 και να επιταχυνθεί σε 1,2% το 2026.
Ο πληθωρισμός, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναμένεται να υποχωρήσει στην ΕΕ από 2,6% το 2024 σε 2,5% το 2025 και σε 2,1% το 2026 και στην Ευρωζώνη από 2,4% το 2024 σε 2,1% το 2025 και σε 1,9% το 2026. Επιπλέον, ο πληθωρισμός της Ευρωζώνης αναμένεται να διατηρηθεί πλησίον του στόχου του 2% της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα της πρόβλεψης, με διαφοροποιημένες ωστόσο τάσεις μεταξύ των επιμέρους συνιστωσών του.
Οι προβλέψεις για τις τιμές του πετρελαίου παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα λόγω της αυξανόμενης προσφοράς και των συνεχιζόμενων ανησυχιών σχετικά με τη διεθνή ζήτηση. Από τις αρχές του 2025 η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει σε μία παρατεταμένη περίοδο αβεβαιότητας, η οποία συσχετίζεται κυρίως με τη δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ.
Το 2025 η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα καταγράψει ρυθμό ανάπτυξης 2,2%, σημαντικά υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο (1,3%) των φθινοπωρινών προβλέψεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ευρωζώνη. Η αύξηση των επενδύσεων, ιδίως σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας και υποδομών, εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικό πυλώνα του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ, ενώ η ιδιωτική κατανάλωση ενισχύεται από την άνοδο των πραγματικών μισθών, τη μείωση της ανεργίας και τη σταδιακή αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Οι επιμέρους δείκτες οικονομικής δραστηριότητας επιβεβαιώνουν τη διατήρηση θετικών προοπτικών, με την ελληνική οικονομία να επιδεικνύει ανθεκτικότητα απέναντι στις διεθνείς προκλήσεις και τη γεωπολιτική αβεβαιότητα διατηρώντας την αναπτυξιακή δυναμική της.
Η ανεργία συνέχισε την πτωτική της πορεία το 2025 υποχωρώντας σε 8,2% τον Σεπτέμβριο 2025 από 9,7% τον αντίστοιχο μήνα του 2024, γεγονός που αντανακλά τη συνεχιζόμενη ενίσχυση της απασχόλησης και την αυξημένη συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό. Οι αμοιβές εξαρτημένης εργασίας αυξήθηκαν με ρυθμό 6,5% σε ετήσια βάση στο πρώτο εξάμηνο του έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Ο πληθωρισμός παρουσιάζει σταθεροποίηση διαμορφούμενος σε 2,0% τον Οκτώβριο 2025. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή για το 2025 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,6% και του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (Εν.ΔΤΚ) σε 3,0%.
Υπό το πρίσμα της δημοσιονομικής πολιτικής και εν μέσω της εξομάλυνσης των πληθωριστικών πιέσεων, το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης εφαρμόζεται από το 2025 εισάγοντας έναν ενισχυμένο μηχανισμό μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού προγραμματισμού και παρακολούθησης. Η Ελλάδα υπέβαλε τον Οκτώβριο 2024 το πρώτο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό - Διαρθρωτικό Σχέδιο (ΜΔΣ) 2025 - 2028, ενώ τον Απρίλιο 2025 κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή την πρώτη ετήσια έκθεση προόδου για την πορεία εφαρμογής του. Ακολούθως, τον Ιούλιο 2025 ενσωμάτωσε στην εθνική έννομη τάξη την Οδηγία (ΕΕ) 2024/1265 του Συμβουλίου, τροποποιώντας τον ν.4270/2014 (Α’ 143).
Σε εναρμόνιση με το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο και τους στόχους αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών, οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις για το 2026 επικεντρώνονται στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και στη στήριξη της αναπτυξιακής προοπτικής της οικονομίας. Κεντρικό άξονα αποτελεί η δημογραφική φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία αποβλέπει στη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων για τους νέους και τη μεσαία τάξη, στην ενίσχυση των οικογενειών με παιδιά, στη δημιουργία ισχυρών κινήτρων για εργασία καθώς και στην αύξηση των μισθών και της παραγωγικότητας. Η μεταρρύθμιση αυτή συνιστά δομική αλλαγή στο φορολογικό πλαίσιο, καθώς επιβραβεύει την παραγωγική δραστηριότητα και ενισχύει τη δημογραφική και κοινωνική συνοχή. Παράλληλα, οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις περιλαμβάνουν στοχευμένες ρυθμίσεις για την περαιτέρω βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος, την αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, την αναμόρφωση των τεκμηρίων διαβίωσης, την ενίσχυση ειδικών μισθολογίων και την αύξηση των συντάξεων. Προβλέπονται, επίσης, μέτρα για τη στήριξη της περιφερειακής ανάπτυξης και τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ αστικών και νησιωτικών περιοχών μέσω φορολογικών κινήτρων και παρεμβάσεων υπέρ των ακριτικών περιοχών. Επιπλέον, εισάγονται νέες φορολογικές και επενδυτικές διευκολύνσεις για στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, οι οποίες ενισχύουν την καινοτομία, την αμυντική βιομηχανία και την παραγωγή υψηλής προστιθέμενης αξίας, ενώ η σταδιακή αύξηση των μισθών στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα προάγει τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου.
Για το σύνολο του έτους 2025 εκτιμάται αύξηση κατά 3,7% της αμοιβής ανά εργαζόμενο (μέσος μισθός), διαμορφούμενης συνεπώς της αύξησης των συνολικών αμοιβών εξαρτημένης εργασίας σε 6,3% έναντι αντίστοιχων αυξήσεων 5,8% και 7,3% που σημειώθηκαν το 2024. Η αύξηση του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος για το 2025 εκτιμάται σε 3,7% έναντι αύξησης 3,1% το 2024, σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (Οκτώβριος 2025).
Η ελληνική οικονομία, παρά τη συνεχιζόμενη γεωπολιτική αστάθεια και την αβεβαιότητα στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, οι οποίες εξακολουθούν και το 2025, εκτιμάται ότι θα διατηρήσει την αναπτυξιακή της πορεία για το σύνολο του έτους, με τον ρυθμό ανάπτυξης του ΑΕΠ να διαμορφώνεται σε 2,2%, όπως προβλέπεται και στο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού 2026 καθώς και στο Draft Budgetary Plan - DBP 2026, που υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Οκτώβριο 2025. Η εκτίμηση για τη διαμόρφωση του πληθωρισμού (ΓΔΤΚ) για το έτος 2025 είναι 2,6%.
Στο πεδίο της δημοσιονομικής διαχείρισης και κατόπιν της επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος 4,7% του ΑΕΠ το 2024, το 2025 εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,7%. Η πορεία της αποκλιμάκωσης του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης εκτιμάται από 154,2% του ΑΕΠ το 2024 (σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ) σε 145,9% το 2025. Η αξιοπιστία του αξιόχρεου της χώρας ενισχύεται περαιτέρω από την επίτευξη των ανωτέρω δημοσιονομικών στόχων, όπως αποτυπώνεται και στην εξέλιξη των πιστοληπτικών αξιολογήσεων. Μετά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το 2023 από τους οίκους DBRS Morningstar, Standard & Poor’s, Fitch Ratings, R&I και Scope Ratings, ακολούθησαν νέες αναβαθμίσεις στη βαθμίδα BBB από τους οίκους Scope Ratings (Δεκέμβριος 2024), DBRS Morningstar και Standard & Poor’s (Μάρτιος και Απρίλιος 2025) καθώς και από τον οίκο R&I (Οκτώβριος 2025). Παράλληλα, ο οίκος Moody’s αναβάθμισε τον Μάρτιο 2025 το αξιόχρεο του Ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα Baa3 με σταθερή προοπτική, ενώ τον Μάιο 2025 ο οίκος Fitch Ratings αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από σταθερές σε θετικές. Περαιτέρω, στις αρχές Νοεμβρίου του τρέχοντος έτους ο οίκος Scope Ratings αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας από σταθερές σε θετικές, ενώ ο οίκος Fitch Ratings προχώρησε σε αναβάθμιση στη βαθμίδα BBB με σταθερή προοπτική. Οι εξελίξεις αυτές επιβεβαιώνουν την πρόοδο στον τομέα των μεταρρυθμίσεων και τη σταθερή εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών απέναντι στη δημοσιονομική και αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας.
Η έναρξη του έτους 2026 για την ελληνική οικονομία σηματοδοτείται από την εδραίωση συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης σε ένα διεθνές περιβάλλον που εξακολουθεί να διέπεται από γεωπολιτική αβεβαιότητα, από μεταβαλλόμενες συνθήκες στο παγκόσμιο εμπόριο και στις αγορές ενέργειας καθώς και από κινδύνους για τη δημοσιονομική και πολιτική σταθερότητα σε μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Ως αντιστάθμισμα στους ανωτέρω εξωγενείς παράγοντες αστάθειας και προκλήσεων, η θετική δυναμική της ελληνικής οικονομίας το 2026 προβλέπεται να στηριχθεί στην ενίσχυση των επενδύσεων, όλων των συνιστωσών της εγχώριας ζήτησης, στην ώθηση της εξωτερικής ζήτησης για υπηρεσίες, στη συνεχιζόμενη διεύρυνση της απασχόλησης καθώς και των εισοδημάτων και στη σταθερή δημοσιονομική πορεία.
Οι ανθεκτικοί ρυθμοί μεγέθυνσης των τελευταίων ετών, σε συνδυασμό με την πρόοδο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την ενισχυμένη απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων, αναμένεται να μεταφέρουν τη θετική επίδρασή τους στο έτος 2026, διαμορφώνοντας ένα ευνοϊκό πλαίσιο για την περαιτέρω βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2026 προβλέπεται σε 2,4% σε ετήσια βάση, εμφανίζοντας επιτάχυνση έναντι των τριών προηγούμενων ετών (2,1% το 2023 και το 2024 και 2,2% το 2025). Η εν λόγω αύξηση καθιστά το 2026 το έκτο διαδοχικό έτος με ρυθμό ανάπτυξης άνω του 2%.
Η επιτάχυνση της πραγματικής ανάπτυξης το 2026 εδράζεται στους ακόλουθους βασικούς άξονες ανθεκτικότητας:
-στις νέες κυβερνητικές παρεμβάσεις μείωσης των φορολογικών βαρών και ενίσχυσης των εισοδημάτων και των επενδύσεων,
-στη συνεχιζόμενη επέκταση της αγοράς εργασίας, που ενισχύει το διαθέσιμο εισόδημα και την καταναλωτική εμπιστοσύνη,
-στην αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων του ΤΑΑ/Next Generation EU (NGEU), που συνδέεται με την επέκταση της αγοράς εργασίας και την ώθηση της επενδυτικής δραστηριότητας και
-στην προοδευτική αναβάθμιση της παραγωγικής βάσης μέσω των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που ενισχύει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τις προοπτικές των ελληνικών εξαγωγών.
Εν μέσω της σταδιακής ολοκλήρωσης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας "Ελλάδα 2.0" οι αυξημένοι πόροι και η περαιτέρω ωρίμανση των έργων που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ, αναμένεται να επιφέρουν ενίσχυση της επενδυτικής δραστηριότητας, η οποία σε συνδυασμό με τη συνυπάρχουσα δυναμική των ιδιωτικών επενδύσεων οδηγεί σε πρόβλεψη για σημαντική αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου το 2026 κατά 10,2% σε ετήσια βάση και σταθερές τιμές έναντι 5,7% το 2025.
Ως εκ τούτου, οι επενδύσεις προβλέπεται να αποτελέσουν τον κύριο μοχλό ανάπτυξης για το 2026, συμβάλλοντας στην ετήσια πραγματική ανάπτυξη κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες. Το αρνητικό επενδυτικό κενό της Ελλάδας απέναντι στην Ευρωζώνη, το οποίο βαίνει συνεχώς μειούμενο από το 2020, αναμένεται στο τέλος του 2026 να έχει συρρικνωθεί στο μικρότερο μέγεθος για όλη την περίοδο από την έναρξη της οικονομικής προσαρμογής.
Παράλληλα, η εφαρμογή των νέων μόνιμων δημοσιονομικών παρεμβάσεων που ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) 2025, συνολικού ύψους 1,76 δισ. ευρώ για το 2026, προβλέπεται να ενισχύσει το εισόδημα και να μειώσει τα φορολογικά βάρη για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού. Στο επίκεντρο των παρεμβάσεων βρίσκεται η σημαντική αναμόρφωση της κλίμακας του φόρου εισοδήματος μισθωτών, συνταξιούχων, αγροτών και ελεύθερων επαγγελματιών, ενώ ειδικές ρυθμίσεις για την επιπλέον φορολογική ελάφρυνση προβλέπονται για τις οικογένειες με παιδιά και για νέους ηλικίας έως 30 ετών. Η εν λόγω διαρθρωτική αναμόρφωση της φορολογικής κλίμακας εισοδήματος αναμένεται να επιφέρει στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς ελάφρυνση ύψους 1,2 δισ. ευρώ το 2026 και επιπλέον 400 εκατ. ευρώ το 2027, αποσκοπώντας στην ουσιαστική ενίσχυση των μεσαίων εισοδημάτων, των οικογενειών με παιδιά και των νέων.
Περαιτέρω ενίσχυση των εισοδημάτων αναμένεται το 2026 από τις υπόλοιπες νέες παρεμβάσεις, όπως η σταδιακή κατάργηση του συμψηφισμού της προσωπικής διαφοράς των συνταξιούχων, η μείωση του φόρου εισοδήματος για ιδιοκτήτες ακινήτων, η μείωση κατά 30% μεσοσταθμικά των τεκμηρίων διαβίωσης, οι παρεμβάσεις στα ειδικά μισθολόγια των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, η μείωση κατά 30% του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) στα ακριτικά νησιά με πληθυσμό έως 20.000 κατοίκους, η τριετής εξαίρεση από το ελάχιστο εισόδημα για τις νέες μητέρες που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα καθώς και οι ελαφρύνσεις σε οικισμούς με πληθυσμό έως 1.500 κατοίκους, όπως η σταδιακή κατάργηση του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) για κύριες κατοικίες και η μείωση κατά 50% του ελάχιστου εισοδήματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Η υλοποίηση αυτών των μόνιμων πολιτικών ενίσχυσης εισοδημάτων, η οποία συντελείται εντός των δημοσιονομικών στόχων, αφορά στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών και οδηγεί στη βελτίωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και στη στήριξη της εγχώριας ζήτησης με μόνιμο αποτύπωμα στο διαθέσιμο εισόδημα. Επιπλέον, η μείωση των φορολογικών συντελεστών συνεπάγεται ότι οι αυξήσεις των αποδοχών κατά τα μελλοντικά έτη θα ενισχύουν ακόμα περισσότερο το καθαρό εισόδημα των εργαζόμενων. Για το 2026 η θετική επίδραση από το σύνολο των νέων κυβερνητικών παρεμβάσεων στην ετήσια πραγματική ανάπτυξη προβλέπεται σε 0,6 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία προβλέπεται να συνεχίσει για έκτο συναπτό έτος να καταγράφει υψηλότερο ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών (συνολικά 2,4% και ανά κάτοικο 2,6%), σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και της ΕΕ, όπως αποτυπώνεται στις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1,2% για την Ευρωζώνη και 1,4% για την ΕΕ και ανά κάτοικο 1,0% και 1,2%, αντίστοιχα). Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η μεσοπρόθεσμη προοπτική σύγκλισης με την Ευρωζώνη και συνακόλουθα βελτιώνεται σταδιακά η θέση της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.
Βασιζόμενη στα ενισχυμένα εισοδήματα, η πραγματική καταναλωτική δαπάνη προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,5% το 2026 σε ετήσια βάση, δεδομένου ότι η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,7% και η δημόσια κατανάλωση κατά 0,7%, με εφαλτήριο τις παρεμβάσεις εισοδηματικής πολιτικής για τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, τις θετικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας, την επιβράδυνση του ρυθμού πληθωρισμού καθώς και την ενίσχυση του καταναλωτικού κλίματος.
Η απασχόληση εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να κινείται ανοδικά το 2026 κατά 0,4% σε ετήσια εθνικολογιστική βάση, αντικατοπτρίζοντας συγκριτικά μεγαλύτερη αύξηση του αριθμού των μισθωτών κατά 0,6%. Σε εθνικολογιστικά μεγέθη ο αριθμός των μισθωτών το 2026 αναμένεται να ανέλθει σε 3,94 εκατομμύρια περίπου, αυξημένος κατά 723 χιλιάδες άτομα σε σύγκριση με το 2008, πριν την οικονομική κρίση χρέους στην Ελλάδα. Αντίστοιχα, ο αριθμός των συνολικά απασχολούμενων αναμένεται να ανέλθει σε 5,24 εκατομμύρια, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 376 χιλιάδες άτομα έναντι του 2008, η οποία αποδίδεται εξ ολοκλήρου στην προοδευτική βελτίωση από το 2022 και εφεξής.
Το ποσοστό ανεργίας, έχοντας υποχωρήσει σε μονοψήφιο αριθμό ήδη από το 2025, προβλέπεται να μειωθεί περαιτέρω το 2026 κατά μισή ποσοστιαία μονάδα του εργατικού δυναμικού, διαμορφούμενο σε 8,6% βάσει της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, το χαμηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα μετά το 2008.
Λαμβανομένης υπόψη της νέας αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού από την 01η.4.2026 και εν μέσω αυξημένης απασχόλησης, ο ονομαστικός μέσος μισθός αναμένεται να αυξηθεί το 2026 κατά 3,7%, όσο και το 2025. Η εν λόγω εξέλιξη διαμορφώνει το επίπεδο των κατά κεφαλήν αμοιβών εξαρτημένης εργασίας για το έτος 2026 υψηλότερα κατά 21,3% σε σύγκριση με το 2019. Σημειώνεται ότι οι κατά κεφαλήν αμοιβές εξαρτημένης εργασίας αποτελούν μικτές αμοιβές. Εάν ληφθούν υπόψη οι διαδοχικές μειώσεις της φορολογίας εισοδήματος και των ασφαλιστικών εισφορών, εκτιμάται ότι οι καθαρές κατά κεφαλήν αμοιβές το 2026 θα έχουν υπερβεί κατά περισσότερο από 30% τα επίπεδα του 2019.
Ο πραγματικός μέσος μισθός προβλέπεται να κινηθεί ανοδικά για τρίτη διαδοχική χρονιά το 2026, με τον ρυθμό αύξησής του να επιταχύνεται σε 1,5% από 0,5% το 2025. Η παραγωγικότητα της εργασίας προβλέπεται, επίσης, να εισέλθει σε τροχιά επιτάχυνσης, με τον ρυθμό ετήσιας αύξησής της να διαμορφώνεται σε 1,9% από 1,5% το 2025, συμβάλλοντας στη διατήρηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Τα οφέλη για τον πραγματικό μέσο μισθό αποδίδονται στην εκτιμώμενη άμβλυνση των πληθωριστικών πιέσεων εντός του 2026. Ο ρυθμός αύξησης του Εν.ΔΤΚ το 2026 προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 2,2%, προσεγγίζοντας τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ. Η εξέλιξη αυτή υποδηλώνει την εξομάλυνση των υποκείμενων πιέσεων τόσο στον τομέα των τροφίμων όσο και στον δομικό πυρήνα του πληθωρισμού καθώς και την αρνητική επίδραση της συνιστώσας της ενέργειας, της τάξεως των 0,2 ποσοστιαίων μονάδων, στον ετήσιο ρυθμό μεταβολής του εναρμονισμένου δείκτη.
Οι κυριότεροι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για τη διαμόρφωση του ρυθμού ανάπτυξης το 2025 και το 2026 συνοψίζονται σε πιθανή όξυνση των γεωπολιτικών αναταραχών, σε ενδεχόμενη παρέκκλιση από τη δασμολογική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ ή σε άλλη αποσταθεροποίηση των όρων του διεθνούς εμπορίου, σε μεγαλύτερη του αναμενόμενου επίπτωση των δασμών στην παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία, σε εντονότερη εκδήλωση των φαινομένων κλιματικής αλλαγής και στην περίπτωση καθυστέρησης της πραγματοποίησης προγραμματιζόμενων επενδύσεων. Παράλληλα, η ανατίμηση του ευρώ ενέχει κινδύνους για το εξωτερικό ισοζύγιο και την ανταγωνιστικότητα στην Ευρωζώνη, ενώ η εφαρμογή συσταλτικής δημοσιονομικής πολιτικής σε μεγάλες οικονομίες της ΕΕ ενδέχεται να επιδράσει αρνητικά στην εξωτερική ζήτηση.
Θετική επίδραση στον ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσε να προέλθει από την περαιτέρω ενίσχυση της δυναμικής του εξωτερικού τουρισμού και της ναυτιλίας, από τις εγχώριες εξελίξεις στον τομέα της ενέργειας και των προγραμματιζόμενων επενδύσεων, από την ταχύτερη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, συνδεόμενη και με τις διεθνείς εξελίξεις στις τιμές ενέργειας, καθώς και από τη μεγαλύτερη του αναμενόμενου επενδυτική και αναπτυξιακή ώθηση, ως επακόλουθο των συνεργειών που απορρέουν από τις υλοποιούμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.